Μια φορά και έναν καιρό

Φυλλομετρώντας τις μισοσκισμένες από τη χρήση σελίδες του, αφήνουμε τη φαντασία μας να περιπλανηθεί στην τότε Αθήνα, η οποία «ουδεμία συγγένεια ή σχέση» είχε με τη σημερινή, όπως εδήλωναν οι στήλες των εφημερίδων. Ασφαλώς, ούτε άνετη ούτε εύκολη ήταν η ζωή, αλλά οι άνθρωποι, καθώς θα έλεγε
κι ο ποιητής, «άρμεγαν με τα μάτια τους το φως της οικουμένης…» και η ελπίδα φώλιαζε μες στις ψυχές τους.

Πέραν της Ιστορίας των Αθηνών και της ξεναγήσεως στην πόλη, αρκετές σελίδες είναι αφιερωμένες στο «πρακτικό μέρος», όπου υπάρχουν πολλές χρήσιμες πληροφορίες για την καθημερινότητα. Μια από αυτές αφορά τις συγκοινωνίες και παρότι πέρασαν ογδόντα τόσα χρόνια από τότε, λες και γράφτηκε στις μέρες μας, καθώς προειδοποιεί τον αναγνώστη πως οι σταθμοί των λεωφορείων «μεταβάλλονται συχνά δι’ αστυνομικών διατάξεων κατά τας εκάστοτε ανάγκας της τροχαίας κινήσεως». Για να ‘χει δε το κεφαλάκι του ήσυχο και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ο συντάκτης προθέτει: «Σήμερον σταθμεύουν…» και ακολουθεί κατάλογος με τις αφετηρίες των κυριοτέρων γραμμών. Αλλά προσοχή: «Σήμερον»! Διότι «Αύριον» έχει ο Θεός. Κάπου αλλού θα τα ξαποστείλουνε και τρέχα να τα βρεις… Φοβόταν σίγουρα ο εκδότης μήπως κάποιος «Περιηγητής», όπως αποκαλούνταν τότε οι τουρίστες, πήγαινε… μεθαύριο π.χ. εις την Πλατεία Λουδοβίκου, όπου, όπως ανέγραφε το βιβλίο, είχαν την αφετηρία τους κοντά στο «Δημοτικόν Θέατρον» τα λεωφορεία της γραμμής Αμπελοκήπων, και λεωφορεία γιοκ…

Αν μάλιστα πήγαινε και λίγο ετεροχρονισμένα, τότε ούτε το Δημοτικό Θέατρο θα ‘βρισκε στη… θέση του. Παράλληλα υπήρχαν και τα υποκίτρινα τραμ της «Πάουερ» (αργότερα τα έβαψε πράσινα) που μετέφεραν επιβάτες στην «αγροτική» συνοικία Κυψέλη, με τέρμα στα Πατήσια, στην «Αλυσσίδα», όπου τους περίμεναν εντός κήπων κέντρα εξοχικά με «δωμάτια δι’ οικογενείας». Άλλους τους μετέφεραν στους αντίποδες, δηλαδή στο Παγκράτι, στα Πετράλωνα, στους Αμπελοκήπους, στο Κολωνάκι, στου Ρούφ και στις λοιπές εσχατιές της πρωτεύουσας, μέχρι τα μάκρινα Σεπόλια… Κορυφαία γραμμή ήταν το Νούμερο 1, που συνέδεε το κέντρο με τα Φάληρα μέσω Καλλιθέας, όπου στεγαζόταν το κυριότερο αμαξοστάσιο των τροχιοδρόμων.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο στο «πρακτικό μέρος» του τουριστικού οδηγού είναι ότι περιλαμβάνει επαγγέλματα που είτε δεν υπάρχουνε πια είτε έχουν διαφοροποιηθεί και αποκαλούνται αλλιώς. Ας πούμε, στο τρίγωνο Αιόλου – Γεωργίου Σταύρου – Σταδίου βλέπουμε να υπάρχει ένα πλήθος «Αργυραμοιβών» και επίσης αρκετά αρωματοπωλεία, με διασημότερα του Μπαχαρία στη Σταδίου, και του Βελισσάριου στην Πανεπιστημίου, που ήτανε ταυτόχρονα και κουρείο. Για κείνους πάλι που εκτός του παρφουμαρίσματος είχαν και το βίτσιο του μπάνιου, η πόλις διέθετε αρκετά δημόσια λουτρά, τα αποκαλούμενα «Χαμάμ», με κυρίως συνιστώμενα των κ.κ. Γ. Διαμαντοπούλου στην οδό Κυρρήστου, Ν. Καρακατσάνη στη Βερανζέρου 28, και Χαραμή & Σίας στην Ίωνος, πλησίον του Θεάτρου Κοτοπούλη και του Σινέ Κοσμοπολίτ. Πολυτελές χαμάμ διέθετε και η Καλλιθέα, καθώς όμως επρόκειτο περί συνοικίας μπανάλ, αποστρέφουμε το βλέμμα και το αγνοούμε… Άλλο εξαφανισμένο είδος που ιδιαίτερα εκτιμούσαν οι τότε Αθηναίοι ήταν τα γαλακτοπωλεία, αφού το κέντρο διέθετε μερικά ονομαστά, όπως του «Χρυσάκη» στην Πλατ. Συντάγματος, που διατηρούσε μεγάλο κτήμα με βουστάσια στη Νέα Σμύρνη, κοντά στην ομώνυμη στάση επί της Λεωφ. Συγγρού, τα «Κυβέλεια» στα Χαυτεία και το επιβιώσαν μέχρι τα μέσα του ’60 γαλακτοπωλείο «Η Γαλλία» κοντά στην Ομόνοια. Εκεί, κοντά στα ξημερώματα, καταφεύγανε οι δημοσιογράφοι μόλις τελείωναν την ύλη της πρωινής εφημερίδας, να πιουν ένα ποτήρι ζεστό γάλα, να μαλακώσει το λαιμουδάκι τους…

