«Επικοινωνία» και «κοινωνικός εμφύλιος»
Ησημερινή κυβέρνηση θα καταγραφεί στις μαύρες σελίδες της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας του τόπου. Όχι μόνο γιατί παρέδωσε την ελληνική κοινωνία και τη χώρα στους απηνείς μηχανισμούς του ΔΝΤ και της αγοράς.
Αυτή η ιστορική ταπεινωτική επιλογή συνδέεται με μια γενικότερη «φιλοσοφία» της ηγετικής ελίτ και του πρωθυπουργού, η οποία και συνιστά το κεντρικό χαρακτηριστικό της σημερινής διακυβέρνησης. Ποιο είναι το χαρακτηριστικό αυτό; Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αυτοπροσδιορίζεται στην πράξη ως εξουσία «μειωμένης ευθύνης», ως μια διακυβερνητική εξουσία που «ανέθεσε» στους μηχανισμούς της αγοράς και στο ΔΝΤ τις κεντρικές οικονομικές (αλλά και πολιτικοκοινωνικές στην πράξη) αποφάσεις, αρκούμενη στην απλή διαχείριση των αποφάσεων αυτών.
Όμως και στο σημείο αυτό, στο επίπεδο της εφαρμογής και της διαχείρισης, ακολούθησε την ίδια ανευθυνοϋπεύθυνη στάση: Μετέφερε στην κοινωνία τις δικές της ευθύνες, ενσπείροντας έναν πρωτοφανή «εμφύλιο πόλεμο» μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, των επαγγελμάτων, των ταμείων ασφάλισης των εργαζομένων, με επίκεντρο το θέμα της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής και με περιφερικά, αλλά ιδιαίτερα κρίσιμα πεδία αυτά των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, του χρόνου εργασίας, της εξίσωσης ανδρών – γυναικών, των εισοδημάτων μεταξύ των εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
Η κυβέρνηση δεν κυβερνά, δηλαδή δεν παίρνει και δεν εφαρμόζει αποφάσεις στα κρίσιμα θέματα, αλλά νομοθετεί γενικώς και κυρίως ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙ μέσω των ΜΜΕ, η στήριξη των οποίων προς την κυβέρνηση προσλαμβάνει μορφές ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι μηχανισμοί της διαπλοκής, που σχεδόν βρίσκονται στο απυρόβλητο, δίνουν τη δική τους μάχη για να κερδίσουν θέσεις (οικονομικές και πολιτικές) μέσα σε μια περίοδο αναταραχής, ανασφάλειας, έκπτωσης και απαξίωσης της πολιτικής εξουσίας, ώστε να καλύψουν το ιστορικό κενό που δημιουργείται μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής.
Το «μενού» της επικοινωνιακής επίθεσης των «κυνηγών κεφαλών» περιλαμβάνει λίστες φοροφυγάδων, επίλεκτες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών, τους δημοσίους υπαλλήλους γενικώς, τα «κλειστά επαγγέλματα», τα «ευγενή» Ταμεία κ.λπ. κ.λπ. Οδηγείται με τον τρόπο αυτό ο κάθε πολίτης, η κάθε κοινωνική – επαγγελματική ομάδα, σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου ο καθένας θα καταγγέλλει και θα κατηγορεί τον «διπλανό» του και θα στρέφεται εναντίον του…
Όλες αυτές οι πρακτικές εντάσσονται στο γενικό «ιδεολόγημα» που καλλιεργούν επιμελώς τα ΜΜΕ: «Όλοι φταίμε», «Συμμετείχαμε όλοι στο πάρτι», «Όλοι πλούτισαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο», «Καταναλώσαμε περισσότερα από όσα δικαιούμεθα»…
Αυτή η συνολική επίρριψη ενοχής, η συλλογική «αυτοκαταγγελία», επιμερίζεται στη συνέχεια και διαχέεται στην κοινωνία, όπου ο καθένας αναζητεί τους «διπλανούς» του ενόχους… Το πρόβλημα συνεπώς, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, είναι κοινωνικό, αναφέρεται σε μια ιστορική κοινωνική κουλτούρα και δεν αφορά παρά εμμέσως, περιθωριακά, τους οικονομικούς και πολιτικούς φορείς της διαπλοκής…
Ένα είναι το βασικό καθήκον της σημερινής κυβέρνησης: να ψηφίσει και να εφαρμόσει ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, να πατάξει αμείλικτα τη φοροδιαφυγή, τη φοροκλοπή, την εισφοροδιαφυγή, να καταργήσει τους κάθε είδους μεσάζοντες και «προμηθευτές», να περιστείλει αποτελεσματικά τις σπατάλες στο Δημόσιο και στους Οργανισμούς. Ταυτόχρονα έχει χρέος να διευκολύνει νομοθετικά τη Δικαιοσύνη να εκδίδει άμεσα αποφάσεις για υποθέσεις φοροδιαφυγής, ώστε να προκύπτουν άμεσα αποτελέσματα.
