ΤΑ ΟΡΝΕΑ, ΟΡΚΙΣΜΕΝΑ ΟΡΓΑΝΕΤΑ ΠΑΛΑΙΟΘΕΝ ΠΟΥ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ, ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ΜΑΣ, ΤΟ «ΠΟΘΕΝ»
Βλέπω μιά στάνη σιχασιάς
λύκοι όπου συχνάζουν
ως γυμναστές τής συμφοράς
καί τίς ψυχές αδειάζουν.
Πιάνουν ανεμο-σπέρματα
στά βήματα τά πρώτα
όπου δέν έχουν αίσθηση
όπου δέν έχουν ρότα.
Τά έρμα τʼ αχαμνόπαιδα
step by step αλλάζουν
καί γίνονται υποτακτικοί
καί σάν κοράκια κράζουν.
Ακούνε τούς διδάσκαλους
καί όταν ορκιστούνε
ακολουθούνε τάς γραφάς
αυτών πού διοικούνε.
Βγάζουν Πανεπιστήμια
μέ τά μυαλά κοκόρου
κι ευγνωμοσύνη νιώθουνε
γιά τούς Ταγούς τού Χώρου.
Ο Χώρος είναι συμπαγής
κι ανήλεος πρός όλους
στούς ορκισμένος δηλαδή
– γράψε ονειροπόλους.
Τά ορκισμένα τα παιδιά
σιγά-σιγά ψηλώνουν
αφού πίσω τους βρίσκονται
όσοι τά μεγαλώνουν.
Καί φτάνουνε ανύποπτα
στήν πρωτοκαθεδρία
καί κουβαλάνε μέ σκατά
μιά βρώμικη Υδρία.
Πηγαίνουν στίς Συνάξεις τους
διαταγές λαμβάνουν
ίδια μέ κείνους τούς πιστούς
όταν μεταλαμβάνουν.
Αφού σιώπησε ο νούς
κι άλλος παίζει κορνέτα
δέν τούς περνά απ’ τό μυαλό
ότι είναι οργανέτα.
Ούτε τολμούν νά αρνηθούν
νιώθοντας κάποια τύψη
γιατί τό ξέρουν θά σφαχτούν
ΘΑ ΠΕΣΟΥΝ ΑΠ’ ΤΑ ΥΨΗ.
Ιδέα μιά κυριαρχεί
μέσʼ τήν συνείδησή τους
ότι αυτοί είν’ εκλεκτοί
κι οι άλλοι τό χαλί τους.
Ένα χαλί πού τό πατούν
καί δέν τό ξεσκονίζουν.
Αυτοί είναι οι «Άρχοντες»
όπου μάς βασανίζουν.
Αποτελούν μιά φυλή
δέν έχουνε Πατρίδα
είναι ρομπότ υπάκουα
μιάν άγραφη σελίδα.
Δέν τούς νομίζω ένοχους
γιά ό,τι κι άν μάς κάνουν
γιατ’ έτσι ανατράφηκαν
καί έτσι θά πεθάνουν.
Ούτε στήν βία συμφωνώ
γιά νά τιμωρηθούνε
ο φόνος φέρνει φονικό.
ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΜΙΣΟΥΝΕ.
Ανήκουν σ’ ένα σύνολο
άνευ συναισθημάτων
καί θεωρούν καθήκον τους
τήν πλήθυνση πτωμάτων.
Αυτός ο Κόσμος ο μικρός
καί Μέγας, κατά Ελύτη
γι’ αυτούς είναι οικόπεδο
απ’ Έβρο μέχρι Κρήτη.
…………………………………………….
……………………………………………
Στό σκάκι άν δέν πείς
στόν αντίπαλο: Ρουά μάτ,
δέν παίρνεις τήν παρτίδα.
Τώρα, όχι στήν παρτίδα
αλλά στήν Πατρίδα,
άν δέν πείς: Μολών λαβέ,
σέ λίγο δέν θά παίρνεις
ούτε ξεροκόμματο.