Η ΚΟΥΡΤΙΝΑ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο Τ. ΜΑΝΤΕΛΗΣ
Οι αποκαλύψεις για τον χρηματιζόμενο Τ. Μαντέλη αποτελούν χτύπημα στην εικόνα του κοινοβουλευτικού συστήματος, που έτσι κι αλλιώς δεν περνούσε τις καλύτερές του μέρες. Η εικόνα γίνεται ακόμα χειρότερη όταν συνδυάζεται με τον άπλετο κυνισμό του πρώην υπουργού και βουλευτή που φαίνεται να θεωρεί απολύτως θεμιτή «τη χορηγία», όπως ονομάζει την πράξη εξαγοράς ενός πολιτικού από μια εταιρεία.
Το κλίμα βαραίνει ακόμα περισσότερο σε μιαν εποχή που ο λαός βάλλεται από τα εξοντωτικά οικονομικά «μέτρα σταθερότητας», χωρίς να του δίνεται επιπλέον μια προοπτική για το αύριο. Στην ανάλυση του θέματος Μαντέλη παρατηρεί κανείς ότι πρώτα απ’ όλα θίγεται ευθέως η πρωθυπουργική περίοδος Σημίτη μια και ένα κορυφαίο στέλεχος που εμπιστευόταν ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίζεται αναμεμειγμένο στο χειρότερο σκάνδαλο των τελευταίων χρόνων. Μια περίοδος που από αρκετές πλευρές έχει γίνει προσπάθεια να καθαγιαστεί και να παρουσιαστεί ως η πιο καθαρή, δημιουργική και εμπνευσμένη φάση πολιτικής διακυβέρνησης από τη μεταπολίτευση και μετά. Είναι εντυπωσιακό ότι επί των ημερών Σημίτη ανδρώθηκε (διότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει από πριν) ένα σύστημα υποστήριξης που επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, συνεχίζοντας το έργο προβολής, στήριξης και ύμνου του πρώην πρωθυπουργού ακόμα και μετά την απομάκρυνση από την ενεργό πολιτική. Οι άνθρωποι του καθεστώτος Σημίτη, διότι εκπρόκειτο περί ενός ιδιότυπου συστήματος που είχε τα στοιχεία καθεστώτος, έμειναν στο απυρόβλητο αν και επί των ημερών τους κατεγράφη ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα παραπλάνησης του ελληνικού λαού, αυτό του χρηματιστηρίου. Όταν χιλιάδες άνθρωποι κατέστησαν παίκτες ενός απίστευτου τζόγου νομιμοποιημένου από τον τότε πρωθυπουργό και τον επί της Οικονομίας υπουργό του Γ. Παπαντωνίου. Βασική αρχή και ρήση του καθεστώτος ήταν ότι μια οικονομία φαίνεται αν είναι υγιής από την ανοδική πορεία του χρηματιστηρίου της. Όταν κατέρρευσε το χρηματιστήριο και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι (που είχαν την ψευδαίσθηση ότι ήταν επενδυτές) έχασαν όχι τα κέρδη τους αλλά τις οικονομίες τους, άρχισε η πτώση του ιδιότυπου καθεστώτος. Λίγο μετά ο Κ. Σημίτης κατάλαβε ότι στις εκλογές που θα διενεργούσε η κυβέρνησή του θα έχανε με συντριπτική διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία του Κ. Καραμανλή. Και παρέδωσε την εξουσία στον Γιώργο Παπανδρέου που δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς από το να δεχτεί. Τον Φεβρουάριο του 2004 ολοκληρωνόταν η μεταβίβαση της εξουσίας και ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ήξερε καλά ότι θα χάσει τις εκλογές. Έτσι και έγινε. Η ΝΔ έγινε κυβέρνηση και ο ησύχως αποχωρήσας Κ. Σημίτης (με το επιτελείο του) έμεινε στο απυρόβλητο της νέας κυβέρνησης, όπως άλλωστε στο απυρόβλητο έμειναν και οι «νταβατζήδες» τους οποίους κατήγγελλε συστηματικά προ των εκλογών (αλλά και λίγο έπειτα από αυτές) ο Κ. Καραμανλής. Όλοι αυτοί που υπονοούσε συνέχισαν να κάνουν δουλειές με το κράτος και ο κ. Καραμανλής απλώς χρειάστηκε λίγο χρόνο για να καταλάβει και να αποδεχτεί ότι «οι δουλειές» γίνονται από συγκεκριμένους ανθρώπους με συγκεκριμένο τρόπο. Ύστερα από πεντέμισι χρόνια καραμανλικής εξουσίας το ΠΑΣΟΚ ξανακέρδισε τις εκλογές και ο Γ. Παπανδρέου έγινε πρωθυπουργός. Άνθρωποι του συστήματος Σημίτη «γλίστρησαν» στα εσωτερικά της νέας διακυβέρνησης, (ξανα)πήραν θέσεις και υποστηρίχτηκαν εκ νέου από τα συγκροτήματα που απλώς περίμεναν την παλινόρθωση μέρους του συστήματος. Ήξεραν ότι είναι μόνο θέμα χρόνου. Σήμερα το σύστημα αυτό δέχεται ένα βαρύ χτύπημα από το στέλεχός του Τ. Μαντέλη και αγωνιά για την επόμενη μέρα. Μήπως τα κύματα των ημερών αφήσουν ως απόνερα έξω από τις πόρτες και άλλων στελεχών άσχημα νέα, άσχημα στοιχεία; Το ξήλωμα του εκσυγχρονιστικού πουλόβερ άρχισε απότομα και όταν φτάσει η ζημιά στα μανίκια (που είναι πάντα το δύσκολο σημείο στα πουλόβερ μια και έχουν «ενώσεις») μπορεί να αρχίσει να γίνεται λόγος για το πώς επελέγη η συμμετοχή στο ευρώ. Με ποια ισοτιμία, ποιες ήταν οι πραγματικές δυνατότητες της Ελλάδας, γιατί ήταν καταστροφικό το 340,75 δραχμές για ένα ευρώ, μήπως αυτό που πληρώνουμε τώρα είναι οι τότε επιλογές και άλλα ερωτήματα πολύ πιο σύνθετα από την περίπτωση Μαντέλη. Πόσο απέχουμε αλήθεια από την αποδόμηση (και της εικόνας) της εκσυγχρονιστικής αλχημείας;