Το κυπριακό πρόβλημα: Μια πραγματιστική προσέγγιση

Ο Γιώργος Παπανδρέου πρότεινε τη συνέχιση και ενδυνάμωση της διαδικασίας των απευθείας συνομιλιών που διεξάγονται εδώ και δύο χρόνια μεταξύ του Προέδρου Χριστόφια και του εκάστοτε Προέδρου των Τουρκοκυπρίων με στόχο την επίτευξη μιας «δίκαιης και λειτουργικής λύσης» στο Κυπριακό πρόβλημα, ενώ ο τούρκος πρωθυπουργός πρότεινε τη σύγκληση μιας διεθνούς διάσκεψης περιορισμένων διαστάσεων με συμμετοχή κυρίως των ενδιαφερόμενων μερών: Ελλάδας – Τουρκίας, των δυο κοινοτήτων, πιθανότατα με την προσθήκη του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ. Πρόκειται για δυο τελείως διαφορετικές διαδικασίες που για να τις αντιληφθεί κανείς και να διατυπώσει άποψη οφείλει να ανακαλέσει στη μνήμη του την ιστορική διαδρομή του προβλήματος, τουλάχιστον στις αφετηρίες της και τον σημερινό συσχετισμό ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Το κυπριακό ζήτημα διάγει φέτος αισίως το 65ο έτος από τη γένεσή του ή την αναθέρμανσή του το 1955 με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων εναντίον του βρετανικού αποικιακού ζυγού. Τότε αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα, ιδιαίτερα όμως από τη διεθνή δημοσιότητα ως διεθνές πρόβλημα, εντασσόμενο στο διεθνές κύμα αποαποικιοποίησης όπου αναγνωριζόταν στις αποικίες το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης με εφαρμογή της αρχής του «one man, one vote». Αρχή που δεν εφαρμόστηκε στην Κύπρο κατ’ εξαίρεση, αφού όπως τόνισε και ο τότε υπουργός Αποικιών της Βρετανίας Hopkison, η περίπτωση της Κύπρου ανήκει στις περιοχές του κόσμου όπου, λόγω της στρατηγικής θέσης της νήσου, «ΠΟΤΕ» δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή αυτοδιάθεσης, τοποθέτηση που απετέλεσε ουσιαστικά παραβίαση της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής. Η επίλυση που τότε επετεύχθη και που θεωρήθηκε ως πολιτικός συμβιβασμός μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με βρετανική επιδιαιτησία, βασίστηκε κυρίως στη συνεννόηση μεταξύ Καραμανλή και Μεντερές το 1959 στη Ζυρίχη και εν συνεχεία στο Λονδίνο.
Το Κυπριακό, όντας διεθνές θέμα, ακολούθησε με αυτήν την ιδιότητα να απασχολεί τη διεθνή κοινότητα, τον ΟΗΕ και άλλα διεθνή φόρουμ και στις δεκαετίες που ακολούθησαν: του ’60, του ’70, μέχρι και το 2004, με διαφοροποιημένη κατά καιρούς ένταση στην παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα στη διαδικασία επίλυσής του. Το 2004 απετέλεσε ουσιαστικά ορόσημο στην πορεία του προβλήματος, αφού έπειτα από πολυετή διαμεσολαβητική παρέμβαση του Παγκόσμιου Οργανισμού εκπονήθηκε και παρουσιάστηκε στη δημοψηφισματική κρίση του κυπριακού λαού, στη δομή των δύο κοινοτήτων, σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού που προεβλήθη και κατετέθη από τον πρώην Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν. Το γνωστό πλέον στην Ιστορία ως Σχέδιο Ανάν απερρίφθη πανηγυρικά με μεγάλη πλειοψηφία από τους Ελληνοκυπρίους ως απολύτως δυσλειτουργικό, ρατσιστικό και εν γένει απαράδεκτο. Ταυτόχρονα η Κύπρος, τον Μάιο του 2004 εντασσόταν, όπως προβλέπεται, ως Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου με τις πρόνοιες της κρατικής οντότητας του 1960. Αυτά τα ιστορικά ορόσημα έκλεισαν έναν κύκλο διεθνοποίησης του κυπριακού προβλήματος ενώ παράλληλα με την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια στην Προεδρία της Δημοκρατίας άνοιξε ένας κύκλος εσωτερικοποίησης ως διαδικασίας επίλυσης με την έναρξη απευθείας συνομιλιών μεταξύ του Προέδρου Χριστόφια και του επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Έχουμε υπογραμμίσει πολλές φορές και από αυτήν τη στήλη τη βάσιμη αμφισβήτηση κάθε σοβαρού αναλυτή, της ικανότητας του εκάστοτε τουρκοκύπριου συνομιλητή ν’ αποφασίζει για την κοινότητά του σε ό,τι αφορά την επίλυση του Κυπριακού. Ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων εξαρτάται απολύτως από τη θέληση και τη βούληση της Άγκυρας. Αυτό σημαίνει πως εκείνος που πρέπει να πεισθεί για την αναγκαιότητα αλλαγής πολιτικής στην Κύπρο δεν είναι ούτε ο Ταλάτ ούτε ο Έρογλου, αλλά ο τούρκος πρωθυπουργός, ο οποίος εσχάτως εμφανίζεται αναβαθμισμένος πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας του, αφού σαρώνει χωρίς κόστος το κεμαλικό κατεστημένο με τις ουσιαστικές εκκαθαρίσεις που πραγματοποιεί στο Στράτευμα. Όντως το Κυπριακό έχει τεθεί ουσιαστικά εκτός διεθνούς ατζέντας, καταφέραμε να απενοχοποιήσουμε την Τουρκία από το διεθνές έγκλημα που διέπραξε στη Κύπρο το ’74. Κανείς δεν ασχολείται πραγματικά με το πρόβλημα της Κύπρου, όσοι δε ασχολούνται το προσεγγίζουν ως υπόθεση εσωτερική των δυο κοινοτήτων. Το μόνο όπλο που μας μένει είναι η Ελλάδα και η ΕΕ, κυρίως ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, να αναλάβουν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση του τούρκου πρωθυπουργού, μέσα από ένα καλά επεξεργασμένο στρατηγικό πλάνο με στόχο να πεισθεί η Άγκυρα να συμβάλλει στη λύση «δίκαιη και βιώσιμη» του αρχαιότερου σύγχρονου διεθνούς προβλήματος που, μαζί με το παλαιστινιακό, ταλανίζει ακόμη την Ευρώπη και την υφήλιο. Η Κύπρος εξακολουθεί να είναι ανοιχτή πληγή στην ψυχή του Ελληνισμού και στίγμα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.


Σχολιάστε εδώ