Όταν το Σύνταγμα καταλύεται
Ορθώς παρατηρήθηκε, ιδίως από την Αριστερά, ότι κατεδαφίζει ρυθμίσεις και κατακτήσεις των εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, που σεβάστηκαν ακόμη και οι δικτατορίες του Μεταξά και του Παπαδόπουλου. Και όλα αυτά στο όνομα του Μνημονίου και της «τρόικας», ιδίως δε του ΔΝΤ. Τώρα φαίνεται το μέγεθος της πολιτικής ανευθυνότητας του νόμου που κύρωσε το Μνημόνιο –και η ευθύνη της κυβέρνησης και αυτών που τον ψήφισαν– δηλαδή του νόμου που ουσιαστικά άφησε το παράθυρο ανοιχτό στο άμεσο μέλλον για κάθε είδους αυθαιρεσία σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και πρωτίστως σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων.
Πέρα όμως από την τεράστια πολιτική διάσταση του σχεδίου νόμου εγείρονται πολλά και αξεπέραστα προβλήματα συνταγματικότητας, που ο ίδιος ο Ανδρέας Λοβέρδος –καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, μην το ξεχνάμε– «αναγνωρίζει» ευθέως, λέγοντας μάλιστα ότι καθένας μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια!
Και αυτά τα προβλήματα διαπιστώνονται πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου, με τη σφραγίδα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να γνωμοδοτήσει υποχρεωτικώς, κατά το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος, για συνταξιοδοτικά νομοσχέδια.
Να τι διαπίστωσε, σε γενικές γραμμές, το Ελεγκτικό Συνέδριο*:
1. Πριν απ’ όλα τίθεται ζήτημα συνολικής αντισυνταγματικότητας του σχεδίου νόμου. Όπως επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, σωρεία διατάξεών του δεν έχει σχέση με συνταξιοδοτικά θέματα. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 73 του Συντάγματος, όπου ορίζεται: «Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά. Δεν επιτρέπεται, με ποινή την ακυρότητα, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων».
2. Η Γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου τονίζει, με έμφαση, ότι πολλές από τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου είναι αόριστες και πρέπει να εξειδικευθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 1 του νομοσχεδίου, διότι δεν προσδιορίζει τα κατ’ έτος ποσοστά με βάση τα οποία υπολογίζεται η μηνιαία σύνταξη των ασφαλισμένων που η σύνταξή τους καθορίζεται με βάση τα έτη υπηρεσίας. Άλλο παράδειγμα είναι η αοριστία του άρθρου 11, καθόσον δεν νοείται γενική αύξηση των ορίων ηλικίας χωρίς την έκδοση σχετικού νόμου και χωρίς να εξειδικεύονται οι δείκτες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της Eurostat που λαμβάνονται υπόψη για να υπολογισθεί το προσδόκιμο ζωής. Στη τέλος η Γνωμοδότηση υπενθυμίζει ότι μετά τη συγκεκριμενοποίηση των αοριστιών, το σχέδιο νόμου πρέπει να επανέλθει προς Γνωμοδότηση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος. Θα το κάνει η κυβέρνηση; Αυτό δεν φαίνεται ως τώρα.
3. Το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει ότι πολλές διατάξεις αφορούν σημαντικότατα θέματα ώστε να ρυθμίζονται με απλές εξουσιοδοτήσεις και ειδικότερα με υπουργικές αποφάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 3 παρ. 2 εδ. δ΄ του σχεδίου νόμου σχετικά με τον συντελεστή ωρίμανσης που προσδιορίζεται κατ’ έτος με υπουργική απόφαση. Ενώ, σύμφωνα με τα άρθρα 73 παρ. 2 και 80 του Συντάγματος, πρέπει να καθορίζεται με νόμο. Ο συντελεστής αυτός λαμβάνεται υπόψη για τον κατ’ έτος προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων.
4. Εκτός από αυτές τις γενικού χαρακτήρα παραβιάσεις του Συντάγματος –που, όπως τονίσθηκε, κλονίζουν συνταγματικώς το σύνολό του και τη θεσμική του υπόσταση– η Γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει αντισυνταγματικές κεντρικής σημασίας διατάξεις του, οι οποίες πλήττουν καίρια το κοινωνικό κράτος και τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των δημόσιων υπαλλήλων. Έτσι π.χ. το Ελεγκτικό Συνέδριο έθεσε ευθέως θέμα συνταγματικότητας:
α. Για το άρθρο 15: Κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο η ρύθμιση των παρ. 1, 2, 3 και 4 αυτού του άρθρου, που προβλέπει ότι από 1/1/2011 το κράτος δεν θα καλύπτει κανένα έλλειμμα των Επικουρικών Ταμείων, Κλάδων και Επαγγελματικών Ταμείων και ότι, όποτε προκύπτει έλλειμμα, οι συντάξεις θα προσαρμόζονται έτσι ώστε να παραμένει η ισορροπία μεταξύ των παροχών που πληρώνονται και των εισφορών που συλλέγονται, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τα άρθρα 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Τα άρθρα αυτά κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση και το κοινωνικό κράτος δικαίου.
