Μια φορά και έναν καιρό
Κι’ ακόμα εάν το άλογό σου ήταν περισσότερο κουρασμένο από σένα, το έδινες στον χανιτζή που το έπαιρνε και το οδηγούσε στο παχνί να το ταΐσει, να το ποτίσει και όπου αρμόδιος τεχνίτης ήλεγχε την κατάσταση των πετάλων του πριν δώσει το «ΟΚ» για περαιτέρω καλπασμούς. Κι επιπλέον στο αντικαθιστούσε μ’ ένα άλλο ξεκούραστο, για να συνεχίσεις τις τσάρκες σου έφιππος.
Αλλά ούτε και αξιοπρεπείς άμαξες υπάρχουν πλέον, με αμαξηλάτες, με βελάδα και υψηλό καπέλο, επιστήμονες στον χειρισμό του ρυτήρος (που χυδαϊστί απεκαλείτο γκέμι) ούτε και έχουν δύο συνοδούς λακέδες με τις λιβρέες τους να στέκονται στο πίσω μέρος της αμάξης για να βοηθήσουν τη «δεσποσύνη» να κατέλθει του οχήματος χωρίς να λασπώσει το σκαρπινάκι της. Πάνε εκείνες οι φημισμένες άμαξες, τα Λαντώ, οι Βικτώριες, τα Κουπέ και οι Φαέθοντες που κατασκεύαζαν εμπνευσμένοι καροτσιέρηδες για μας τους αριστοκράτες… Τίποτα δεν απόμεινε απ’ ό,τι ομόρφαινε τη ζωή μας και διερωτάσαι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες πώς ν’ ανταποκριθείς στις υποδείξεις του τουριστικού οδηγού του 1920 όταν σου επιβάλλει να επιλέξεις ως μεταφορικό μέσον μεταξύ ίππου και αμάξης για να επισκεφθείς και να γνωρίσεις τις «ανά την πόλιν» τοποθεσίες, έστω κι αν προσθέτει δειλά δειλά και το αυτοκίνητο. Εν πάση περιπτώσει, ντυνόμαστε νοερά με το λευκό κουκουλάρικο κοστούμι μας με το «πικέ» γιλέκο, βάζομε στο κεφάλι μας το πρόσφατα αγορασμένο από το πιλοπωλείον Πουλόπουλου στην Αιόλου δροσερό «παγιασόν» και είμαστε πανέτοιμοι ν’ αρχίσωμε την περιπλάνησή μας σύμφωνα με τις οδηγίες του «ανά χείρας» ξεναγού της τσέπης…
Σαν σημείον εκκινήσεως έχομε τη μεγάλη πλατεία που ανοίγεται μπροστά απ’ εκείνη την αδιαμόρφωτη και αχανή έκταση που αποκαλείται «Πεδίον του Άρεως» και στην οποία τελούνται στρατιωτικά γυμνάσια και επιδείξεις οπλικών συστημάτων, εξ ου και η ονομασία της προς τιμήν του Θεού του Πολέμου. Κατ’ αρχάς θαυμάζομε τους στρατώνες ιππικού που «ανηγέρθησαν τη ευγενή φροντίδι» του Όθωνος. Εδώ ερχότανε να ξεσκάσει ο Άναξ συνοδευόμενος από την Αμαλία προς τέρψη των οποίων η φιλαρμονική επαιάνιζε εμβατήρια και εισαγωγές από βιεννέζικες οπερέτες. Με το νταβατούρι που εδημιουργείτο η όλη περιοχή απέκτησε κοσμικό χαρακτήρα και συνέρρεε σύμπασα η αθηναϊκή υψηλή κοινωνία να διασκεδάσει σαν ίσος προς ίσο με τον Ανώτατο Άρχοντα, στον ίδιο χώρο, ακούγοντας την ίδια μουσική, χωρίς τον παραμικρό σεβασμό, εμφορουμένη καταφανώς από επαναστατικές τάσεις για να μην πούμε και κρυφοσοσιαλιστικές αντιλήψεις. Φυσικά ο τουριστικός οδηγός δεν καταπιάνεται με τέτοια και στρέφει την προσοχή μας στη μορφολογία του εδάφους της περιοχής. Μας πληροφορεί λοιπόν ότι από τη νοτιοδυτική πλευρά του «Αγχέσμου», κοινώς από τα Τουρκοβούνια, πηγάζει ο χείμαρρος «Κυκλοβόρος ο οποίος ρέει δια του Πολυγώνου» προς το Μουσείον. Για τους φιλομαθείς προσθέτομε πως ήταν ένας πολύ θορυβώδης και ορμητικός χείμαρρος που απλωνότανε στην ευρύτερη περιοχή και παρασύροντας σκουπίδια, μπάζα και διάφορα ψοφίμια, έπνιγε τον χειμώνα με την πρώτη βροχή τους Αθηναίους. Κάποτε η κοίτη του «επιχωσθείσα» είναι η μονίμως μποτιλιαρισμένη σήμερα οδός Μάρνη… Αφού απολαύσαμε τον χώρο, παρακάμψαμε τα Τουρκοβούνια και βγήκαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου συναντήσαμε «ωραία καλλιμάρμαρα κτίρια» και το ωραιότατο «Εφηβείον Αβέρωφ», τις παιδικές φυλακές δηλαδή, στις οποίες τα κατοπινά χρόνια φυλακίζονταν