Η κρίση θα φέρει αλλαγές και στις τράπεζες

Πολλή συζήτηση γίνεται τις τελευταίες ημέρες για αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, στη λογική της συγχώνευσης τραπεζών (mergers) με στόχο τη δημιουργία ισχυρότερων σχημάτων που να έχουν μεγαλύτερες αντοχές στη συνεχιζόμενη κρίση του συστήματος.

Στη βάση του, ο συλλογισμός είναι σωστός. Εδώ και αρκετά χρόνια ο πρόεδρος της Alpha Bank Γιάννης Κωστόπουλος επαναλαμβάνει ότι η ελληνική αγορά μπορεί να σηκώσει μέχρι δυόμισι το πολύ τράπεζες, και έχει απόλυτο δίκιο. Άλλωστε πριν από επτά περίπου χρόνια ήταν, μαζί με τον αείμνηστο διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Θεόδωρο Καρατζά, οι οραματιστές μιας μεγάλης ελληνικής τράπεζας που θα προερχόταν από τη συγχώνευση της Εθνικής με την Alpha.

Δυστυχώς, πραγματικά προβλήματα αλλά και διαφορετικές προσεγγίσεις ανώτατων στελεχών των δύο τραπεζών στην υλοποίηση του εγχειρήματος δεν επέτρεψαν την επιτυχή κατάληξη. Και ίσως θα μπορούσε βάσιμα να λεχθεί ότι η μη ευτυχής αυτή εξέλιξη υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών.

Από τότε έχουν επανέλθει κατά καιρούς σενάρια συγχωνεύσεων τραπεζών, τα οποία στην πλειονότητά τους στερούνται βάσης.

Σήμερα, θεσμικοί παράγοντες της χώρας προτρέπουν προς αυτήν την κατεύθυνση, ώστε να προκύψουν ισχυρότερα τραπεζικά σχήματα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η θέση αυτή είναι σωστή. Το ερώτημα όμως παραμένει αν, έτσι όπως διαγράφονται σήμερα οι συνθήκες στην εγχώρια τραπεζική αγορά, είναι υλοποιήσιμο ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα.

Σύμφωνα με τις στατιστικές, οι συγχωνεύσεις που έγιναν από το 2000 μέχρι το 2006 απέτυχαν σε ποσοστό 60-70%. Δηλαδή το τελικό ζητούμενο δεν επετεύχθη. Με άλλα λόγια, δεν ίσχυσε η απλή αριθμητική που λέει ότι ένα κι ένα κάνουν δύο, αλλά τις περισσότερες φορές το «άθροισμα» των δύο τραπεζών κατάληγε σχηματικά κάτω από δύο. Ο στόχος βέβαια στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν το δύο αλλά κάτι παραπάνω απʼ αυτό, για να έχει νόημα το εγχείρημα.

Στην αποτυχία των συγχωνεύσεων αυτών έπαιξαν ρόλο παράγοντες που έχουν σχέση με τη δομή των τραπεζών που θα συγχωνεύονταν.

Βασικά δεδομένα που κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία μιας συγχώνευσης είναι:

α) Τα συστήματα πληροφορικής των δύο τραπεζών. Στον βαθμό που αυτά συγκλίνουν, αυξάνονται ή μειώνονται οι πιθανότητες επιτυχίας. Ως γνωστόν, στα συστήματα πληροφορικής βασίζονται όχι μόνο οι λειτουργικές διαδικασίες της εκάστοτε τράπεζας, αλλά και ο σχεδιασμός και η προώθηση των προϊόντων της. Έτσι, σε μια ενδεχόμενη συγχώνευση θα πρέπει να αποφασιστεί ποιο από τα δύο συστήματα θα επιλεγεί, δεδομένου ότι η συγχώνευση δύο συστημάτων Ι.Τ. οδηγεί συνήθως σε μεγάλα προβλήματα και αποφεύγεται.

β) Το δίκτυο των καταστημάτων. Για τις εμπορικές τράπεζες, σημασία έχει η γεωγραφική κατανομή των καταστημάτων και οι επικαλύψεις, δηλαδή πόσα καταστήματα θα πρέπει να κλείσουν και ποιας πλευράς. Συνήθως, σε γειτονικά καταστήματα των δύο τραπεζών που θα συγχωνευθούν παρουσιάζονται ισχυρά και αδύνατα σημεία και είναι δύσκολο, εκτός προφανών περιπτώσεων, να αποφασιστεί η όποια επιλογή.

γ) Το προσωπικό. Βασικός κανόνας μιας συγχώνευσης είναι να προκύψουν από την υλοποίησή της οικονομίες κλίμακας ή συνέργειες, όπως ονομάζονται με τεχνικούς όρους. Σʼ έναν κλάδο όμως που οι μισθοί του προσωπικού αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο του κόστους, τι οικονομίες κλίμακας να υπάρξουν, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα μείωσης του βασικού κοστολογικού στοιχείου;

Από την άλλη πλευρά, παράγοντες που θα επηρεάσουν είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες των ανώτερων και ανώτατων στελεχών που θα τεθούν σε δοκιμασία, αφού οι θέσεις σχηματικά θα περιοριστούν στο 50% των υπαρχουσών, όπως και η συμπεριφορά των συνδικαλιστικών τους σωματείων, ιδιαίτερα αν πρόκειται για τράπεζες με διαφορετικές επιρροές δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει και η κουλτούρα κάθε τράπεζας, στοιχείο που θέλει ξεχωριστή ανάλυση.

δ) Η αποτίμηση της αξίας των τραπεζών. Ανάλογα με την περίοδο που επιχειρείται η συγχώνευση, διαφοροποιείται και η αξία των τραπεζών, ή με άλλους όρους η κεφαλαιοποίησή τους ή το σύνολο του ενεργητικού τους. Σε εποχές με ακραίες οικονομικές συμπεριφορές είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, όπως η σημερινή, η αποτίμηση και κατά συνέπεια οι όροι ανταλλαγής μετοχών ή απευθείας εξαγοράς γίνονται δύσκολοι, λόγω άγνοιας των τοξικών στοιχείων των ισολογισμών ή των καθυστερήσεων των χαρτοφυλακίων τους, όσο κι αν υπάρχει λεπτομερής έλεγχος (due diligence), αφού σημασία έχει όχι η στιγμιαία απεικόνιση, αλλά η προοπτική, που είναι δύσκολο σε εποχές κρίσης να αποτυπωθεί και είναι διαφορετική σε κάθε τράπεζα.

Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες είναι πολύ φτηνές, αφού έχουν συνολική κεφαλαιοποίηση περίπου 10 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή είχε πέρυσι μόνο η Εθνική. Αν υπάρχει ένας κίνδυνος, αυτός είναι η επιθετική εξαγορά (hostile takeover) από κάποιον όμιλο του εξωτερικού. Αυτός όμως μετριάζεται ή ακόμη και ελαχιστοποιείται λόγω της κατάστασης και των προοπτικών της οικονομίας. Βέβαια, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια ενδιάμεση πρόταση μεταξύ «φιλικής» ή «εχθρικής», από κάποιες ανερχόμενες δυνάμεις της Ανατολής ή ακόμη και από την Άπω Ανατολή.


Σχολιάστε εδώ