Μια φορά και έναν καιρό
Φιλόξενη και καλοσυνάτη, είχε έτοιμα τα κεφτεδάκια και τα τυροπιτάκια που συνόδευαν την ουζοποσία, αν και γκρίνιαζε κάθε φορά στον άντρα της τον Λουκά, πως την έχει στην κουζίνα μαγείρισσα κι εκείνος κάθεται και σαχλαμαρίζει με την παρέα του. Έκανε τάχατες πως δεν καταλαβαίνει ο Λουκάς κι όλο φώναζε δίνοντας διαταγές: «Ζωή, φέρε μας παγάκια. Ζωή, φέρε ψωμί. Ζωή, φέρε νερό…» Μουρμούραγε η κυρία Ζωή πως την έχει για δούλα, μα πιο πολύ τη νευρίαζε η γειτόνισσά της, η ζωντοχήρα η Φωφώκα, που όλο τής έκανε επιπλήξεις τύπου «Το νερό δεν είναι παγωμένο Ζωή. Βαρέθηκες να βάλεις την κανάτα στο ψυγείο;», παίρνοντας ύφος επιτιμιτικό, κι ας μην τους είχε καλέσει ποτέ ούτε για ένα «α σιχτίρ» στο σπιτικό της. Της τα μάζευε φυσικά η Ζωή και γύρευε αφορμή να τη διαολοστείλει, γιατί φτάσανε και κάτι φήμες στʼ αυτιά της πως καταπώς λένε το πάει το γράμμα, κι όλο έρχεται επίσκεψη νεγκλιζέ ή με κάτι ντεκολτέ αβέρτα φόρα όλα έξω. Πρόσεξε μάλιστα πως κι ο Λουκάς τής κάνει τον νόστιμο, κι όλο χα, χα, χα και χου, χου, χου είναι μαζί της, γιʼ αυτό παίρνει θάρρητα και τη βάλαν κεχαγιά στο κεφάλι τους. Οι περισσότεροι της παρέας ήσαν συγκάτοικοι στη νεόκτιστη πολυκατοικία. Στην αρχή ούτε που χαιρετιόντουσαν μεταξύ τους αλλά ήρθε εκείνη η μοιραία νύχτα που τους ταρακούνησε μέσα στον ύπνο ένας μικρός τοπικός σεισμός και τους έκανε να πεταχτούνε από τα κρεβάτια τους και να βρεθούνε τρομοκρατημένοι στην είσοδο του κτιρίου. Ο μεταξύ τους πάγος μπροστά στον κίνδυνο έλιωσε και καθένας άρχισε να λέει το μακρύ του και το κοντό του σχετικά με τα ρήγματα, τους σεισμούς και τα άρθρα των σεισμολόγων. Άκουγε και έτρεμε σαν το ψάρι από τον φόβο της η κυρία Φωφώκα, που παραλίγο να γκρεμοτσακιστεί από τη σκάλα δρασκελίζοντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια, κι έμοιαζε μʼ αερικό όπως ανέμιζε το αραχνοΰφαντο νυχτικό της. Ο πανικός τής προκάλεσε έντονη ταχυπαλμία και προσκαλούσε κάθε άπιστο Θωμά να θέσει την παλάμην επί του στέρνου της για να πειστεί «ιδίαις αυτού χερσί…» για το τρεχαλητό της… καρδιάς της.
Κάποτε ο καλός Θεός ξημέρωσε και επειδή δεν ακολούθησαν μετασεισμοί, άρχισαν να ανακτούν την ψυχραιμία τους και να ψιλοσατιρίζουνε τον φόβο τους, χωρίς να εγκαταλείπουνε όμως καλού-κακού την είσοδο, που τους εξασφάλιζε μια γρήγορη φυγή. Δίχως να διαπνέεται από ηρωικό πνεύμα η κυρία Ζωή, έδωσε κουράγιο στον εαυτό της, ανέβηκε στο σπίτι κι ετοίμασε για όλους ένα πλούσιο πρωινό, που οι αγγλοτραφείς το είπαν «μπρέκφαστ», με καφέδες και βουτήματα, κι ανεβοκατέβηκε τρεις τουλάχιστον φορές να κουβαλήσει τους δίσκους με τα καλούδια. Αυτό ήτανε. Η κακή αρχή έγινε. Οι ευχαριστίες και οι έπαινοι πέσανε βροχή για τη συμπαράστασή της εκείνες τις δύσκολες ώρες της… προσφυγιάς, οι σχέσεις τους θερμάνθηκαν, τους κάλεσε από ευγένεια για ένα ουζάκι την Κυριακή, και μήτε παλαβού το πεις, από τότες τους έχει αμπονέ. Φυσικά με τον καιρό άλλοι καινούργιοι ήρθανε, καθένας με τα χούγια του, με κάποιον μάλιστα λίγο έλειψε να σκοτωθούνε επειδή είχε ένα παιδάκι δυo χρονών που όλη νύχτα τσίριζε γιατί φοβόταν το σκοτάδι κι ήθελε το φως αναμμένο. Ανένδοτος ο πατέρας του. «Δεν θα μας κάνει αυτός ό,τι θέλει», έλεγε και για να μη περάσει του μικρού είχε επιβάλει σπίτι τους απόλυτη συσκότιση. Κατά τα λοιπά το μωρό τούς είχε κάνει αλογάκι. Χατίρι δεν του χάλαγαν. Παιδί πιο κακομαθημένο δεν γνώρισε ο ντουνιάς. Έβριζε σαν μεγάλος, έφτυνε, κλώτσαγε όσους δεν γούσταρε, κι όλα τʼ ανέχονταν οι γονείς του, μόνον να κοιμάται με φως δεν του επέτρεπαν. Κι εκείνο τσίριζε αφήνοντας ξάγρυπνους τους ένοικους. Τους έκαναν παράπονα οι γείτονες με το καλό, χαμπάρι ο πατέρας. Το είπανε πάλιν πιο αυστηρά, θύμωσε η μάνα του. «Κουμάντο στο σπίτι μας θα κάνετε;» Κατέφυγαν στην Αστυνομία που τους συνέστησε κατανόηση. «Μικρό παιδί είναι, λιγάκι ίσως ατίθασο. Τι να κάνουν οι κακόμοιροι; Να το σφάξουνε;» είπε ο αστυνόμος. Ευτυχώς σε λίγο τα μάζεψαν, πήραν τον μπόμπιρα και τράβηξαν νʼ αναστατώσουν άλλες γειτονιές.
