Πώς θα μοιρασθεί το νέο «πακέτο» διάσωσης τραπεζών
Για να γίνει αντιληπτή η δεινή θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι ελληνικές τράπεζες, εν μέρει με ευθύνη και των ίδιων των διοικήσεών τους, αρκεί να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τον Μάιο είχαν αντλήσει ρευστότητα 90 δισ. ευρώ από την κεντρική τράπεζα, που αντιστοιχεί σχεδόν σε ποσοστό 40% του ΑΕΠ – ουσιαστικά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μετατραπεί σε… παραρτήματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς παραμένουν αποκλεισμένες από την ιδιωτική διατραπεζική αγορά, ενώ έχουν υποστεί σοβαρή «αιμορραγία» καταθέσεων.
Αν η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος είναι σήμερα η πρώτη πηγή ανησυχίας, η κεφαλαιακή του επάρκεια δεν παύει να αποτελεί εξίσου σοβαρό «πονοκέφαλο» για την κυβέρνηση, την ΤτΕ και την τρόικα:
Οι ελληνικές τράπεζες θα υποστούν σοβαρή «διάβρωση» της κεφαλαιακής τους βάσης από πιστωτικές ζημίες, αλλά και από την απαξίωση των στοιχείων του ενεργητικού τους που αποτιμώνται με βάση αγοραίες τιμές.
Τα 10 δισ. ευρώ, που έχουν ήδη βάλει «στην άκρη» η κυβέρνηση και η τρόικα από το «πακέτο» διεθνούς δανεισμού των 110 δισ. ευρώ είναι ένα ποσό-ρεκόρ για τα δεδομένα των αντίστοιχων πρωτοβουλιών που θα αναλάβουν τους επόμενους μήνες οι κυβερνήσεις ολόκληρης της Ευρώπης για την ενίσχυση των τραπεζών τους.
Η διαδικασία νέας διάσωσης των τραπεζών, μετά το περιβόητο «πακέτο» των 28 δισ. ευρώ, θα εξελιχθεί τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, αρχής γενομένης από τη δημοσίευση μέσα στον Ιούλιο των αποτελεσμάτων των «ελέγχων αντοχής» των τραπεζών σε πιθανές ζημίες (stress tests). Η διαδικασία αυτή, που θα εξελιχθεί ταυτόχρονα σε όλη την Ευρώπη, με σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου, αναμένεται ότι θα αναδείξει τις τράπεζες που θα χρειασθούν πρόσθετες κεφαλαιακές ενισχύσεις από το κράτος, για να εξακολουθήσουν να λειτουργούν χωρίς προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Morgan Stanley, που δημοσιοποιήθηκαν την Παρασκευή, οι έλεγχοι στις τράπεζες θα γίνουν χωρίς να συνεκτιμάται ο κίνδυνος έκθεσής τους σε ζημίες από κάποιου είδους στάση πληρωμών της Ελλάδας ή άλλης περιφερειακής χώρας της Ευρωζώνης. Στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπολογισθεί πόσα κεφάλαια θα έμεναν στις μεγάλες τράπεζες αν χρειαζόταν να διαγράψουν ένα μεγάλο ποσοστό της αξίας των κρατικών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους.
Βουλιάζουν σε… λίμνη ομολόγων
Αν γινόταν με τέτοιο τρόπο ο υπολογισμός, βέβαιο είναι ότι θα εμφανίζονταν οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες χωρίς κεφάλαια, αφού όλες έχουν μεγάλα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων, που θα έχαναν 20-50% της αξίας τους: Στην Εθνική, σύμφωνα με στοιχεία της Morgan Stanley, η αξία των ομολόγων φθάνει το 327% των βασικών κεφαλαίων, στη Eurobank το 207% και στην Τράπεζα Πειραιώς το 299%, ενώ μόνο η Alpha έχει χαρτοφυλάκιο ομολόγων με αξία χαμηλότερη, έστω και ελάχιστα, από το ύψος των βασικών της κεφαλαίων (94%).
