ΤΟ «SUSPENS» MΑΣ ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!

Φοβάμαι ότι από κάποια στιγμή και μετά που μάλλον δεν θα αργήσει να μας έρθει, εκτός αν έχει φτάσει και δεν το έχουμε αντιληφθεί, πράγμα καθόλου απίθανο, φοβάμαι λέω και ανησυχώ ότι οι αστυνομικές ταινίες αγωνίας και τρόμου, με τα σκοτεινά εγκλήματα και τις μεγάλες κλοπές, αυτές γενικά τις πολύ «σασπένς» που απορείς για την οργάνωσή τους και που τις βλέπουμε κοντά στα μεσάνυχτα βολεμένοι στην πολυθρόνα μας και προετοιμάζοντας τον δρόμο για το κρεβάτι μας, θα πάψουν να μας έχουν θεατές. Απλούστατα γιατί δεν θα έχουν να μας προσφέρουν τίποτα περισσότερο από αυτά που μας σερβίρει σαν «πιάτο της ημέρας» η πραγματικότητα, ο πιο απρόβλεπτος σεναριογράφος. Και μάλιστα με περισσότερες αγωνίες και πλεονάζουσες ανατριχίλες, σε σημεία που σου χτυπάει ο διπλανός την πόρτα για να χαμηλώσεις λιγάκι την τηλεόραση και τρομάζεις να του ανοίξεις από φόβο μήπως είναι ο δολοφόνος με το πριόνι από τον σκοτεινό δρόμο με τις λεύκες ή καμία «σατανική χήρα» που με έχει βάλει στο μάτι για να μου αρπάξει κάτι ψιλοοικονομίες που έχω στην τράπεζα και ύστερα να με θάψει τσιμενταρισμένο στο υπόγειο και να μου φυτέψει από πάνω και μαργαρίτες για να μην υπάρχουν υποψίες, μέχρι να το μυριστεί και η Αγγελική Νικολούλη, να αρχίσει το ψάξιμο και να με βγάλει στην εκπομπή της για να σημειώσει μια ακόμα καταπληκτική της επιτυχία, κάνοντας με τον εαυτό της πραγματικότητα τον θρύλο του Ηρακλή Πουαρό.

Τη βλέπω κάθε Παρασκευή να «φωτίζει το τούνελ» και έχει τρομάξει το μάτι μου με το κουράγιο της και με τη μεθοδικότητα που ψάχνει την κάθε υπόθεση. Θα μου πεις ότι είναι και 15 ή 20 στα τηλέφωνα που δουλεύουν μαζί της και δεν ξέρω και πόσοι άλλοι που δουλεύουν αθέατοι στα παρασκήνια, όπως και σε μια μάχη μπορεί άλλοι τόσοι να κάνουν μια επίθεση, χωρίς τον λοχαγό όμως που θα δώσει τις οδηγίες, τίποτα δεν γίνεται. Είναι στην κάθε περίπτωση ο μικρός ή ο μεγάλος Ναπολέων που κερδίζει τη μάχη ή φορτώνεται την ήττα, γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Αγγελική Νικολούλη «παίζει» αυτό τον ρόλο, που δεν είναι καθόλου «ρόλος», αλλά μια απόλυτη πραγματικότητα και που σίγουρα αποτελεί μια από τις καλύτερες ώρες της πολύ συχνά καταγέλαστης ελληνικής τηλεόρασης.

Κομψή και ωραία γυναίκα, για να τα λέμε όλα δηλαδή, αντί να ασχοληθεί με άλλες κοσμικές δραστηριότητες, όπως τόσες και τόσες «περσόνες» της συμφοράς που τρέχουν από δεξίωση σε δεξίωση, ψηλοτάκουνες και ξεχειλοβυζούδες με ό,τι κακόγουστο τις φορτώνει η αδερφίστικη μοδιστρική, αυτή έχει χωθεί στα σκοτεινά και επικίνδυνα κανάλια της κάθε είδους εγκληματικότητας, με αξιέπαινα αποτελέσματα και πώς να μην της σφίξεις το χέρι. Και δεν ξέρω δηλαδή μήπως τη δούμε καμία ώρα και υπουργό Ασφαλείας, στην περίπτωση που ο κ. Χρυσοχοΐδης προτιμήσει να μεταφερθεί σε άλλες υπουργικές ευθύνες.