και κάτι άλλα μεγάλα… άτακτα παιδιά. Έτερο άξιο θαυμασμού σημείο της λεωφόρου ήσαν τα «νταμάρια» του λόφου του Στρέφη, προχωρώντας δε προς το τέρμα της, φτάνομε στη γνωστή έπαυλη Θών μέσα σε σ’ ένα άλσος διακοσμημένο με προτομές των αγωνιστών του 21. Η θέση ονομάζεται Αμπελόκηποι και είναι μια συνοικία στο άκρον της πόλεως. Το τοπωνύμιο προέρχεται κατ’ άλλους από παραφθορά της λέξεως «Αγγελόκηποι», λόγω των ωραίων κήπων που υπήρχαν παλιά στην περιοχή, και κατ’ άλλους οφείλεται στο «Αγκυλόκηποι» διότι εκεί βρισκότανε ο αρχαίος δήμος Αγκύλης. Η θέα από αυτήν την τοποθεσία είναι εξαιρετική, αλλά το σκεπτόμαστε πολύ σοβαρά εάν πρέπει να συνεχίσωμε την πορεία μας, διότι θα βρεθούμε εμπρός στο Φθισιατρείο «Η Σωτηρία», όπου στον καθαρό αέρα κατοικοεδρεύουν νοσηλευόμενα από φυματίωση καχεκτικά άτομα που αντιμετωπίζονται από τον κόσμο με απαξίωση κι αποκαλούνται «χτικιάρηδες», ασχέτως εάν είναι συνάδελφοι της «Κυρίας με τας Καμελίας» και κόρες πολυύμνητες από τον Αχιλλέα Παράσχο «με είκοσι φθινόπωρα και άνοιξη καμία…». Η «Σωτηρία» βρισκόταν στις εσχατιές της Αθήνας μέσα σ’ ένα πυκνό πευκοδάσος που ο οδηγός δεν μας παρέχει καμιά πειστική εξήγηση γιατί ακόμη δεν έχει… καεί.
Για λόγους προνοίας, και για να προφυλάξω τον εαυτούλη μου, απέφυγα τον δρόμο προς το «σπιτάλι». Η «φθίση» ή αλλιώς η φυματίωση ήταν μια άκρως μεταδοτική αρρώστια και εύκολα την άρπαζες από τον ξερό βήχα του αρρώστου. Γι’ αυτό οι φυματικοί κατά κάποιον τρόπο ζούσαν απομονωμένοι σε σανατόρια εγκατεστημένα σε υγιεινά μέρη, όπως στα Μελίσσια, στην Πάρνηθα, και στο… Ασκληπιείο Βούλας.
Από τους Αμπελόκηπους λοιπόν στραφήκαμε δεξιά και βρεθήκαμε στην αραιοκτισμένη με κατάφυτες επαύλεις οδό Κηφισίας, τώρα Βασιλίσσης Σοφίας, όπου και η Ριζάρειος ιερατική Σχολή, με χαμηλό μαντρότοιχο για να τη κοπανάνε τα βράδια τα παπαδοπαίδια. Στην περιοχή ήσαν συγκεντρωμένα όλα σχεδόν τα στρατόπεδα κι ο «όρχος αυτοκινήτων» με φαντάρους πάντοτε «εν εγρηγόρσει», εν αναμονή της διαταγής να ξεχυθούνε για επανάσταση, πραξικόπημα, κίνημα, και ό,τι άλλο σχετικό, κατά τα… συνήθη. Προχωρώντας φθάσαμε στα λημέρια μας και αφού παραδώσαμε το άλογο στον ιπποκόμο, αποσυρθήκαμε στο δωμάτιόν μας στο ξενοδοχείο «Πετί Παλαί» να ξεκουράσωμε το κορμάκι μας γεμάτοι εντυπώσεις… Την επομένη ξεκινήσαμε, αυτή τη φορά για τα Πατήσια. Μετά το Μουσείον, όπως μας είχε προϊδεάσει ο τουριστικός οδηγός, «ολοέν η θέα καθίσταται μαγευτικωτέρα και αισθανόμεθα ήδη τον ζείδωρον της εξοχής αέρα…». Από τον σταθμό Λεβίδι μπορούμε να πάμε ή προς το «ναΐδριον του Αγίου Μελετίου κι εκείθεν προς το χωρίον Κολοκυνθούς ή προς την αγροτική συνοικία Κυψέλη». Εμείς συνεχίζομε προς το Λυσσιατρείο (αχρείαστο να ‘ναι) και συναντούμε το ζυθοποιείο Κλωναρίδη. Πίνομε την μπυρίτσα μας στις πολυτελείς του αίθουσες και βλέπομε πιο πέρα το γνωστό υφαντουργείο Κυρκίνη. Το τέρμα Πατησίων λεγότανε και «Αλυσίδα» λόγω της αλυσίδας που έκοβε την κίνηση στον δρόμο όταν διασταυρονότανε με το «θηρίο» και όπου υπήρχαν απόμερα και διακριτικά κεντράκια με «δωμάτια δι’ οικογενείας» μέσα στα δένδρα, τα οποία δεν επισκεφθήκαμε, διότι είμεθα -φευ- χωρίς… οικογένεια. Ήταν πολύ όμορφο να κόβεις τις βόλτες σου έφιππος. Αν ήσουν μάλιστα και ολίγον τι μπερμπαντάκος, ο Αττίκ θα τραγουδούσε τα κατορθώματά σου: «… Καβάλα απ’ το σεργιάνι του γυρνώντας / την είδε και με στάση αρχοντική / τ’ αλόγου του το βήμα σταματώντας / της πέταξε μια λέξη ερωτική…»