Όλα τα άλλα είναι πολιτικές εντυπωσιασμού, που δεν αντιμετωπίζουν αλλά αναπαράγουν εσαεί τη δομική διαφθορά, τη συναλλαγή, τη διαπλοκή, κρατώντας σε ιστορική καθήλωση την κοινωνία και τη χώρα.
Δυστυχώς, με την τακτική της αυτή η κυβέρνηση αποδυναμώνει το τελευταίο και μοναδικό της έρεισμα. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση απαιτείται πριν απ’ όλα κοινωνική ενότητα, συνοχή, που θα θεμελιώνεται στις αρχές της ισονομίας και της δικαιοσύνης. Μια κοινωνία που διαπερνάται από διχαστικού τύπου συνθήματα, από επιλογές που επιβαρύνουν άνισα και άδικα τα ασθενέστερα στρώματα, από αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, δεν έχει καμία προοπτική.
Η αξιοπιστία, το κύρος, η αξιοπρέπεια του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων, των πολιτικών προσώπων βρίσκονται στο ναδίρ. Η αποδοκιμασία κατά του Κοινοβουλίου και των πολιτικών φορέων προσλαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις. Όμως οι γενικές καταγγελίες και οι αφορισμοί δεν προσφέρουν τίποτα…
Ασφαλώς οι πολιτικοί που ενέχονται αποδεδειγμένα σε πράξεις συναλλαγής και διαφθοράς θα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Όταν ο ίδιος ο Τ. Μαντέλης αναβιβάζει το ύψος της μίζας για τις προγραμματικές συμβάσεις (ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΗΣΑΠ) που υπεγράφησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο ύψος των 10 εκατ. μάρκων, τότε δικαίως διατυπώνεται η απαίτηση: «Φέρτε πίσω τα κλεμμένα»…
Όμως το πρόβλημα δεν λύνεται ούτε με τις Εξεταστικές Επιτροπές ούτε με τις καταγγελίες ή τις φήμες.
Έχει ή όχι τη δύναμη η κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα, να κόψει οριστικά τα ιστορικά δεσμά του με τη διαπλοκή; Μπορεί να συγκρουσθεί με τα μεγάλα συμφέροντα που σήμερα καγχάζουν παρακολουθώντας και αναρριπίζοντας τον «κοινωνικό εμφύλιο» που πυροδότησε η κυβέρνηση;
Χρειάζεται ασφαλώς συνείδηση της ιστορικής ευθύνης, της κρισιμότητας των καιρών. Την οποία δεν μπορεί κανείς να απαιτήσει από μια κυβέρνηση πολιτικώς «ελλιποβαρή», που «αποφασίζει» με βάση τις εντολές, τις υπομνήσεις και τα «ραβασάκια» που δέχεται από τους πάτρωνες του ΔΝΤ. Γιατί ακόμα και η πολιτική αξιοπρέπεια φαίνεται ότι ανήκει στα «αγαθά εν ανεπαρκεία»…