Δημόσιος τομέας, κλεπτοκρατία και στο βάθος… Siemens

Κυριολεκτικά εν μία νυκτί όποιος διέθετε τα μέσα της εύνοιας του υπουργού ή του προέδρος κάποιας μεγάλης ΔΕΚΟ, αλλά και δημάρχων ή νομαρχών είχε σφραγίσει το διαβατήριό του για το όραμα της επιχειρηματικής ευπραγίας, και άρα της οικονομικής ισχύος.

Ο ανώδυνος, ο άκοπος και ο αθέμιτος πλουτισμός στην Ελλάδα έχει ταυτιστεί με τις προμήθειες του Δημοσίου Τομέα.

Οι αδιαφανείς και μυστικές διαδικασίες ανάθεσης, τα ευνοιοκρατικά κριτήρια, η παρεοκρατία, η μίζα υπηρεσιακών και πολιτικών προσώπων, η καταστρατήγηση των νόμων και των κανονισμών, η ανυπαρξία ή η παραλυσία ελεγκτικών διαδικασιών είναι μερικές από τις μορφές της διαφθοράς που καλλιέργησαν και ενίσχυσαν τις κλεπτοκρατικές τάσεις στον δημόσιο οικονομικό χώρο.

Η πελατειακή δράση του κράτους δεν ευνοούσε απλώς τον συνασπισμό πατρόνων και πελατών επί τω τέλει, ώστε οι μεν πρώτοι να κυβερνούν, οι δε δεύτεροι να προμηθεύονται τα μέσα που θα τους επέτρεπαν «να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι» (Εμμ. Ροΐδης) αλλά ταυτόχρονα συνιστούσαν μια «βουβή» εγκληματικότητα που είχε τους τρόπους να διαφεύγει σε κάποιες περιπτώσεις και από τους διωκτικούς και τους δικαστικούς μηχανισμούς του κράτους.

Η πλέον κραυγαλέα όμως παραχώρηση του ελληνικού κράτους προς το σύστημα αυτό του αθέμιτου πλουτισμού σημειώθηκε όταν η ίδια η Βουλή των Ελλήνων έφθασε να διευκολύνει αντί να απαγορεύει την άσκηση τέτοιων επιχειρηματικών δράσεων.

Με νόμους που πρόβλεπαν τη δυνατότητα για απευθείας αναθέσεις υπηρεσιών και έργων ή για προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών χωρίς δημόσιους ανοικτούς διαγωνισμούς καλλιεργήθηκε η κοινωνία της διαφθοράς και της μίζας.

Όσοι είχαν τη νομοθετική πρωτοβουλία στις περιπτώσεις αυτές είναι απίθανο να αγνοούσαν ότι οι διαφανείς και ανοικτές διαδικασίες στις προμήθειες του Δημοσίου συνεπάγονται μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και χαμηλότερο κόστος. Περιορίζουν τα φαινόμενα διαφθοράς. Διασφαλίζουν την κοινωνική αποτελεσματικότητα των χρημάτων του φορολογούμενου πολίτη.

Από τις πιο κραυγαλέες ίσως περιπτώσεις μιας τέτοιας αντιδημοκρατικής και αντικοινωνικής ουσιαστικά νομοθετικής πρωτοβουλίας υπήρξε το άρθρο 16 του ν. 2446/1996. Σʼ ένα άσχετο νομοσχέδιο που αφορούσε ρυθμίσεις για τουριστικά λεωφορεία ανετράπη το μέχρι τότε ισχύον σύστημα προμηθειών του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΔΕΚΟ, τοπική και νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, επιχειρήσεις συμφερόντων δημοσίου κ.λπ.), που με βάση τόσο την κοινοτική νομοθεσία (οδηγίες 93/36 και 93/37) όσο και την ελληνική νομοθεσία (Ν. 2286/1995) στηριζόταν στην ανάδειξη αναδόχων μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών.

