ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Στην περίπτωση του δεύτερου έχουμε να κάνουμε με έναν πρώτης τάξεως επικοινωνιακό εκπρόσωπο με συμπαθητικό πρόσωπο, που πείθει πρώτα απ’ όλους τον εαυτό του για την ορθότητα όσων λέγει και όσων πράττει η κυβέρνηση. Είναι το μεγαλύτερο χάρισμα ενός εκπροσώπου: Να αυτοπείθεται πριν επιχειρήσει να πείσει τους άλλους. Η αθωότητα στο πρόσωπο του εκ Κοζάνης μεγαλοαστού κεντροδεξιού πολιτικού, ανιψιού του σημαντικού κεντροδεξιού πολιτικού Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, που διετέλεσε μεταξύ άλλων και υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, την ώρα που λέει τα πιο εφιαλτικά πράγματα, δείχνει ότι κακώς δεν παρέμεινε στην θέση του εκπροσώπου. Τώρα μάλιστα θα ήταν και αναβαθμισμένος κυβερνητικός εκπρόσωπος, αφού το ΠΑΣΟΚ έχει γίνει κυβέρνηση, και έχοντας έμφυτο το ταλέντο της πειθούς και της επικοινωνίας, θα «έγραφε» πολύ περισσότερο από τον επίσης συμπαθή αλλά εμφανώς ανθρώπινο εκπρόσωπο Γιώργο Πεταλωτή. Ο καλοσιδερωμένος και κομψός Κοζανίτης δεν είναι ανθρώπινος και δεν χρειάζεται να είναι. Κυριαρχούν άλλα στοιχεία πιο αποτελεσματικά, όπως η αίσθηση που έχει κανείς τελειώνοντας την ενημέρωση ότι μπορεί και να λέει αλήθεια ή ότι μπορεί να είναι κάπως έτσι τα πράγματα. Το πρόβλημα στην περίπτωση Παπακωνσταντίνου είναι ότι η επικοινωνία είναι μια επιστήμη, μια μέθοδος συμπληρωματική: Υπάρχει και έρχεται για να στηρίξει κάτι, μια πολιτική π.χ. Αν η πολιτική, το κάτι, δεν υπάρχει, από μόνη της, η επικοινωνία δεν στέκεται, δεν έχει υπόσταση. Κι αν τα καταφέρει για λίγο καιρό είτε λόγω μπερδέματος του κόσμου είτε λόγω χαρίσματος εκείνου που εκφέρει τον επικοινωνιακό λόγο, μετά εξαφανίζεται, χάνεται μαζί με την ανυπαρξία πολιτικής και στόχων.

Σήμερα, εννιά μήνες μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, έχουμε μπει σ’ αυτήν τη φάση. Το επικοινωνιακό δεν είναι από μόνο του αρκετό, ο κόσμος ζητάει διεξόδους από την κρίση και εξηγήσεις για τις ευθύνες και τα πρόσωπα που οδήγησαν την κατάσταση εδώ. Ζητάει επίσης, με κλιμακούμενη απαίτηση, δύο ακόμα πολύ σημαντικά πράγματα: Πρώτον, χρονοδιάγραμμα εξόδου από την κρίση, και δεύτερον πού πάμε μετά την κρίση. Γιατί δηλαδή γίνονται όλ’ αυτά, γιατί υποβαλλόμαστε σ’ αυτές τις στερήσεις και τι ακολουθεί ως «άσπρη μέρα». Αν ακολουθεί κάτι. Όσο δεν δίνονται απαντήσεις, τόσο μεγαλώνει η αγανάκτηση. Και αν η αντίδραση δεν παίρνει τη μορφή μεγάλων και μαζικών κινητοποιήσεων είναι γιατί δεν ευνοεί η εποχή αυτής της μορφής τις αντιδράσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αυξάνεται η αγανάκτηση και δεν μειώνεται η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση: Όχι επειδή εξαπάτησε κανέναν η κυβέρνηση, αλλά επειδή δεν φαίνεται να έχει σχέδιο εξόδου από την κρίση, όραμα για την επόμενη μέρα και σχέδιο επιστροφής στην ομαλότητα. Η πολιτική της κυβέρνησης εξαντλείται σε μετρολογία, επιβολή μέτρων και στερήσεων, περικοπές – στοιχεία που συνθέτουν ένα μάλλον εκδικητικό πρόσωπο και μάλιστα προς λάθος κατεύθυνση. Όλο και περισσότερο είναι ορατό πως και αυτήν τη φορά, και μάλιστα με δραματικό τρόπο, καλούνται οι καθημερινοί άνθρωποι, οι μισθοσυντήρητοι, οι συνταξιούχοι, οι μικρέμποροι, να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Και για μια ακόμα φορά δεν αγγίζει κανείς τα μεγάλα εισοδήματα, τον πλούτο, τη μεγάλη ιδιοκτησία.

Αν η αντίληψη αυτή παγιωθεί, αν η αίσθηση αυτή κυριαρχήσει, η κυβέρνηση έχει χάσει το παιχνίδι. Και μάλιστα χωρίς αντίπαλο. Διότι η Νέα Δημοκρατία δεν υπάρχει (ακόμα), το ΚΚΕ έχει περιχαρακωθεί στον γνωστό του ρόλο ελπίζοντας να τσιμπήσει μια δυο ποσοστιαίες μονάδες (και του είναι αρκετές), ο ΛΑΟΣ έχει χάσει τη σκληρή δεξιά του ορμή και ο ΣΥΡΙΖΑ τελεί υπό διάλυση. Άρα το ΠΑΣΟΚ έχει μπροστά του το δύσκολο έργο να ψάξει τι συμβαίνει με το ίδιο, με τον χαρακτήρα, την ταυτότητα και την πολιτική του. Αν αρχίσει εγκαίρως, μπορεί και να μείνει στην εξουσία…


Σχολιάστε εδώ