β. Για το άρθρο 16: Κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο μέτρο που το άρθρο αυτό επιτρέπει την ολοσχερή περικοπή των συντάξεων σε περίπτωση ετεροαπασχόλησης, παραβιάζει τα άρθρα 5 και 22 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
γ. Για το άρθρο 27: Κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο η πρόβλεψη αυτού του άρθρου, ότι οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι εντάσσονται στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, που καλύπτει τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, παραβιάζει τα άρθρα 80 παρ. 1, 88 παρ. 2 και 98 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι τα θέματα ως προς τη σύνταξη ανάγονται σε σχέσεις Δημόσιου Δικαίου και υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια. Άρα οι σχετικές ρυθμίσεις αντιτίθενται στη διάκριση των δικαιοδοσιών πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων. Απ’ ό,τι εξήγγειλε ο αρμόδιος υπουργός στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή, που επεξεργάζεται το σχέδιο νόμου, στο σημείο αυτό θα υπάρξει αλλαγή, η οποία όμως δεν φαίνεται να θεραπεύει πλήρως την αντισυνταγματικότητα, που επισήμανε το Ελεγκτικό Συνέδριο.
δ. Για το άρθρο 38: Κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι διατάξεις αυτού του άρθρου που αφορούν την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, στο μέτρο που ορίζεται ότι αυτή θα αποτελέσει, μετά το 2015, έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών του άρθρου 149 του ν. 3655/2008, παραβιάζουν το Σύνταγμα. Και αυτό επειδή ο περιορισμός του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των συνταξιούχων του Δημοσίου μπορεί να υπηρετεί μόνο λόγους δημόσιου συμφέροντος. Αντιθέτως το ΑΚΑΓΕ έχει θεσμοθετημένους και άλλους πόρους που δεν φαίνεται να έχουν, τουλάχιστον άμεση, σχέση με το δημόσιο συμφέρον.
ε. Τέλος το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε αντισυνταγματικό το άρθρο 1 παρ. 3 του νομοσχεδίου, διότι ρυθμίζει θέματα υπαλλήλων της Βουλής. Και τούτο επειδή με τη μέθοδο αυτή η κυβέρνηση έρχεται να επέμβει σε θέματα όπου έχει αποκλειστική αρμοδιότητα μόνον ο Κανονισμός της Βουλής, όπως προκύπτει από το άρθρο 65 παρ. 6 του Συντάγματος. Αυτή την παρατήρηση ο αρμόδιος υπουργός την έλαβε υπόψη του και απέσυρε τη σχετική διάταξη. Επομένως το ζήτημα θα ρυθμισθεί από τον Κανονισμό της Βουλής.
Έτσι λοιπόν η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου προχωράει, χωρίς φραγμούς, χωρίς δισταγμούς, χωρίς ίχνος κοινωνικής και θεσμικής ευαισθησίας, στην ωμή παραβίαση του Συντάγματος ως προς τις κοινωνικές κατακτήσεις και το κράτος δικαίου. Υπεράνω όλων, υπεράνω ακόμη και του Συντάγματος, κατά την κυβέρνηση βρίσκονται το Μνημόνιο και οι εντολές του ΔΝΤ, το οποίο έφερε ως επικυρίαρχο του Τόπου και της έννομης τάξης μας. Ολοκληρώνει με τον τρόπο αυτό το ανοσιούργημα σε βάρος του ίδιου του ελληνικού λαού που διέπραξε με τον νόμο ο οποίος κύρωσε το Μνημόνιο. Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο νόμος εκείνος, όπως τροποποιήθηκε προκλητικά μία μέρα μόλις μετά την ψήφισή του, προέβλεπε και τούτο το ανεπανάληπτο. Οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες σε εκτέλεση του Μνημονίου ισχύουν από την υπογραφή τους, χωρίς να έχει αποφασιστικό λόγο γι’ αυτές η Βουλή! Ενώ το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει ρητά ότι οι συνθήκες αυτές δεν μπορεί να ισχύσουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει!
Ύστερα απ’ αυτά, μόνο τούτο μπορεί να πει κανείς: Χωρίς μισθούς και συντάξεις οι υπάλληλοι, αλλά «άξιος ο μισθός» της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Της κυβέρνησης που δεν διαθέτει το στοιχειώδες πολιτικό φιλότιμο να ζητήσει μια συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για όσα του είπε προεκλογικώς προκειμένου να τον παραπληροφορήσει και να υφαρπάξει την ψήφο του. Και γι’ αυτό δεν διαθέτει σήμερα ούτε στάλα πολιτικής νομιμοποίησης.
* Υπενθυμίζεται ότι η αναφορά στα άρθρα γίνεται με βάση το σχέδιο νόμου που επεξεργάσθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο και στο οποίο αναφέρεται η γνωμοδότησή του.