Εθνικές επιπτώσεις από την κρίση

Η κρίση στη χώρα μας δεν ήταν ούτε τυχαίο γεγονός ούτε φυσικό φαινόμενο. Υπήρξε κατά κύριο λόγο σύμπτωμα δομικών παθογενειών του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα η ελληνική κρίση απεκάλυψε, ανέδειξε πανηγυρικά και τις παθογένειες μιας ναρκισσιστικής, δυσλειτουργικής και εθνοκεντρικά προσανατολισμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οφείλουμε να αντλήσουμε διδάγματα και μαθήματα από την κρίση, να καταμετρήσουμε τις επιπτώσεις της στη χώρα μας, δηλαδή τις εμφανείς και αθέατες ζημιές που υποστήκαμε ως έθνος και ως κράτος. Τα μαθήματα από την κρίση είναι αναγκαία για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε με σχέδιο και στρατηγική το μέλλον, έτσι ώστε να μην επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ξαναβρεθούμε ποτέ στην ίδια ή σε παρόμοια κατάσταση ταπείνωσης, αναξιοπρέπειας και ανείπωτου συλλογικού πόνου, όπως σήμερα.
Μάθημα πρώτον: Πληροφορηθήκαμε προ καιρού, εν μέσω κορύφωσης της κρίσης, πως η κυβέρνηση συνέστησε κατεπειγόντως ad hoc Oμάδα Διαχείρισης Κρίσεων. Αυτό σημαίνει πως η χώρα δεν διέθετε στο παρελθόν και σήμερα δομές παραγωγής πολιτικής και εθνικού σχεδιασμού.
Σε κάθε σοβαρό κράτος παρόμοιοι θεσμοί χάραξης στρατηγικής και διαχείρισης κρίσεων αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και ζωτική δομή της κρατικής μηχανής. Έπρεπε τουλάχιστον από το 1974, εν όψει και της διαρκούς απειλής από την Τουρκία και της ένταξής μας στην τότε ΕΟΚ, του σχεδιασμού της Ελλάδας του μέλλοντος, του πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού του κράτους, να είχαν θεσμοθετηθεί
ομάδες στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων, με αποστολή τον σχεδιασμό της πολιτικής γι’ αυτά που έρχονταν, με στόχο την πρόληψη και όχι την αντιμετώπιση εξελίξεων post mortem. Είναι γνωστό πως η αποστολή του πολιτικού και της πολιτικής είναι, όπως ξέρουμε από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Μαξ Βέμπερ, συνυφασμένη με την πρόβλεψη.
Είναι επίσης γνωστό πως η ελληνική πολιτική και οι φορείς της πολιτικής, δηλαδή η πολιτική ηγεσία του τόπου, διαχρονικά αρέσκονταν να αυτοσχεδιάζουν κατά τρόπο επιπόλαιο και ανεύθυνο, να κινούνται και να σκέφτονται με αποκλειστικό κριτήριο το πολιτικό κόστος, την εξυπηρέτηση του πελατειακού συστήματος.
Μάθημα δεύτερον: Οφείλουμε πλέον να ξεπεράσουμε μια παραδοσιακή ψευδαίσθηση που καλλιεργήθηκε από ορισμένους κύκλους τις τελευταίες δεκαετίες, πως η Ευρώπη αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο που μπορεί να μην έχει επιτύχει την πολιτική του ενοποίηση ακόμα, αλλά λειτουργεί περίπου αυτόματα αλληλέγγυα και υποστηρικτικά προς τα μέλη του οσάκις αναφύεται ένα εθνικό ή κρατικό τους πρόβλημα. Αυτό το ζήσαμε το βράδυ των Υμίων, όταν έμεινε παροιμιώδης η φράση του Κίσινγκερ για το τηλέφωνο στην Ευρώπη που δεν απαντά. Η κυρία Μέρκελ λειτούργησε γερμανικά και όχι ευρωπαϊκά, μας άφησε να φτάσουμε στο χείλος του γκρεμού και μόνο όταν αισθάνθηκε ότι επέρχεται «τσουνάμι» στις ευρωπαϊκές οικονομίες, με επιπτώσεις και στη δική της, αποφάσισε να συμμετάσχει, επιτέλους, στον μηχανισμό στήριξης της Ελλάδος. Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα κράτη-έθνη δεν έχουν καταργηθεί ούτε στην Ευρώπη ούτε φυσικά και παγκοσμίως. Παρά τη χίμαιρα, τον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης, τα κράτη της Ευρώπης λειτουργούν πρωτίστως με αφετηρία το εθνικό τους συμφέρον, ενώ η πολιτική ενοποίηση της ΕΕ αποτελεί μουσική του μέλλοντος. Παρά ταύτα, η ελληνική κρίση σπρώχνει την Ευρώπη στην κατεύθυνση της οικονομικής διακυβέρνησης.