Γιατί; Μήπως είναι καλύτερη η κ. Ξενογιαννακοπούλου που δεν έχει στείλει ακόμα στον εισαγγελέα και δεν τους έχει θέσει εκτός υπηρεσίας τους απατεώνες γιατρούς (που εκείνη τους αποκάλυψε) που πέταγαν στους κουβάδες τα φάρμακα και που τα είχαν μάλιστα βαφτίσει και «κουβανέζικα» για να τσεπώνουν τα λεφτά οι αληταράδες δόχτωρες;

Και θα μου πεις ακόμα, όταν σε πιάνουν οι φόβοι και οι τρομάρες, με τα τόσα εγκλήματα που γίνονται κάθε μέρα, γιατί δεν φωνάζεις την Αστυνομία που επιτέλους αυτή είναι και η δουλειά της, δηλαδή «να προστατεύει τον πολίτη». Και που εγώ είμαι ο «πολίτης» και αυτή η «προστασία» μου για τον κάθε αόρατο κίνδυνο, πόσο μάλλον τον ορατό…

Μιλάμε σοβαρά ή λέμε ανέκδοτα; Δύο φορές που μπήκανε μέσα στο σπίτι μου την ώρα που έλειπα και μου πήραν ό,τι διάλεξαν, όταν φώναξα την Αστυνομία, η οποία και ήρθε αμέσως και έριξε μια τυπική ματιά και όταν με ρώτησαν τι μου είχαν πάρει, αρκέστηκαν να μου πούνε και μάλιστα με πολύ σοβαρό ύφος:

«Α, μάλιστα, είναι οι γνωστοί Ρουμάνοι», λες και εκείνο που με ένοιαζε περισσότερο ήταν να μάθω την καταγωγή τους και από πού μου κουβαλήθηκαν και φεύγοντας δεν παραλείψανε να μου πούνε, πάντα πολύ σοβαρά, «Αν υποπέσει κάτι στην αντίληψή σας, ειδοποιήστε μας αμέσως».

Και δηλαδή αν υποθέσουμε ότι θα «υποπέσει» κάτι στην οξυδερκέστατη, λέμε τώρα, αντίληψή μου, τι πρέπει εγώ να κάνω; Να τους πω «περιμένετε, κύριοι Ρουμάνοι κλέφτες, να ειδοποιήσω μια στιγμή την Αστυνομία που θέλει κάτι να σας ρωτήσει» και να τους ψήσω και καφέδες για όσο θα περιμένουν;

Όμως εδώ που τα λέμε, τι να σου κάνει και η Αστυνομία, όταν περισσότερο από εμένα και από εσάς, κινδυνεύει η ίδια, με τον θάνατο που μπαινοβγαίνει πακεταρισμένος και ανεξέλεγκτος σαν δέμα αλληλογραφίας, μέσα στο «καλύτερα φυλασσόμενο υπουργείο της χώρας» και να πηγαίνει δρομολογημένος κατευθείαν στο γραφείο του ίδιου του υπουργού, και που ενώ αυτός ο ίδιος σώθηκε στο παραπέντε από θαύμα, την πλήρωσε ο υπασπιστής του, χωρίς σε κανένα να βάλει την υποψία το όνομα του αποστολέα που ήταν γραμμένο ΕΠΑΝΩ στο δέμα και που δεν ήταν άλλο από το όνομα του… κατηγορούμενου και καταζητούμενου διευθυντή της Ζήμενς που την έχει κοπανήσει στη Νότια Αμερική και άδικα τον ψάχνουνε! Τόση στοιχειώδης ανικανότητα που μοιραία σε βάζει και σε άλλου είδους υποψίες.