Με τον καιρό έφερε ο Λουκάς στην παρέα τον συνάδελφό του τον Θανασάκη με τη δεύτερη σύζυγό του την Αρετή. Καλό κουμάσι ήταν κι αυτή, κι ας έδειχνε αγαθιάρα. Όλοι απορούσανε στο γραφείο πώς τα κατάφερε να τον ξελογιάσει και χώρισε από τη γυναίκα του, μια πρώτης τάξεως κυρία, λιγάκι σιτεμένη αλλά τύπος και υπογραμμός. Όχι σαν αυτήν τη σουρτούκω. Εμ καλά λένε πως τα σιγανά ποταμάκια πρέπει να φοβάσαι. Η Ζωή κράταγε επαφή με την πρώην και τα λέγανε συχνά στο τηλέφωνο δίνοντάς της ραπόρτο για τα κουτσομπολιά που ακούγονταν, καλλιεργώντας συνάμα ελπίδες για μια μεγάλη ρεβάνς. Φαίνεται όμως πως ήταν της μοίρας γραφτό να συνδεθούνε και να διαλύσουν μʼ έναν… σεισμό.
Ήταν στην τακτική κυριακάτικη σύναξη όταν τηλεφώνησε η Αρετή πως δεν θα ερχόντουσαν με τον Θανασάκη επειδή περίμεναν έναν θειο της από το χωριό κι έπρεπε να τον περιποιηθούνε. «Ας τον φέρουνε κι αυτόν μαζί», είπε ο πάντα καλόκαρδος Λουκάς, που γούσταρε να ʼχει κόσμο τριγύρω του. Αλλά η κυρία Ζωή ξεσπάθωσε: «Όχι να μας κουβαλήσει και το σόι της η βλαχάρα», είπε με οργή και συμπλήρωσε: «Φτάνει που ανέχομαι τα μούτρα της». Κάτι πήγε να πει ο Λουκάς αλλά την υπεράσπιση της… βλαχάρας ανέλαβε… αυτεπαγγέλτως η κυρία Φωφώκα, που με περίσσιο θράσος παρενέβη στη συζήτηση υψώνοντας μάλιστα τη φωνή: «Γιατί μιλάς έτσι για την Αρετή, Ζωή μου; Μια χαρά κοπέλα είναι. Αλλά ξέρω. Έκανες κόμμα με την παλιόγρια τη σαφρακιασμένη, που τη σούταρε ο Θανασάκης, κι είδε επιτέλους Θεού πρόσωπο…» Μπουρλότο έγινε η Ζωή, που κατάλαβε πως ήρθε η ώρα της ρήξης. Με μπόλικη ειρωνεία είπε: «Μπα; Δικηγόρο της τσουλάρας σε βάλανε; Εγώ κυρία μου έχω αρχές. Εγώ υποστηρίζω το δίκιο». Η Φωφώκα, με το απύλωτο στόμα, τη διέκοψε: «Εμ δεν σε κόφτει το δίκιο κι η ηθική κυρά μου. Το τομάρι σου σε κόφτει. Τρέμεις μην τα πάθεις κι εσύ, γιατί στο ίδιο καζάνι βράζετε». Και πρόσθεσε με έναν αέρα υπεροχής: «Αλλά, βλέπεις, ο Θανάσης είναι άντρας. Δεν είναι σαν μερικούς-μερικούς άλλους…» Κι έριξε μια ματιά οίκτου στον Λουκά. Η κυρία Ζωή έπιασε τον υπαινιγμό και οργισμένη μούγκρισε: «Τι θες να πεις μωρή; Λέγε μη σε ξεμαλλιάσω…» Αλλά η Φωφώκα γαλήνια, μʼ ένα χαμόγελο που έσταζε δηλητήριο, είπε: «Μίλησες βλέπω τη γλώσσα της μάνας σου. Αμʼ εγώ φταίω που σου ʼκανα την τιμή να ʼρχομαι να τρώω τις βρωμιές σου, κανκάγια!» Κι έφυγε αγέρωχα, χτυπώντας πίσω της την πόρτα. Στο μικρό σκιερό ταρατσάκι του τρίτου ορόφου δεν ξαναφάνηκε ψυχή. Βέβαια πολλά ακούστηκαν στη γειτονιά, αλλά ποιος δίνει βάση στα λόγια του κοσμάκη. Ψυχράνθηκαν κι ο Λουκάς με τον Θανάση…