Το πολιτικό σύστημα στην «εποχή» του ΔΝΤ
Εισερχόμαστε, με ταχείς ρυθμούς, στην τρίτη φάση της πτώσης και αποδιοργάνωσης του πολιτικού μας συστήματος. Η «νέα μεταπολίτευση» έρχεται να καταγραφεί ως μια μεταπολιτική περίοδος στην οποία τίθενται εξαρχής όλα τα δεδομένα που αφορούν τα περιεχόμενα της Δημοκρατίας και τον ιστορικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων.
Στην πρώτη φάση, που εξελίχθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, παρατηρήθηκε η σταδιακή προσαρμογή και ενσωμάτωση των κομμάτων της διακυβέρνησης προς τις βασικές οικονομικές και ιδεολογικοπολιτικές «ορίζουσες» του νεοφιλελεύθερου προτύπου, μια ιστορικής σημασίας ενσωμάτωση που συμπυκνώθηκε και συμβολοποιήθηκε μέσα από την έννοια του «εκσυγχρονισμού».
Στην επόμενη φάση, η οποία εκτείνεται από το 2000 μέχρι σήμερα, οι φορείς της διακυβέρνησης οδηγήθηκαν σε πλήρη απαξίωση τόσο λόγω της αποτυχίας να διαχειρισθούν το πρότυπο της αγοράς όσο, κυρίως, λόγω της υποταγής τους στο πλέγμα των συμφερόντων της διαπλοκής και της συναλλαγής.
Στις ημέρες μας ξεκινά η τρίτη, και πιο κρίσιμη ίσως, φάση: Ο πολιτικός φορέας διακυβέρνησης έχει υποβαθμισθεί σ’ έναν υπάλληλο, διαχειριστικό-εκτελεστικό, ρόλο οι βασικές κατευθύνσεις του οποίου καθορίζονται από την υπερκυβέρνηση του ΔΝΤ και την «τρόικα».
Πρόκειται για μια ιστορική αλλαγή, για έναν δομικό «μετασχηματισμό» των κομμάτων διακυβέρνησης, και ευρύτερα του πολιτικού μας συστήματος, που έχει κρίσιμες επιπτώσεις τόσο για την ύπαρξη και λειτουργία των κομμάτων, όσο και για τα ουσιώδη περιεχόμενα της Δημοκρατίας και, κατ’ εξοχήν, για τις σχέσεις οικονομίας -πολιτικής αλλά και κοινωνίας- πολιτικής.
Θα μπορούσαμε να προσομοιάσουμε τις δομικές αυτές αλλαγές με την αλλαγή παραδείγματος όχι μόνο στην οργάνωση και λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος αλλά και στο περιεχόμενο βασικών εννοιών που αφορούν το δημοκρατικό μας πολίτευμα (λαϊκή κυριαρχία, αντιπροσώπευση κοινωνικών συμφερόντων, αυτονομία των εξουσιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας).
Σ’ αυτήν την ιστορική μεταβολή δοκιμάζεται και αμφισβητείται ευθέως ο «σκληρός πυρήνας» της μεταπολιτευτικής περιόδου, το ίδιο το δικομματικό σχήμα της διακυβέρνησης.
Τα κόμματα – παρατάξεις, στη νέα αυτή φάση, δεν μπορούν να εκπληρώσουν τον κλασικό – ιστορικό τους ρόλο. Οι θεμελιώδεις όροι στους οποίους εδραιώθηκαν, δηλαδή η προγραμματική στρατηγική, ο ιδεολογικοπολιτικός «πυρήνας» των αρχών και των αξιών τους, η αντιπροσώπευση ευρέων κοινωνικών συμφερόντων –με δυνατότητα, μάλιστα, σύνθεσης ακόμα και ετερογενών κοινωνικών στόχων– έχουν σήμερα ακυρωθεί από την επέλαση των οικονομικών συμφερόντων της αγοράς. Τα συμφέροντα αυτά, στην πράξη, διαμορφώνουν τον «νέο τύπο» του πολιτικού συστήματος και τον «ιδεότυπο» του κόμματος που θα διαχειρισθεί επιτυχώς το πρότυπο της αγοράς, περιορίζοντας σε «ανεκτό βαθμό» τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Όπως φαίνεται η απαρχή γίνεται από τον «χώρο» της φιλελεύθερης – συντηρητικής παράταξης. Στην πράξη η παράταξη αυτή έχει «τριχοτομηθεί», με επιμέρους «εκφράσεις» τη Νέα Δημοκρατία, τον ΛΑΟΣ και το «υπό ίδρυση» κόμμα της Ντ. Μπακογιάννη. Οι διασπάσεις αυτές σε μικρό βαθμό μπορούν να αποδοθούν σε ιδεολογικοπολιτικές διαφορές ή σε έκφραση διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων.