Δύο φορές έχω ανέβει στον 7ο όροφο του υπουργείου της Κατεχάκης και τις δύο για να μιλήσω με δύο διαφορετικούς υπουργούς και θυμάμαι πολύ καλά και τις δύο φορές από πόσους ελέγχους πέρασα, όπως και την κουβέντα που άκουσα από το στόμα του ενός υπουργού:

«Τι να κάνουμε; Προσέχουμε και τη σκιά μας!».

Σωστά, γιατί ύστερα από αυτό το τελευταίο, που κυριολεκτικά ήταν ο θανατηφόρος «κεραυνός» εντός φακέλου, ποια Αστυνομία να φωνάξει η Αστυνομία για να προστατέψει η Αστυνομία την Αστυνομία και πάντα και με την υποψία μήπως και ο «κεραυνός» είναι μέσα στην Αστυνομία καμουφλαρισμένος σε «Αστυνομία»!

Όμως δεν ήταν πάντα τόσο εγκληματικός αυτός ο τόπος, χωρίς όπως σήμερα να τον συγκρίνουμε με το προπολεμικό Σικάγο του Αλ Καπόνε και του Ντίλιγκερ ή και με τις μαφιόζικες μεθόδους του Ντον Κορλεόνε με τις αντίπαλες «φαμίλιες», χωρίς βέβαια κανένας να ισχυρίζεται ότι μόνο άγγελοι κατοικούσαν και ότι η «γειτονιά των αγγέλων» ήταν μια πραγματικότητα και όχι μουσικοθεατρική εικόνα του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Όμως τα εγκλήματα που κάθε φορά έβγαιναν στην επιφάνεια, ούτε τόση αγριότητα είχαν, ούτε και σε τέτοιο πληθωρισμό τα βλέπαμε. Φτάνει να θυμηθούμε ότι εγκλήματα όπως της Φούλας και της Κάστρου, του Λυμπέρη που έκαψε τα παιδιά του, της εταιρείας των δολοφόνων με αρχηγό τους μάλιστα και έναν δικηγόρο και πρώην δήμαρχο Αττικής συνοικίας, ακόμα τα θυμόμαστε με αποτροπιασμό, αντίθετα με τα εγκλήματα του καιρού μας που τους αρκεί μια εβδομάδα για να τα ξεχάσουμε επειδή ένα κάποιο καινούργιο έρχεται να καλύψει την επικαιρότητα.

Τι έφταιξε και ποιο είναι αυτό που βοήθησε στην εξάπλωση και στην αγριάδα του;

Είναι η Αστυνομία της ποινικοποίησης; Φταίει η ελαστική τιμωρία; Φταίει η απουσία του φόβου όταν ο ένοχος ξέρει ότι με έναν καλό δικηγόρο, ο οποίος στην όλη διαδικασία παίζει και τον ρόλο του «σταρ», με τη βοήθεια και των τηλεοπτικών του εμφανίσεων, οδηγεί την απόφαση εκεί που τον βολεύει; Φταίνε τα όσα και παρασκηνιακά λειτουργούν, ακόμα και με την εξαγορά των δικαστικών συνειδήσεων όταν αυτή τη στιγμή υπάρχουν υπόδικοι δικαστικοί λειτουργοί που κυκλοφορούν ελεύθεροι επειδή έληξε ο χρόνος της αποφυλάκισής τους;

Καμαρώστε το αποτέλεσμα: Ευνοείται ο ένοχος και μάλιστα ως «ο φερόμενος» για να μην του θίξουμε την αξιοπρέπεια.

Είναι δυνατόν η ζωή μας να λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα, τα κοινωνικά, τα τεχνολογικά, τα οικονομικά με κανόνες του 2000 και η Δικαιοσύνη να ακολουθεί από πίσω ασθμαίνουσα και βαρυαλγούσα, στηριγμένη σε δεκανίκια περασμένων αιώνων;

Όπως το πρώτο που ακούσαμε από το στόμα του δικηγόρου της… «φερομένης» ως Αράχνης γυναίκας με τα τσιμενταρισμένα θύματα, ήταν η ανάγκη ενός ψυχολόγου για την ψυχολογική της στήριξη που θα βοηθήσει αποτελεσματικά για την όποια τελική της καταδίκη.

