Mε τον αέρα του στρατηγικού κηδεμόνα!
Οπόταν και οποιαδήποτε απόπειρα διακρατικής προσεγγίσεως, απαιτεί άλλα μέτρα. Και άλλες δυναμικές. Κυρίως όμως κάποιες προϋποθέσεις, προκειμένου νʼ αποτραπούν υποτροπές με ανεπιθύμητο κόστος για το αδύνατο σκέλος της έως και καταθλιπτικής ελληνοτουρκικής ανισοσθένειας.
Η αφελής θεωρία για την ανάγκη περίπου εξευμενιστικής συμπεριφοράς, έναντι του στρατηγικού υψαυχενισμού της Άγκυρας, αποδεικνύεται πρωτίστως έως κι επικίνδυνη. Τουλάχιστον με τον τρόπο που η ελληνική πλευρά τη διαχειρίζεται. Γιʼ αυτό άλλωστε και διεβουκολήθη βαναύσως από τη φιλοξενούμενη πλευρά, ο πρωθυπουργός της οποίας υπερέβη τα εσκαμμένα, συμπεριφερόμενος με τον αέρα του στρατηγικού εν πολλοίς κηδεμόνα. Οπόταν και η ελληνική διπλωματική ευκαμψία δεν απεδείχθη ποσώς ικανή να κάμψει τον απροκαλύπτως εκδηλούμενο νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό.
Ό,τι και να συμβαίνει, στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Και δεν μπορεί να υπάρξουν πραγματικές υπερβάσεις (καθόλα ευκταίες φυσικά) εάν τα μειδιάματα και οι οποιεσδήποτε υποσχετικές δεν μεταποιηθούν σε ανάλογες πολιτικές. Οι οποίες να δώσουν περιεχόμενο σε όσα προβάλλονται καθʼ υπερβολήν ως πολιτικές προθέσεις. Όταν μάλιστα διατυπώνονται (αδασμολογήτως πάντοτε) υπό την σκιάν των σαφώς επιθετικών προκλήσεων. Με κατʼ εξακολούθησιν βάναυσες παραβιάσεις του εθνικού (εναερίου και θαλασσίου) χώρου. Με τρόπο που προδίδει σαφές σχέδιο προαγωγής (κι επιβολής) γεωπολιτικών τετελεσμένων, τα οποία σκοπούν αμέσως σε περιστολή (ή καλύτερα περιτομή) της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Γιατί όπως και αν ερμηνευθούν όσα το τριήμερο της επισκέψεως Ερντογάν εβίωσε ο Ελληνισμός, με την απόβαση των τουρκικών μειδιαμάτων στην Αθήνα και την επίθεση φιλίας από τον όντως χαρισματικό Ταγίπ Ερντογάν (εκ παραλλήλου βεβαίως με όσα κατεγράφοντο την ίδια στιγμή στον αιγαιωτικό χώρο από τα τουρκικά μαχητικά), η αλήθεια είναι ότι:
1. Τίποτε πέραν όσων συνιστούν ζητήματα ήσσονος πολιτικής σημασίας δεν υπήρξε που να δίδει ελπίδες ουσιαστικής αλλαγής όσον αφορά τις τουρκικές γεωστρατηγικές επιδιώξεις σʼ αυτήν τη γεωγραφία. Οι οποίες και συνοψίζονται: α) Όσον αφορά το Αιγαίο σε συγκυριαρχία. Με τη θεωρία του πελάγους «που μας ενώνει» και το εφεύρημα των αόπλων υπερπτήσεων! Και β) σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα, σε υποδείξεις (που μεταφράζονται σε απαιτήσεις) για εθνικό αυτοπροσδιορισμό της.
2. Εμμονή στις πάγιες βλέψεις όσον αφορά το Κυπριακό, με την προβολή «νέων ιδεών» – όπως είναι η συγκρότηση διασκέψεως των εγγυητριών δυνάμεων, με τη συμμετοχή και άλλων κέντρων αποφάσεων. Η οποία να επιταχύνει λύση πριν από το τέλος αυτού του χρόνου, πάνω στη βάση ενός οιονεί ομοσπονδιακού μοντέλου. Με συνομοσπονδιακές όμως δομές, όπως αυτές προδιαγράφονται στο έωλο σχέδιο που ο Κυπριακός Ελληνισμός απεποιήθη με το δημοψήφισμα του 2004.
Η ανάγνωση των συναφών δηλώσεων του τούρκου πρωθυπουργού δεν είναι καθόλου δύσκολη.
Αντιθέτως. Όταν μάλιστα ο νεοοθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός με πολλή δυσκολία μπορούσε να επικαλυφθεί. Καθώς και ο Ερντογάν (και από κοντά ο σιωπηλός θεωρητικός του δόγματος του «στρατηγικού βάθους» ΥΠΕΞ Αχμέτ Νταβούτογλου) βίωναν τη συρρίκνωση των ελληνικών δυνατοτήτων και την περιστολή των αντιστάσεων, ως συνέπεια των τραυματικών οικονομικών αγκυλώσεων.
Υπό το φως αυτών των συνοπτικών προσεγγίσεων και όσων έχουμε γίνει κοινωνοί, αντιλαμβανόμεθα ότι όντως λάθος υπήρξε η πρόσκληση και τελικά η επίσκεψη Ερντογάν αυτήν τη στιγμή. Γιατί εκείνος ήλθε στρατηγικά πάνοπλος και ισχυρός. Σε μιαν Αθήνα που ό,τι της έμεινε, είναι να μετρά πληγές και νʼ αναζητά εναγωνίως διεξόδους. Με αποτέλεσμα να γίνεται αποδέκτης ακόμη και απρεπών παρεμβάσεων (και συστάσεων) Ερντογάν, για θέματα στα οποία μόνον με ρόλο στρατηγικού κηδεμόνος μπορούσε να έχει λόγον.