Με τη διάταξη αυτή επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς του δημόσιου τομέα που δραστηριοποιούνται στους τομείς ύδατος, ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών η δυνατότητα σύναψης προγραμματικών συμφωνιών κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Ν. 2286/1995 καθώς και των «λοιπών κειμένων για τη διενέργεια των προμηθειών διατάξεων». Δηλαδή οι εν λόγω επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα αποκτούσαν με νόμο το «προνόμιο» να καταρτίζουν συμβάσεις προμήθειας αγαθών (εξοπλισμών, μηχανημάτων κ.λπ.) και εκτέλεσης έργων με απευθείας αναθέσεις, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμών.

Για τις δημόσιες αυτές συμβάσεις ο νόμος πρόβλεπε δύο προϋποθέσεις: α) απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της οικείας ΔΕΚΟ και β) την τελική έγκριση του εποπτεύοντος Υπουργού. Η εφαρμογή αυτής της ρύθμισης υπήρξε αναμφίβολα η μήτρα του κακού για όλα τα οικονομικά σκάνδαλα που εμφανίστηκαν στον δημόσιο τομέα μέχρι σήμερα.

Η τότε κυβέρνηση Σημίτη, που πρότεινε τη ρύθμιση αυτή, ουσιαστικά ίδρυσε ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής κρατικών οικονομικών πόρων προς παραλήπτες της απολύτου προτιμήσεως των κομματικών παραγόντων που στήριζαν την κυβέρνηση αυτή.

Μέσω του συστήματος αυτού έρευσε χρήμα δεκάδων δισ. ευρώ προς τη SIEMENS, τη MAN, την DAIMLER αλλά και σε εγχώριους κατασκευαστές ή μεγάλους εθνικούς προμηθευτές.

Στη συνέχεια η επονείδιστη αυτή ρύθμιση χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες κάποιων Ολυμπιακών έργων και προμηθειών.

Ο ομφάλιος λώρος μεταξύ του Δημοσίου και της διαφθοράς τροφοδότησε με εθνικό πλούτο και ενίσχυσε μια οικονομική δραστηριότητα που, όπως σήμερα αποδεικνύεται, δεν αφήνει πίσω της υγιείς και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις αλλά πλούσιους επιχειρηματίες που επιδίδονται προκλητικά στην απόλαυση των αποκτημάτων που επιδαψίλευσε σʼ αυτούς η άνευ όρων και ορίων λαφυραγώγηση του δημοσίου πλούτου.

Όμως στις σημερινές κρίσιμες οικονομικές περιστάσεις προβάλλει ως ανάγκη εθνικής επιβίωσης η εξάλειψη τέτοιων εστιών παραγωγής κλεπτοκρατικού πλούτου μέσω των πελατειακών μορφών κρατικής δράσης.

Προς την κατεύθυνση αυτή πρωτίστως απαιτείται να γίνει αποτίμηση των ζημιών που υπέστη το Δημόσιο από την εφαρμογή του άρθρου 16 του Ν. 2446/1996 στις περιπτώσεις των προγραμματικών συμβάσεων του ΟΤΕ, του ΟΣΕ, του ΗΛΠΑΠ, του ΗΣΑΠ κ.λπ.

Να ερευνηθεί και να αξιολογηθεί η συμβολή των ελεγκτικών και δικαστικών μηχανισμών του κράτους στην αποκάλυψη ή και στη συγκάλυψη (ενίοτε) των ευθυνών.

Να μελετηθούν οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στις περιπτώσεις που κινήθηκε ποινική δίωξη.

Να καταργηθούν αμέσως όλες οι διατάξεις που προβλέπουν δυνατότητα ανάθεσης έργων ή προμήθειας αγαθών στον δημόσιο τομέα.

Να ιδρυθεί ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή Προμηθειών του Δημοσίου.

Και μαζί με όλα αυτά ο ελληνικός λαός δικαιούται επιτέλους να ενημερωθεί για το αληθινό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο διατέθηκαν οι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν για το εγχείρημα αυτό.


Σχολιάστε εδώ