Αφού λοιπόν έχουμε ένα υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μέσα σ’ αυτόν τον υπουργικό πληθωρισμό γιατί να μην έχουμε και ένα υπουργείο Προστασίας της Εγκληματικότητας;

Εκτός αν το έχουμε και δεν το ξέρουμε…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

Εσείς θα το μάθατε πριν από εμένα, όπως έχουν καθήκον να κάνουν οι υφιστάμενοι συνεργάτες σας, αν βέβαια το κάνουν όπως το πιστεύω αν κρίνω και από ένα εγκάρδιο γράμμα που έλαβα από τον επί του Τουρισμού υφυπουργό σας κ. Γιώργο Νικητιάδη για τα «καλά λόγια» που έγραψα για λογαριασμό του στο «ΠΑΡΟΝ» της προπερασμένης Κυριακής, που και εγώ τον ευχαριστώ για την άμεση απάντησή του και θέλω να τον διαβεβαιώσω ότι τα «καλά μου λόγια» δεν είχαν κανένα μελλοντικό εξυπηρετικό ρουσφέτι, εκτός από ένα και μοναδικό που θα το πω παρακάτω.

Έλεγα λοιπόν, κύριε υπουργέ μου, γι’ αυτόν τον ηλίθιο ξεναγό που από μια ομάδα ξένους τουρίστες για να τους κάνει περιήγηση στην Ακρόπολη ζήτησε 120 ευρώ χωρίς απόδειξη και 150 με απόδειξη. Η είδηση, όπως την άκουσα στην τηλεόραση, λέει ότι είναι άγνωστος και δεν ανήκει στους δηλωμένους ξεναγούς των αρχαιολογικών τόπων, αλλά δεν είναι δυνατόν να είναι άγνωστος, αφού κάπου εκεί θα πρέπει να περιτριγυρίζει για να ψαρεύει πελατεία, άρα με λίγη έρευνα δεν μπορεί παρά να βρεθεί. Εδώ με μία τρίχα από τα μαλλιά η Αστυνομία βρίσκει ένα δολοφόνο και ένα λουφαδόρο ξεναγό δεν μπορεί να βρει; Και που θα έπρεπε ήδη να έχει συλληφθεί και να έχει τιμωρηθεί παραδειγματικά όχι με ένα απλό πρόστιμο, χωρίς δικαίωμα εξαγοράς του, αλλά να είναι κλεισμένος στη φυλακή για όσες μέρες θα ορίζει η απόφαση.

Αυτό σαν μια ελάχιστη καλή εικόνα της τόσο κατασηκοφαντημένης μας χώρας αυτό τον καιρό. Και το λέω, όπως και πιο πάνω, ότι μόνο με την επιβολή κυρώσεων, χωρίς χαριστικές και νομικίστικες ίντριγκες ώστε η ποινή να πηγαίνει περίπατο και να μην τρέχει τίποτα. Και έρχομαι τώρα στο «ρουσφέτι» που έχω να ζητήσω από τον υφυπουργό του Τουρισμού, μια και αυτό είναι κάτι που ανήκει απόλυτα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων του.

Όπως μοιραία έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, η τουριστική μας κίνηση θα περιοριστεί στον ντόπιο τουρίστα που τόσα χρόνια ήταν ο «ανεπιθύμητος» και ιδιαίτερα ο μικρομεσαίος, ο φτωχοτουρίστας που είναι υποχρεωμένος, όχι τώρα αλλά πάντα, να μετράει και τη δεκάρα του για τα έξοδα των διακοπών του, επειδή σ’ αυτόν είναι το πρόβλημα, ακόμα και στην ντοματοσαλάτα και τη μερίδα με τις πατάτες τηγανητές που θα φάει στο νησιώτικο ταβερνάκι.