Όμως, ακόμη κι αν δεν υπολογισθούν οι ενδεχόμενες «χασούρες» των τραπεζών από μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, τα stress tests αναμένεται ότι θα αποκαλύψουν αρκετές «τρύπες» στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών από τις ζημίες που μπορεί να σωρεύσουν το επόμενο διάστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, όσες τράπεζες χρειασθούν βοήθεια, θα λάβουν κεφάλαια από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με την έκδοση προνομιούχων μετοχών, αφού δεν αναμένεται να καταφέρουν να συγκεντρώσουν επαρκή κεφάλαια από μετόχους τους.
Όσες μικρές τράπεζες βρεθούν με «τρύπες» θα υποχρεωθούν να συγχωνευθούν με μεγαλύτερες, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται ότι δεν θα επιτρέψει στο κράτος να ενισχύσει αυτήν τη φορά μικρές τράπεζες που δεν έχουν μεγάλη σημασία για τη σταθερότητα του συστήματος.
Ο Χοακίμ Αλμούνια, αρμόδιος Επίτροπος πλέον για τον Ανταγωνισμό και τις Κρατικές Ενισχύσεις, προανήγγειλε την Παρασκευή ότι περιμένει πολύ σύντομα την Ελλάδα να ζητήσει συνεργασία με την Επιτροπή, για τους νέους όρους, με βάση τους οποίους θα χορηγηθούν ενισχύσεις στις ελληνικές τράπεζες.
Επιπλέον, το Δημόσιο αναμένεται να προσφέρει πλούσιες εγγυήσεις δανεισμού στις τράπεζες για να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους, ιδιαίτερα μετά το «βρώμικο χτύπημα» από τον οίκο Moody’s, με την υποβάθμιση κρατικών και τραπεζικών ομολόγων σε κατηγορία «σκουπιδιού», η οποία οδήγησε σε μεγάλες απώλειες ρευστότητας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες δανείζονται από την ΕΚΤ με βάση την αξία των τίτλων που δεσμεύουν ως καλύμματα, η οποία κατέρρευσε μετά και τις τελευταίες υποβαθμίσεις.
Ήδη πριν από τις υποβαθμίσεις αυτές οι τράπεζες της Ελλάδας είχαν αναγκασθεί να δεσμεύσουν τίτλους ονομαστικής αξίας 123 δισ. ευρώ στην Τράπεζα της Ελλάδος για να πάρουν ρευστότητα 90 δισ. ευρώ, δηλαδή η αξία των τίτλων τους είχε «κουρευτεί» κατά 27% από τους κεντρικούς τραπεζίτες.
Το Δημόσιο αναμένεται να προσφέρει άλλα 15 δισ. ευρώ στις τράπεζες ως εγγύηση για την έκδοση νέων ομολόγων, που θα τοποθετηθούν στην ΕΚΤ για να αντλήσουν ρευστότητα. Κάπως έτσι, το πρώτο «πακέτο» των 28 δισ. ευρώ έχει προ πολλού εξαντληθεί και θα χρειασθούν άλλα 25 δισ. ευρώ κεφαλαιακών ενισχύσεων και ενισχύσεων ρευστότητας στις τράπεζες, για να διατηρηθεί η σταθερότητά του πάλαι ποτέ ισχυρού ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Όλα αυτά, όμως, έχουν μια ιδιαίτερα δυσάρεστη πλευρά για τους τραπεζίτες: Ορισμένες τράπεζες θα υποχρεωθούν σε έμμεση κρατικοποίηση, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, έστω και προσωρινά, ενώ οι περισσότερες θα συνεχίσουν να φιλοξενούν για πολλά χρόνια ένα μέλος διορισμένο από το Δημόσιο στις διοικήσεις τους, αφού θα αργήσουν αρκετά να επιστρέψουν τις ενισχύσεις ρευστότητας που θα πάρουν…