Για τον θηλυκόκοσμο της πρωτεύουσας, ο οδηγός περιελάμβανε μια πληθώρα από εξειδικευμένα καταστήματα γυναικείων ειδών. Όταν έλεγαν τότε οι κυρίες και δεσποινίδες «Πάω στα μαγαζιά…», είναι βέβαιο πως κυριολεκτούσαν, διότι πολυκαταστήματα όπως τα ξέρομε σήμερα, που μπαίνεις, ψωνίζεις, καθάρισες, ήτανε άγνωστα. Με βασίλειό τους την οδό Ερμού και τα πέριξ, χαριτωμένες και μη Ατθίδες περιφέρονταν και ταλαιπωρούσαν τους εμποροϋπαλλήλους των «Νεωτερισμών», κατεβάζοντας τόπια με υφάσματα. Άλλες πήγαιναν σε καπελούδες ή δοκίμαζαν κορσέδες και έριχναν μια ματιά σε «Οίκους Ραπτικής», άλλες αγόραζαν «μπικουτί και φιλέδες» για τα μαλλιά τους, κάλτσες μεταξωτές και ό,τι άλλο είχαν εφεύρει σατανικοί εγκέφαλοι για να ξεψιλιάζουν τ’ ανδρικά πορτοφόλια. Φίρμες πια ξεχασμένες ήσαν τότε ο παράδεισος των γυναικών. Άνδρες κομψοί, πολύ ντιστενγκέδες, συνόδευαν αιθέριες υπάρξεις σε κάποιο πολυτελές εστιατόριο, όπως του «Αβέρωφ», το «Διεθνές», το «Πάνθεον» ή του «Σφυκάκη», για ένα γεύμα μετά μουσικής με έργα Στράους. Οι ίδιοι αυτοί κύριοι έκαναν φλερτ, το αποκαλούμενο σήμερα χυδαϊστί «καμάκι», σε άλλες εξίσου αιθέριες υπάρξεις, που κάθονταν με αφέλεια σταυροπόδι στα μαρμάρινα τραπεζάκια του ζαχαροπλαστείου «Ντορέ», ή στου «Γιαννάκη», στου «Ζαβορίτη», στο «Σολώνιον» και σε δεκάδες άλλα λιγότερο κοσμικά.

Φαίνεται πως τα «στέκια» κάθε μορφής ήσαν τα προσφιλέστερα μέρη για αντάμωμα και ψυχαγωγία. Διότι στον οδηγό προβάλλονται τα ανύπαρκτα πια ζυθοπωλεία, μεταξύ των οποίων η «Ήβη» στην Ομόνοια ή του «Λουμπιέ», στη Σταδίου και Εδουάρδου Λω. Πιένες επίσης είχαν και τα καφενεία, με διασημότερα του «Ζαχαράτου», το «Ακαδημαϊκόν», το «Συνάντησις» και το ιστορικό «Γαμβέτας», απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη. Στους δε μουσικοτραφείς προσφέρονταν αίθουσες συναυλιών για να απολαμβάνουν τη Βαλκυρία του Βάγκνερ ή τον Μαγεμένο Αυλό του Μότσαρτ. Η «χρυσή νεολαία» πάλι σκότωνε την ώρα της στα σφαιριστήρια Μαυροκέφαλου στα Χαυτεία ή στο «Καφενείον των Παρισίων», γωνία Νίκης, οι δε… λαϊκότεροι στις «Αίθουσες σφαιριστηρίου» της Στοάς Φέξη. Στην αντίπερα όχθη, κάτι βικτωριανές γιαγιάδες με φασαμαίν έπαιρναν τα απογευματινά τους τέια, τα «five o’ clock tea» στου «Ντορέ» και στου «Χρυσάκη». Όσο για τους θεατρόφιλους, οκτώ «σκηνές» υπήρχαν στην Αθήνα, σε σημεία που ούτε καν υποπτεύεσαι σήμερα. Πρώτο το… αδικοχαμένο «Δημοτικόν», ύστερα το «Κοτοπούλη» στην Πλατεία Ομονοίας, που κάποτε λειτούργησε και σαν κινηματογράφος «Κρόνος», μετά το «Θέατρο Κυβέλη» επί της οδού Πεσμαζόγλου, το «Διονύσια» στην Πλατ. Συντάγματος, το «Αλάμπρα» στην Πατησίων και το «Κεντρικόν» στην Κολοκοτρώνη, όπου σώζεται στην είσοδο της στοάς η «φερ-φορζέ» επιγραφή του. Μόνον το «Ολύμπια» και το «Εθνικόν» επέζησαν, ανακαινισθέντα. Από κοντά τέσσερις σινεμάδες επρόβαλλαν τρεμουλιάρικες ταινίες στο φιλοθεάμον κοινό. Το «Αττικόν» και το «Ιντεάλ» υπάρχουν ακόμη, τα υπόλοιπα, το «Σπλέντιτ» που μετονομάσθηκε σε «Έσπερος» και το «Πάνθεον», τα ‘φαγε όπως τόσα και τόσα η μαρμάγκα…

Πέραν όμως από τα χρηστικά, ίσως έχει ενδιαφέρον μια βόλτα «Ανά την πόλιν» με ξεναγό μας τις σελίδες του οδηγού. Μπορεί κάποτε να την αποτολμήσουμε, έστω δι’ αμάξης ή ίππου, όπως μας συνιστούσε ο συγγραφέας για παρόμοιες εξορμήσεις…


Σχολιάστε εδώ