Επικαιρότητα
1
Η Τουρκία προχωρά αλματωδώς στην απόκτηση πυρηνικής ενέργεια, που τελική κατάληξη συνήθως έχει και τη δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου. Πριν ο Ερντογάν επισκεφθεί επίσημα την Αθήνα και συγκεκριμένα στις 12 Μαΐου φιλοξένησε στην Άγκυρα τον ρώσο Πρόεδρο Μεντβέντεφ, με τον οποίο υπέγραψε 20 συμφωνίες. Κυριότερη από τις οποίες ήταν η συμφωνία για την κατασκευή στην Τουρκία, από ρωσική κοινοπραξία, εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο Ακούγιου της νότιας Τουρκίας. Το σύνολο της επένδυσης θα φτάσει στα 20 δισ. δολάρια και οι Ρώσοι θα κατέχουν πλειοψηφικό μερίδιο. Μέσα στις 20 συμφωνίες υπάρχει βέβαια και η σημαντική που αφορά τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου από τη Μαύρη Θάλασσα στη Σαμψούντα και από εκεί με αγωγό στο τουρκικό λιμάνι Τζεϊχάν και στη συνέχεια θα μεταφέρεται στην Ευρώπη με πλοία της ρωσικής Transneft και της ιταλικής ENI. Αυτός ο αγωγός ασφαλώς θα αντικαταστήσει τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, ο οποίος μάλλον ματαιώνεται. Και ματαιώνεται αφενός μεν για τις παράλογες αξιώσεις της Βουλγαρίας και από τη σχεδόν αδιαφορία της τωρινής κυβέρνησης της Ελλάδας. Με τη συμμετοχή της και στον ευρωπαϊκό αγωγό Nabucco η Τουρκία αποκτά σημαντική ενεργειακή θέση που εξυπηρετεί άριστα τα συμφέροντα και τα δικά της και της Ρωσίας. Γι’ αυτό και ο ρώσος Πρόεδρος, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, δήλωσε ότι η ρωσοτουρκική σχέση αποκτά τη σημασία στρατηγικού δεσμού. Και πράγματι οι δύο χώρες, Ρωσία και Τουρκία, δένονται μεταξύ τους με τα δεσμά της εξυπηρέτησης κοινών συμφερόντων.
Η τρίτη βαρυσήμαντη συμφωνία ήταν πολιτικού περιεχομένου και αφορά τη συνεννόηση των δύο χωρών σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, που αφορούν την περιοχή μας. Όπως είναι για παράδειγμα τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής, τα προβλήματα που δημιουργεί το αυτονομιστικό κίνημα της Τσετσενίας και γενικά οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ Ρωσίας και των χωρών της τέως ΕΣΣΔ. Αυτή η σύμπλευση Ρωσίας – Τουρκίας θα επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις στην περιοχή μας. Επομένως η Τουρκία βαδίζει ολοταχώς στο να καταστεί περιφερειακή δύναμη με τη βοήθεια όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και της Ρωσίας. Έτσι ο Ταγίπ Ερντογάν πρέπει να θεωρηθεί ο ικανότερος πολιτικός της περιοχής μας, γιατί συντονίζει για τη χώρα του τα πλεονεκτήματα από Ανατολή και Δύση.
2
Τα αποτελέσματα των βρετανικών εκλογών δεν έδωσαν αυτοδυναμία στους Συντηρητικούς και έτσι κατέληξαν στη Βρετανία στον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Συνήθως στη χώρα αυτή από το 1935 και μετά σχηματίζονταν μονοκομματικές κυβερνήσεις. Με τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς να εναλλάσσονται στην εξουσία. Οι Βρετανοί φέτος αποφάσισαν ότι είναι προς το συμφέρον τους ο σχηματισμός συμμαχικών κυβερνήσεων, καθώς τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση μπορούν να συμφωνούν σε πολιτικές που είναι ευθυγραμμισμένες με το πρόγραμμα των κομμάτων που συμμετέχουν. Και με τον συγκερασμό των απόψεων μπορούν να προκύψουν πολιτικές που να εξυπηρετούν περισσότερο τα συμφέροντα των πολιτών. Αυτό είναι και το προνόμιο των κυβερνήσεων που δεν στηρίζονται μόνο σε ένα κόμμα που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία. Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις ενέχουν μια δόση απολυταρχικής συμπεριφοράς, καθώς νομίζουν ότι ο λαός είναι γοητευμένος από το πρόγραμμά τους. Και είναι διατεθειμένος να ανεχθεί τις όποιες αντιλαϊκές αποφάσεις. Είναι πλάνη να νομίζουν μερικοί ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις είναι πλέον αποδοτικές. Ο μύθος αυτός κατέρρευσε με τη μεγάλη συμμαχία του κόμματος της Μέρκελ με τους Σοσιαλιστές του Σρέντερ στη Γερμανία. Ο «μεγάλος συνασπισμός» πέτυχε πολλά. Έτσι οι βρετανοί ψηφοφόροι αποφάσισαν ότι 75 χρόνια ήταν πολλά που ανέχτηκαν τις μονοκομματικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών και των Εργατικών. Και δεν έδωσαν την αυτοδυναμία σε κανένα κόμμα. Ο ηγέτης των άγγλων Συντηρητικών Κάμερον υποχώρησε σε πάρα πολλά σημεία απέναντι στις απαιτήσεις των Φιλελευθέρων Δημοκρατών του Νικ Κλεγκ. Κι έτσι κατέληξαν στη συγκατοίκηση στην εξουσία. Ίσως αυτές οι πολιτικές εξελίξεις στις δύο μεγάλες χώρες της Ευρώπης (Γερμανία – Βρετανία) να αποτελούν πρόδρομο σημάδι ότι η παντοδυναμία και η μονοπώληση της εξουσίας από δύο μεγάλα κόμματα γρήγορα θα αποτελέσουν παρελθόν για την Ευρώπη. Και μόνο Ρωσία και ΗΠΑ θα διαθέτουν πλέον για αρκετά χρόνια ακόμη μονοκομματικές κυβερνήσεις.