Το παράδοξο της «στρατηγικής» της συνεννόησης

Ενώ η επίσκεψη Ερντογάν βρίσκεται ήδη στο τελείωμά της, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τα αποτελέσματα μιας στρατηγικής που έχει ήδη σχεδιασθεί, της συνεννόησης των δύο χωρών εφ’ όλης της ύλης. Και το παράδοξο έγκειται στο θεμελιώδες ερώτημα που εμφιλοχωρεί στη σκέψη κάθε αναλυτή: Γιατί αποφασίσθηκε αυτή η προδήλως «μακράς πνοής» στρατηγική τώρα;
Σε μια στιγμή δηλαδή που η Ελλάδα, ως κρατική οντότητα, δεν βρίσκεται απλώς με την πλάτη στον τοίχο, αλλά στο έδαφος,
αφού η βασική συνιστώσα του κράτους, που είναι η οικονομική δομή, και η κοινωνική συνοχή κινδυνεύουν με κατάρρευση.
Πώς είναι δυνατόν να διαπραγματευόμαστε όταν ως χώρα βρισκόμαστε σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας, όταν το κύρος και η αξιοπιστία του ελληνικού κράτους διεθνώς έχουν υποστεί βαρύτατο πλήγμα;
Όταν επίσης, από την άλλη μεριά, η Τουρκία κατάφερε εσχάτως όχι μόνο να εξέλθει νικηφόρα από την εποπτεία του ΔΝΤ αλλά και να καταταγεί στις 17 σημαντικότερες χώρες στον κόσμο, πράγμα που την καθιστά προνομιακό συνομιλητή όλων των μεγάλων δυνάμεων του σύγχρονου κόσμου και αξιόπιστο, δηλαδή υπολογίσιμο, παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή της
Εγγύς Ανατολής.
Η πρόβλεψη των οργανωτών και εμπνευστών των τωρινών συνεννοήσεων και των επαφών που θεσμικά πλέον θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια συμπεριλαμβάνει οργάνωση «δομημένων» σταθερών συναντήσεων με συμμετοχή υπουργών, ανώτατων κρατικών λειτουργών και τεχνοκρατών από τις δύο χώρες, με στόχο την απάλειψη εν τέλει των «διαφορών που χωρίζουν τις δύο χώρες» και την εμπέδωση ενός «πλαισίου συνεργασίας και κοινής πολιτικής» σε διάφορα επίπεδα εσωτερικής, εθνικής και διεθνούς πολιτικής.
Το μοντέλο αυτό, της στρατηγικής της «πολυδιάστατης προσέγγισης», επιχειρήθηκε από τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου το 1988 και κατέρρευσε δυο χρόνια αργότερα, αφού προηγήθηκε το «mea culpa».
Τότε η Ελλάδα ήταν ισχυρή, ενταγμένη ήδη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η Τουρκία δεν είχε επιτύχει ακόμη την τελωνειακή ένωση και ήταν πολύ πιο ανίσχυρη απ’ ό,τι σήμερα.
Το ερώτημα που τίθεται συνίσταται στο γιατί και πώς θα διαπραγματευθούμε. Πώς θα επιτύχουμε να πείσουμε τους Τούρκους να απαλείψουν τις διαρκείς υπερπτήσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο και τη σειρά των διακηρυγμένων επίσημα πλέον διεκδικήσεών τους επί ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, που δεν συνίστανται μόνο στη θαλάσσια και υποθαλάσσια ζώνη και στον εναέριο χώρο αλλά και επί του εδάφους, όπου και υφίσταται η αμφισβήτηση σειράς νησίδων και βραχονησίδων διά της εμφάνισης του ζητήματος των λεγομένων «γκρίζων ζωνών»;
Πώς θα καταφέρουμε να πείσουμε τους τούρκους «συνομιλητές μας» να μεταβάλουν την εδώ και πενήντα τουλάχιστον χρόνια υφιστάμενη στρατηγική τους στο Κυπριακό, υιοθετώντας τη λογική μιας αληθινά βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στην Κύπρο;
Πέραν τούτου, υπάρχουν επίσης και τα ζητήματα υψηλής πολιτικής που αναφέρονται στη σταθερή και συνεχή εδώ και πολλά χρόνια πολιτική υπονόμευσης της εθνικής δομής της Θράκης που ακολουθείται από το τουρκικό προξενείο, δηλαδή την τουρκική κυβέρνηση στην περιοχή. Το ζήτημα λοιπόν που αναφύεται δεν αφορά αυτή τούτη την επίσκεψη του τούρκου πρωθυπουργού, αλλά τη χρονική στιγμή που συμβαίνει αυτή, και κυρίως το περιεχόμενο της στρατηγικής που θα ακολουθήσει σε σχέση με το μέλλον της χώρας μας και την ικανότητά της να υπερασπιστεί κατά τρόπο επιτυχή και αποτελεσματικό το εθνικό συμφέρον, όπως αποτυπώνεται σε μείζονα εθνικά προβλήματα.
Διερωτάται κανείς τι θα συμβεί μετά την εξαΰλωση της θετικής ατμόσφαιρας που δημιουργείται σε πρώτο στάδιο και την ολοκλήρωση του κύκλου των βημάτων χαμηλής πολιτικής. Φυσικά ο Γιώργος Παπανδρέου έχει και μπορεί να αξιοποιήσει σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση, ενισχύοντας τη δική μας θέση, το ζήτημα της εσωτερικής διαπάλης και της δομικής σύγκρουσης στην οποία βρίσκεται ο τούρκος πρωθυπουργός με το στράτευμα και το κεμαλικό κατεστημένο. Είναι βέβαιο ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα θελήσει εν προκειμένω να αξιοποιήσει την επίσκεψη και την προσέγγιση με την Αθήνα για να επιτύχει τους στόχους αλλαγής που έχει στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Αυτό είναι ένα ισχυρό και αξιοποιήσιμο χαρτί έναντι της Άγκυρας.
Τέλος, να υπογραμμίσουμε ότι η Αθήνα πρέπει να παραμείνει αμετακίνητη στην αρχή που λέει πως οι βηματισμοί προσέγγισης θα πρέπει να γίνονται με παράλληλη αλλαγή της τουρκικής στάσης στο Κυπριακό.


Σχολιάστε εδώ