Στέκομαι σε μια δήλωση του κ. υφυπουργού, όπως τη διαβάζω δημοσιευμένη σε εφημερίδα της Κυριακής, δηλαδή ότι «η πραγματική σωτηρία για τον ελληνικό τουρισμό πιστεύει ότι θα έλθει για τα νησιά και τα θέρετρα σε όλη τη χώρα από τους Έλληνες τουρίστες, για τους οποίους οι ξενοδόχοι και οι επιχειρηματίες του κλάδου ετοιμάζουν ”φθηνά πακέτα” σαν να ήταν… ξένοι»!

Τώρα το καταλάβανε οι ξενοδόχοι και οι επιχειρηματίες του κλάδου που τόσα χρόνια ετοιμάζανε τα «φτηνά πακέτα» για τους ξένους, ενώ τον ντόπιο τουρίστα τον αντιμετώπιζαν σαν φτωχό και ανεπιθύμητο συγγενή;

Έκαναν ποτέ «ειδικές τιμές» και «φτηνά πακέτα» σ’ αυτούς που τους ζητούσαν για το καλοκαίρι ένα δωμάτιο, αν το τηλεφώνημα δεν ήταν κατευθείαν από το εξωτερικό και αν δεν μεσολαβούσε ταξιδιωτικό γραφείο για γκρουπαρισμένους πελάτες;

Ακόμα και στο παραλιακό ταβερνάκι οι μερίδες ήταν για τον ξένο πάντα έτοιμες στη στιγμή και «ενισχυμένες», ενώ η παραγγελία του ντόπιου τουρίστα θα ερχόταν λειψή και καθυστερημένη. Και δεν μιλάμε για εξαιρέσεις, αλλά για τον κανόνα που τον έζησαν όσοι ντόπιοι προτιμούσαν να κάνουν τις διακοπές τους στα ελληνικά νησιά, με αποτέλεσμα πολλές φορές να νιώθουν σαν τριτοκοσμικοί μετανάστες. Όλη η φροντίδα «να τα αρπάξουμε από τους ξένους και όσο για τους δικού μας… άσ’ τους να κουρεύονται», άσε που πολλές φορές έχουν και το κακό ελάττωμα να θέλουν να ελέγξουν και τον λογαριασμό!

Αυτό είναι το «ρουσφέτι» που θέλω να σας ζητήσω, κύριε υφυπουργέ του Τουρισμού:

Περισσότερη φροντίδα και προσοχή στον δικό μας τουρίστα.

Να ανοίξουν οι σουίτες στα πολυτελέστατα ξενοδοχεία με φτηνά πακέτα για να ζήσουν έστω και για μια εβδομάδα τις διακοπές του «προνομιούχου» και οι «μη έχοντες».

Και να είσαστε βέβαιοι ότι οι «φτωχοί συγγενείς» θα σας προτιμήσουν και του χρόνου και του παραχρόνου, ενώ οι ξένοι μια φορά περνούν από το κάθε μέρος.

Αυτό είναι το «ρουσφέτι» που ζητάω, κύριε υπουργέ μου, να δώσετε οδηγίες και μάλιστα όσο γίνεται πιο αυστηρές για να έχουν τα μάτια τους ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ όταν τους χτυπάει την πόρτα ο Έλληνας τουρίστας, όσο μικρομεσαίος και μη προνομιούχος και αν είναι.

Το «καλώς ήρθατε» με το χαμόγελο που θα ακούσει, θα το ανταποδώσει μια φορά, εκατό, χίλιες.

Και αν αυτό είναι «ρουσφέτι», το χρεώνομαι εγώ, αλλά πίσω δεν το παίρνω, γιατί αν η μοίρα μας το θέλει να σωθούμε, μόνοι μας θα σωθούμε, χωρίς να περιμένουμε από τις ελεημοσύνες των ξένων που λίγο νοιάζονται αν πνιγόμαστε.

Και πάλι χαιρετώ και να υγιαίνουμε, που το ‘χουμε ανάγκη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