ΜΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Σ’ ΕΝΑ ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΠΑΡΤΙ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΣΒΗΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ

Ο Πρίγκιψ χαμογελαστός
εμοίραζε προσκλήσεις
σέ θλιβερούς βρικόλακες
πού κάναν υποκλίσεις.

Ο ένας κλίνει δεξιά
αριστερά ο άλλος
κι έτσι μές στά μεσάνυχτα
αρχίνησεν ο μπάλος.

Σαμπάνιες ανοιχτήκανε
σφάχτηκαν γαλοπούλες
καί τόν χορό αρχίσανε
τσούλες κι αρχοντοπούλες.

Κάστρο τό σπίτι έμοιαζε
κανόνια αντηχούσαν
χασκογελούσε ο Πρίγκιπας
κι όλοι τόν προσκυνούσαν.

Χρυσαφικά μοιράζονταν
ασήμια, πορσελάνες,
διαμαντικά, μεταξωτά
κι όπλα στούς μεγιστάνες.
Όλα τά πλούτη τής Εδέμ
έρρεαν στά σαλόνια
καί τά τραγούδια τρέλαναν
τόν Διγενή στ’ αλώνια.

Ο Πρίγκιπας ο δυνατός
δέν πήρε κάν χαμπάρι
πώς κάπου άναψε φωτιά
πού όλα θά τά τουμπάρει.

Τό πάρτι συνεχίστηκε
τά πλούτη μοιραζόνταν
κι οι καλεσμένοι άρπαζαν,
μοίχευαν καί κοιμόνταν.

Ξάφνου στήν πόλη ξέσπασε
κρύο… καί νά οι γούνες.
Κλείσαν πορτοπαράθυρα
κι ανάψαν παπαρούνες.

Καπνός τό σπίτι γέμισε
σιγά κι αγάλι αγάλι
καί χάθηκε η λογική
κι έπιασε «μαϊστράλι».
Τό πάρτι εκινδύνευε
άδικα νά τελειώσει
ουδείς όμως κατάλαβε
μηδείς είχε τήν γνώση.

Μέσα στ’ ανεμοζάλισμα
«μήκων η υπνοφόρος»
εστένεψε ασφυχτικά
ο τερατώδης χώρος.

Ίδια κι ο Πρίγκιψ δυστυχώς
ο Άρχοντας τής Χώρας
παρ’ ότι δέν φουμάριζε
ήτανε εκτός ώρας.

Μόνον ένα χαμίνιον
πού μάζευε τίς «γόπες»
εννόησε τό «μπάχαλο»
(Γιώργο εσύ μάς τό ‘πες).

Η ουρανομήκης η κραυγή
πού τ’ έφυγε εκ τού στήθους
αλάλιασε τήν Σύναξη
τήν προσβολή τού ήθους:
«Όταν οι ολίγοι ευτυχούν
καί οι πολλοί πεινάνε
ο τών ολίγων θάνατος
δικαιοσύνη θά ‘ναι».

Τό πλήθος έξω τών τειχών
ακούγοντας τόν ντόρο
κατάκαψε τούς άρπαγες
δίχως νά δώσει φόρο.

Ενός αλήτη η φωνή
ήταν η σπίθα εκείνη
εκείνη πού ζεμάτισε
κηφήνες, μά καί κτήνη.
…………………………………………….
…………………………………………….
«Δέν είναι δουλειά τής κυβέρνησης νά εμποδίζει
τούς πολίτες νά κάνουν λάθη.
Είναι δουλειά τών πολιτών
νά εμποδίζουν τήν κυβέρνηση
νά κάνει λάθη».
R. H. Jackson. Είπαν: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.


Σχολιάστε εδώ