Στο ΠΑΣΟΚ η «συγκολλητική ύλη» της εξουσίας καλύπτει τις ασύμβατες αντιλήψεις, τις προσωπικές σκοποθεσίες, την απουσία συλλογικότητας, σε πολιτικό ή ιδεολογικό επίπεδο. Οι μέχρι πριν από λίγα χρόνια αντιπαραθέσεις ή αντιλήψεις που χαρακτήριζαν το κόμμα αυτό μέχρι το 2007, έστω και με ατέλειες, ή ακόμα και με ψευδεπίγραφες μορφές, έχουν σταδιακά εξαφανισθεί (ανδρεϊκοί, σημιτικοί/εκσυγχρονιστές, παπανδρεϊκοί-Βενιζελικοί, στην αντιπαράθεση του 2007). Σήμερα το ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγετικών ελίτ και κομματικών-κυβερνητικών θεσμών, αποτελεί μια συνάθροιση ατομικών στόχων, οι οποίοι «ενοποιούνται» μόνο στο πλαίσιο της εξουσίας, ενώ διακυβεύεται η ίδια η πολιτική τους επιβίωση στο άμεσο μέλλον… Αυτό το μέλλον θα καθορισθεί όχι μέσα από συντεταγμένες διαδικασίες αλλά θα κριθεί από το Μνημόνιο και τις πολιτικές επιπτώσεις που θα επέλθουν από την εντεινόμενη οικονομικοκοινωνική κρίση. Το ΠΑΣΟΚ υπόκειται, κατ’ εξοχήν, στη «λογική της συγκυρίας»…
Στο νέο πρότυπο που θα προκύψει στην επόμενη περίοδο θα διαμορφωθεί ένα πλέον ρευστό πολιτικό σύστημα, με κόμματα και κομματίδια, τα οποία θα καταστούν «ευέλικτα», αποδεσμευόμενα από τους κλασικούς κοινωνικούς και ιδεολογικοπολιτικούς «προορισμούς», ώστε να είναι ικανά να συνάψουν συνεργασίες προς «πάσαν κατεύθυνσιν»…
Σ’ αυτό το πλαίσιο οι κυβερνητικές συμμαχίες θα εξαρτώνται από την εκάστοτε συγκυρία, αφού, άλλωστε, η χρονική διάρκεια των κυβερνητικών αυτών σχημάτων θα καθορίζεται από την (περιορισμένη έτσι κι αλλιώς) αντοχή τους απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις.
Σε ένα τέτοιο «πολύχρωμο», αλλά στην πολιτική του ουσία «γκρίζο», πολιτικό σκηνικό, τα κόμματα θα αναδεικνύονται με βάση «θεματικές περιοχές» του κοινωνικού ή οικονομικού πεδίου –και εδώ ακριβώς μπορεί να προκύψει ένα κόμμα «επιχειρηματικής δράσης»– ή με αναφορά σε κοινωνικά δίκτυα ή ρεύματα που αναπτύσσονται συγκυριακά.
Δεν πρόκειται βεβαίως για ένα υγιές πλουραλιστικό/δημοκρατικό πολιτικό σύστημα με ισχυρές κοινωνικές ή ιδεολογικοπολιτικές αναγωγές αλλά για ένα «παζλ» προσώπων, ηγετικών ομάδων και επιμέρους συμφερόντων, που θα σχηματίζεται και θα αναδιαμορφώνεται από την πραγματική πολιτική ηγέτιδα δύναμη: Αυτούς που σήμερα προσπαθούν να αλλάξουν τη ζωή μας, τη σκέψη μας, να καταργήσουν όλα τα θεσμικά ερείσματα της κοινωνίας και της Δημοκρατίας.
Σ’ αυτήν την ιστορική εξέλιξη η οικονομία, τα χρηματοπιστωτικά κέντρα εξουσίας δεν θα συνεργάζονται, δεν θα διαπλέκονται απλώς με την πολιτική, αλλά θα καταλάβουν τη θέση της.
Ένα σενάριο που μοιάζει με τον εφιάλτη της Δημοκρατίας. Ένα σενάριο όμως που θα υλοποιείται σταδιακά όσο οι κοινωνικές δυνάμεις, οι δυνάμεις του πνεύματος βρίσκονται καθηλωμένες στο παρόν, αρνούμενες να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις δυσμενείς εξελίξεις που διαμορφώνονται μπροστά στα μάτια μας…