Νεοαποικιοκρατική μορφή εξουσίας
Το «σχήμα» ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ περιείχε και περιέχει μια σειρά σημαντικών εσωτερικών αντιφάσεων. Η συνύπαρξη αποκλινουσών ή και ευθέως αντιτιθέμενων θέσεων, πολιτικών επιλογών, ιδεολογικών αναφορών -ακόμα και σε επίπεδο στρατηγικής- οδηγούσε αναπόφευκτα στη ρήξη. Πολύ περισσότερο γιατί οι κοινωνικές αναφορές και δεσμεύσεις του πολιτικού αυτού «σχήματος» έχουν αποδυναμωθεί καίρια. Ο παραδοσιακός ΣΥΝ αντλούσε την κοινωνική του νομιμοποίηση από μια συγκεκριμένη κοινωνική βάση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, καθοδηγούμενος στην πράξη από «επαναστατικές» ομάδες που έχουν αυτοαναφορά «στον κόσμο τους» και στην πολιτική πράξη της σύγκρουσης, αποδεσμεύεται από τα παραδοσιακά κοινωνικά στρώματα που αναζητούσαν εδώ και δεκαετίες ένα σύγχρονο «πρόσωπο» της Αριστεράς, καθιστώντας έωλο το συνολικό στρατηγικό εγχείρημα του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ αντιθέτως, έχοντας διαγνώσει εδώ και πολύ καιρό τους «κινδύνους» που εφωλεύουν στις εσωτερικές αντιφάσεις και στους προβληματισμούς που αφορούν πολιτικές θέσεις και ιδεολογικές αναζητήσεις, έχει περιχαρακωθεί, αυτοαναπαραγόμενο μέσω μιας κλειστής, αμετάβλητης πολιτικοϊδεολογικής δομής, που αποτρέπει τόσο την «εισβολή» καινοφανών στοιχείων από το περιβάλλον τού κόμματος όσο και την πρόκληση «εσωτερικών ρηγματώσεων».
Η διαδικασία αυτή πολιτικοϊδεολογικής και οργανωτικής «αυτοαναπαραγωγής» του ΚΚΕ προσδίδει στο κόμμα αυτό ένα πλεονέκτημα: τη σταθερότητα και την προβολή μιας συγκεκριμένης «ταυτότητας» σε μια εποχή που επικρατεί η ρευστότητα, η αστάθεια, η αποϊδεολογικοποίηση και η συνεχής αλλαγή πολιτικών θέσεων και ιδεολογικών «μηνυμάτων».
Ο ΛΑΟΣ, ενώ ξεκίνησε στη λογική μιας συνεκτικής ταυτότητας σε συντηρητικό-εθνικιστικό πλαίσιο (το οποίο διανθίστηκε και με ακραία αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα), στη συνέχεια ακολούθησε μια σειρά πολιτικών ακροβασιών, με αποτέλεσμα στη σημερινή φάση να επιδιώκει εναγωνίως τη σύνδεσή του με την -εκάστοτε- κυβερνητική εξουσία, αποδεσμευόμενος από τις όποιες ιδεολογικοπολιτικές «δουλείες». Η ψήφιση του μνημονίου αποτυπώνει με ενάργεια τον «ρεαλισμό», ή καλύτερα τον πολιτικό κυνισμό που χαρακτηρίζει τις επιλογές της ηγεσίας του.
Για τα κόμματα της διακυβέρνησης ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, για την άσκηση της διαχείρισης, αποτελεί η απόρριψη ή η περιθωριοποίηση των ιδεολογικοπολιτικών δεσμεύσεων των κομμάτων: Ζητούνται στην πράξη κόμματα «χωρίς ιδεολογία», που καλούνται να εφαρμόσουν στην πράξη τον σύγχρονο τύπο «κοινωνικού συμβολαίου», δηλαδή το ΜΝΗΜΟΝΙΟ που καθορίζεται και υπογράφεται από το ΔΝΤ και τους μηχανισμούς της αγοράς.
Οι παραδοσιακές έννοιες του κόμματος (πολιτικοϊδεολογικές αρχές και θέσεις, έκφραση κοινωνικών συμφερόντων, οργανωτική δομή), της πολιτικής παράταξης, της συνδικαλιστικής παράταξης χάνουν το νόημά τους, το περιεχόμενό τους, συνιστούν τυπικές εκφράσεις χωρίς ουσιαστικούς δεσμούς με την ίδια την κοινωνία, τις ανάγκες της, τα οράματά της.