Μάθημα τρίτον: H κοινωνική αλληλεγγύη, η κοινωνική πειθαρχία και η αταλάντευτη προσήλωση στο κοινό καλό, στο δημόσιο συμφέρον, αποτελούν όρους επιβίωσης της χώρας και του κράτους. Οφείλουμε επιτέλους να στιγματίσουμε και να υπερβούμε ανεπιστρεπτί τη συντεχνιακή λογική των συνδικάτων και των συνδικαλιστών, οι οποίοι λειτουργούν συνήθως με τις ανεύθυνες και απερίσκεπτες συντεχνιακές λογικές των απεργιών τους εις βάρος της χώρας.
Ποιο είναι το κόστος και τα παρεπόμενα της σημερινής κρίσης για τη χώρα μας; Η πρώτη επίπτωση της σημερινής κρίσης δεν είναι μόνο η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, αλλά κυρίως η υποβάθμιση της αξιοπιστίας και του κύρους της. Έχει τρωθεί η αξιοπρέπεια και η περηφάνια όλων μας ως Ελλήνων, ατομικά και συλλογικά. Αν μάλιστα αναλογιστούμε σε ποια κατάσταση βρισκόταν η χώρα μας το 1990-1995 με την κατάρρευση του διπολικού συστήματος και την καταβαράθρωση των βαλκανικών κρατών και των πολιτικών συστημάτων, με τη χώρα μας να αναγνωρίζεται από όλους ως η υπερδύναμη της περιοχής, πρέπει να ομολογήσουμε πως σήμερα ζούμε μια ολική ανατροπή της εικόνας, του κύρους και της αξιοπιστίας της Ελλάδος.
Η δεύτερη επίπτωση αφορά το κύρος του κράτους ως οντότητας παροχών πίστης και εμπιστοσύνης στους πολίτες, που έχει τρωθεί σοβαρά. Έχει πληγεί η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην πολιτική και στους πολιτικούς. Αυτό σημαίνει πως μπορεί η πολιτική κουλτούρα της χώρας να οδηγηθεί σε ακραίες συμπεριφορές. Το ένα άκρο αναφέρεται στην αδιαφορία, την παθητική στάση, τον φόβο, την απαισιοδοξία και την απουσία ονείρου και το άλλο μπορεί να παραπέμπει στην εκδήλωση της βίας και της αμφισβήτησης των δημοκρατικών θεσμών.
Σήμερα πρέπει να ξαναβρούμε την αισιοδοξία μας, να σκεφτούμε θετικά και να προχωρήσουμε με συναίνεση, με συστράτευση όλου του έθνους, σε μια πορεία ανάκαμψης και αποκατάστασης της αξιοπιστίας και της αξιοπρέπειάς μας. Πρέπει να βρούμε τη δύναμη του ονείρου και την προοπτική της αποκατάστασης του κύρους και της εθνικής μας υπερηφάνειας μέσα από τον πολιτισμό και τη μακραίωνη
Ιστορία μας, μια πορεία που δίδαξε τον σύγχρονο ευρωπαϊκό και οικουμενικό πολιτισμό.
Η χώρα χρειάζεται κατεπειγόντως νέα πολιτική ηγεσία. Το πολιτικό προσωπικό τής αναξιοπρέπειας και της ταπείνωσης δεν μπορεί να οραματιστεί το μέλλον. Η Ελλάδα χρειάζεται νέα ηγεσία, που να εμπνέει, να καθοδηγεί, να παρέχει πίστη και εμπιστοσύνη πως θα ανατάξει το έθνος, θα το οδηγήσει σε μια νικηφόρα πορεία πολιτισμού και προόδου, και δεν θα επιτρέψει ποτέ ξανά σε αυτήν τη χώρα να υποστεί τέτοιου είδους ταπείνωση.
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ μίλησε σε όλους εμάς τους Ταπεινωμένους Έλληνες διά στόματος Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Σοφοκλή, Αριστοφάνη και των άλλων γιγάντων του πνεύματος της κλασικής Ελλάδος που έθεσαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού και οικουμενικού πολιτισμού.


Σχολιάστε εδώ