Ενιαία παραγραφή της ποινικής διώξεως για όλους
Οπότε «το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή» (άρθρο 111 παρ. 1 του Π.Κ.) και «η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξις» (άρθρο 112 παρ. 2). Προβλέπει δε ακόμη ο Ποινικός Κώδικας ότι «η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη» (άρθρο 113 παρ. 1). Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη. Βασική δε διάταξη του Ποινικού Δικαίου είναι του άρθρου 1 του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία «ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες, για τις οποίες ο νόμος την έχει ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους». Έτσι στοιχειοθετείται και ο πρώτος λόγος του εγκλήματος, ως «νομοτυπική συμπεριφορά». Απηχεί δε η βασική διάταξη και το θεμελιώδες δικονομικό αξίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρυτέρα από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης».
Ο Τυπικός Νόμος, ως πράξη της νομοθετικής λειτουργίας, παρίσταται στο Ποινικό Δίκαιο ως ο πάντων βασιλεύς (Πίνδαρος) για την ύπαρξη και τη λειτουργία του εγκλήματος. Νόμος, με αυξημένη μάλιστα τυπική ισχύ, είναι και το Σύνταγμα, το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, τα χρηστά ήθη, τα οποία έχουν αναχθεί, με το θεμελιώδες άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 110 παρ. 1 τούτου, σε συνταγματικό κανόνα, και το γενικό ή δημόσιο συμφέρον, το οποίο διαχέεται και διαρρέει όλες τις διατάξεις του Συντάγματος. Επιπλέον ο νόμος πρέπει να είναι όσο γίνεται δίκαιος, να εναρμονίζεται με την περί δικαίου συνείδηση του κάθε αγνού και συνετού πολίτη.
Στην έννοια λοιπόν του Νόμου που απαιτεί ο Ποινικός Κώδικας περιλαμβάνεται και το Σύνταγμα και οι αρχές τις οποίες κατοχυρώνει, όπως τα χρηστά ήθη και το διαρρέον το κείμενο του Συντάγματος γενικό ή δημόσιο συμφέρον.
Η ερμηνεία και η εφαρμογή αυτή των κανόνων του Συντάγματος είναι ευθείας και στο Ποινικό Δίκαιο. Δεν είναι ούτε τελολογική, η οποία και αυτή στο ίδιο καταλήγει και η οποία όμως απαγορεύεται στο Ποινικό Δίκαιο, ούτε διασταλτική, η οποία κατά μείζονα λόγο απαγορεύεται στο Ποινικό Δίκαιο.
Όπως, εν αρχή αναφέρεται, ερριζώθη στη νομοθετική συνείδηση η ιδέα της παραγραφής, έτσι και σήμερα ερριζώθη η ανάγκη της ενιαίας παραγραφής της ποινικής διώξεως, χωρίς διακρίσεις για μικρότερο χρόνο κυρίως εκ του αξιώματος των παρανομούντων. Ήδη ο υπουργός Δικαιοσύνης εξήγγειλε, προς τιμήν του, ότι θα υπάρξει ενιαία παραγραφή και για τους υπουργούς. Οπότε, στην προκειμένη περίπτωση, ως η αριστοτελική «μεσότητα» λειτουργεί η αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 113 παρ. 1 του Π. Κ., κατά την οποία «η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με διάταξη νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη». Και πιστεύω ότι τα εμπόδια που προβάλλουν οι ένοχοι δικαιολογούν τη θέσπιση διατάξεως νόμου για την αναστολή της παραγραφής.