Αυτή ακριβώς η καθολική αποδιοργάνωση προλειαίνει το έδαφος για διασπάσεις των παραδοσιακών κομμάτων και «επανασύνδεση» των επιμέρους «κομματιών», με νέα κόμματα που θα προκύψουν από τη διαδικασία της αποδόμησης του πολιτικού συστήματος ώστε να διαμορφώνονται, κατά περίπτωση, συμμαχικά ή διακομματικά σχήματα διακυβέρνησης.
Οι εξελίξεις στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, η αποχώρηση της Ντόρας Μπακογιάννη από τη ΝΔ στην αναζήτηση ενός νέου ρόλου στο ρευστοποιούμενο πολιτικό σύστημα, η ανάπτυξη εσωκομματικών αντιθέσεων τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στη ΝΔ αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις για όσα θα επακολουθήσουν.
Το ιστορικό ερώτημα που τίθεται, στην προοπτική παρόμοιου τύπου εξελίξεων, αφορά την αντοχή και την επάρκεια, τη δυνατότητα πολιτικής επιβίωσης τέτοιου είδους σχημάτων διακυβέρνησης, τα οποία θα ανήκουν πλέον σε νέες μεταπολιτικές, μετακομματικές μορφές συγκρότησης του πολιτικού συστήματος.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό αφορά τον έτερο, τον κύριο ιστορικό παράγοντα των εξελίξεων, δηλαδή τον λαό, την κοινωνία και τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.
Το «νέο συμβόλαιο» που υπέγραψαν με το ΔΝΤ και τις αγορές οι ηγέτιδες οικονομικοπολιτικές ελίτ της χώρας στηρίζεται στον ιδεολογικό καταναγκασμό και στην πειθάρχηση της κοινωνίας μέσα από μια σειρά επιχειρημάτων-μύθων που συμπυκνώνονται στο κορυφαίο δίλημμα: ΜΝΗΜΟΝΙΟ ή ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ.
Η αντίδραση της κοινωνίας σ’ αυτήν την πρώτη φάση εκδηλώνεται μέσα από μια έντονη τάση αποστασιοποίησης, διευρυμένης αποδοκιμασίας προς τα κόμματα και γενικότερα προς το πολιτικό σύστημα. Αυτή η πολιτική στάση που εκδηλώθηκε με τη μεγάλη αποχή των τελευταίων ευρωεκλογών παγιώνεται σήμερα ως ένα πρώτο επίπεδο αντίδρασης, αποδοκιμασίας, αντίστασης.
Κατά συνέπεια η αντοχή ή και η επιβίωση κυβερνητικών σχημάτων διαχείρισης των όρων του μνημονίου θα εξαρτηθεί από την ένταση και το εύρος των κοινωνικών αντιδράσεων.
Εισήλθαμε όντως σε μια νέα εποχή. Η χώρα μας μετατρέπεται πράγματι σε «πειραματόζωο» όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, δηλαδή στην εφαρμογή του προγράμματος του ΔΝΤ σε μια χώρα της Ευρωζώνης. Το πείραμα επεκτείνεται στο πολιτικό επίπεδο, αφού εγκαθίσταται και κυριαρχεί σταδιακά μια νέα άτυπη μορφή εξουσίας, την κορυφή της πυραμίδας της οποίας καταλαμβάνουν το ΔΝΤ και οι πόλοι εξουσίας (τραπεζικοί και πολιτικοί) της Ευρωζώνης. Τα κατώτερα επίπεδα της πυραμίδας καταλαμβάνουν τα κόμματα εξουσίας, οι πολιτικές ελίτ, προσωπικότητες και τεχνοκράτες, έτοιμοι να υπηρετήσουν τα εναλλακτικά σενάρια διαχείρισης.
Το πρόβλημα για το εξουσιαστικό αυτό οικοδόμημα είναι η βάση που το στηρίζει ή μάλλον το ανέχεται. Μια κοινωνική βάση, ένας λαός που υπομένει, που ανθίσταται αλλά που διατηρεί και την ισχύ και τη βούληση να δρομολογήσει διαφορετικές εξελίξεις από εκείνες που επιχειρούν οι «σωτήρες του» και η όλη νεοαποικιοκρατική δομή εξουσίας που διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας.