Μια φορά και έναν καιρό
Διαβάζομε στην καθημερινή λεσβιακή εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της 8ης Οκτωβρίου 1918 σχόλιο όπου οργίλος συντάκτης «τίλλει τας τρίχας της κεφαλής του» για όσα απαράδεκτα συμβαίνουν στους δρόμους της πόλεως με τους μαθητές τις ώρες που δεν βρίσκονται εντός του σχολείου ή κλειδαμπαρωμένοι πίσω από τα κουφωτά παντζουρόφυλλα του σπιτιού τους, αλλά κυκλοφορούν ελευθέρως και διαπράττουν μύριες όσες πρωτοφανείς σκανταλιές.
Διότι σύμφωνα με τα υπονοούμενα στο αρθρίδιο αυτά δεν ήσανε παιδιά, αλλά ο Βελζεβούλης αυτοπροσώπως σε ηλικία… «μείρακος» με σχολική περιβολή. Φόραγε δηλαδή στο κεφάλι του πηλήκιο διακοσμημένο στην μπροστινή του όψη με κουκουβάγια που είχε κάτι ματάρες «ΝΑ», τις οποίες όμως έκλεινε κατά περίπτωση παρακολουθώντας τα δρώμενα στας «ρύμας και τας αγυιάς» της πρωτευούσης του νησιού. Ή, ακόμα χειρότερα, φερόντουσαν σαν σαρακηνοί επιδρομείς, ενδεχομένως και σαν Κορύβαντες που ξεπήδησαν από τα έγκατα της γης για να ταράξουν τη γαλήνη των κατοίκων. Και φαίνεται πως η κατάσταση είχε φτάσει πια στο μη περαιτέρω, αφού ο δημοσιογράφος, εκπρόσωπος δηλαδή της τετάρτης εξουσίας, καλεί εναγωνίως τις άλλες τρεις να επέμβουν δραστικά. Αλλά ας πάρωμε κατά σειρά τα γεγονότα που υπέσκαπταν τον ομαλό βίο της πόλεως. Τα χρόνια εκείνα της αθωότητας υπήρχε ο θεσμός του «παιδονόμου», προσώπου δηλαδή επιφορτισμένου να επιβλέπει τη δημόσια εμφάνιση των μαθητών κατά τις ελεύθερες ώρες τους για να συμπεριφέρονται κοσμίως, να «ώσιν ευπρεπώς ενδεδυμένοι και εν χρω κεκαρμένοι», να φέρονται με σεβασμό εις τους ηλικιωμένους, όπως και στους ιερωμένους, έστω κι αν αυτοί αντί για καλυμμαύχι έφεραν… σαρίκι. Όλα αυτά είναι φυσικά αυτονόητα και έπρεπε οι κοινωνίες να τα τηρούν με σχολαστική ευλάβεια, επιβάλλοντας στα τέκνα τους σιδερένια πειθαρχία. Πλην όμως οι Λέσβιοι ήσαν ανέκαθεν εξ ιδιοσυγκρασίας επαναστάτες, με έντονα ανεπτυγμένο το αίσθημα της ελευθερίας. Και έχομε σαν πρόχειρη επιβεβαίωση της επαναστατικότητάς τους το βενιζελικό κίνημα του ’35 το οποίον εξερράγη στο νησί όταν η στάση είχε κατασταλεί στην υπόλοιπη Ελλάδα και οι στασιασταί είχαν συλληφθεί και παραπεμφθεί στα στρατοδικεία. Έχει παραμείνει ανεξακρίβωτο αν έγινε η εξέγερση και σήκωσαν μπαϊράκι επειδή δεν κρατιόντουσαν ή επειδή κάποιος στην Αθήνα αμέλησε να τους ενημερώσει για τις νεώτερες εξελίξεις του κινήματος. Με το φιλελεύθερο πνεύμα που κυριαρχούσε, αλλά χωρίς ν’ αποκλείονται και oι λόγοι οικονομίας, μιας και οι Μυτιληνιοί κατηγορούνται για τσιγκούνηδες, καταργήσανε τον θεσμό του παιδονόμου, απέστειλαν τους ευόρκως υπηρετούντας στα σπιτάκια τους και ο ζείδωρος άνεμος της ελευθερίας που άρχισε να πνέει έκανε τους νεαρούς βλαστούς να ξεσαλώνουνε ασυγκράτητοι. Σημειωτέον, η παραπάνω κακόβουλη φήμη ότι οι Μυτιληνιοί είναι τσιγκούνηδες αναιρείται από μια ειδησούλα της ίδιας εφημερίδας που πληροφορεί το λεσβιακό κοινό ότι «ο κ. Κ. Λ. προσέφερε για το Κωδωνοστάσιο του ιερού ναού Ζωοδόχου Πηγής Λαγκάδας δρχ. είκοσι δύο (22) προερχόμενες εξ… εισφορών!». Εν πάση περιπτώσει, γράφει γεμάτος οδύνη στο σχόλιό του για το κατάντημα της κοινωνίας ο συντάκτης, περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα την ανοίκειο συμπεριφορά των τέκνων τους: «Άλλοτε είχομεν παιδονόμους οι οποίοι επέβλεπον την αγωγήν των παίδων εις τους δρόμους. Τότε, όταν το μεσημέρι και το βράδυ οι μαθηταί και αι μαθήτριαι επέστρεφαν εις τους οίκους των απήρτιζον σειράς κατά συνοικίας, ετίθετο ο φρονιμώτερος εκ των μαθητών επικεφαλής, όστις τους οδήγει και όστις κατήγγελλε κατόπιν τους παρεκτρεπομένους εξ αυτών…».
Αν και αγνοούμε το χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο και τη φρασεολογία της εποχής με την οποία συνδιαλέγονταν τα παιδιά μεταξύ τους, ευκόλως μπορούμε να συμπεράνουμε διαχρονικά για τον τίτλο που απενέμετο εις τους… «φρονιμωτέρους» εκ των μαθητών. Ανεξάρτητα από αυτό, πιστεύομε ότι για να φτάσει η καταγγελία στους δασκάλους περί των «παρεκτρεπομένων καθ’ οδόν», δεν αρκούσε οι μαρτυριάρηδες να είναι οι φρονιμώτεροι, αλλά για λόγους αυτοάμυνας χρειαζόταν να είναι και ψωμωμένοι… Είχαν λοιπόν καταργήσει από προοδευτικότητα τους παιδονόμους, που καθισμένοι τώρα στα καφενεία παρακολουθούσαν γεμάτοι χαιρεκακία την επελθούσα μεταβολή, με τους μαθητές να έχουν γίνει ασύδοτοι και να βγαίνουν φύρδην μίγδην από τις τάξεις μόλις βάραγε η κουδούνα, συμπαρασύροντας ό,τι εύρισκετο στο διάβα τους. Τσαλαπατιόνταν κι αντί να κατευθυνθούν σεμνά και ταπεινά στα σπίτια τους στήναν καβγάδες μεταξύ τους, βρίζονταν, αλληλοκτυπιόνταν, πετροβολιόντουσαν, σίγουρα άνοιγαν κεφάλια, μα, το χειρότερο, μερικοί «κατήντησαν το φόβητρο των μαθητριών…». Επειδή η ανθρώπινη φαντασία είναι αχαλίνωτος, όφειλε ο συντάκτης να είναι περισσότερο σαφής περί του «πώς» φόβιζαν τα κορίτσια. Ευτυχώς σπεύδει παρακάτω να διευκρινίσει περί του τι ακριβώς συνέβαινε με την ελάχιστα ιπποτική τους συμπεριφορά απέναντι στα θήλεα. Γράφει: «Κτυπώσιν, ωθούσι, λιθοβολούσιν, αρπάζουσι τα πράγματά των…». Εδώ γεννώνται φυσικά μερικές απορίες σχετικά με τα πράγματα που τους άρπαζαν. Διότι τα χρόνια εκείνα οι μαθήτριες δεν περιφέρονταν σαν… πριμαντόνες. Ούτε Ρίμελ στα τσίνουρα βάζανε, ούτε με μέικ-απ πασάλειβαν τις παρθενικές τους παρειές ούτε νύχια έβαφαν ούτε άλλα καλλυντικά προμηθεύονταν με την οκά. Τα δε αγόρια, πάλιν, δεν συνήθιζαν τότε να… «ψιμυθιώνονται» ώστε να τ’ αρπάζουν για πάρτη τους. Όσο για τα «κινητά» για να στέλνουν SMS, αυτά ανακαλύφθηκαν όταν αυτές γίνανε γιαγιάδες, αν βέβαια ακόμα ζούσαν. Επομένως, εκείνο που μπορεί να τους «αρπάζουσι» είναι κανένα μολυβδοκόνδυλο, κοινώς μολύβι, μια ξύστρα, γομολάστιχα ή τη μαύρη εκείνη πλάκα, την αποκαλούμενη «αβάκιο», όπου έγραφαν κάτι πρόχειρο ή έκαναν πράξεις αριθμητικής. Και επειδή ήταν νοικοκυροκόριτσα, είχανε δεμένο στην κορνίζα της πλάκας για να σβήνουν τα γραμμένα ένα υγρό σφουγγαράκι νοτισμένο με νερό. Αυτή ήταν όλη κι όλη η κινητή περιουσία που κουβάλαγαν μαζί τους. Αλλά τα ίδια ακριβώς αντικείμενα είχανε όλοι οι μαθηταί. Άρα ποιος ο λόγος που γινόταν το γιουρούσι; Μάλλον εφορμούσαν στα θήλεα για σχετικό… «λαφτάκιασμα» κι όχι για να λαφυραγωγήσουνε την πραμάτεια τους…
Αυτό ασφαλώς συμπεραίνει ανατριχιάζοντας ο πονηρούλης σχολιαστής και γεμάτος από δικαιολογημένη οργή, μετατρέπει τη γραφίδα του σε ρομφαία και ξεσπαθώνει: «Αι ασχημίαι αυταί πρέπει να λείψωσι. Και θα λείψωσι αν διορισθώσι παιδονόμοι κατά συνοικίας, πληρωνόμενοι από τας σχολικάς περιουσίας, οι δε μαθηταί και αι μαθήτριαι, όταν σχολάσωσιν, να καταρτίζωσι σειράς, να επιβλέπωνται και να οδηγώνται υπό των φρονιμωτέρων εξ αυτών…».
Και ένας τελείως ηλίθιος μπορεί να φαντασθεί τη χοντρή γροθοπατινάδα που θα έπεφτε μεταξύ των μαθητών προκειμένου να επικρατήσει ο… φρονιμώτερος που θα τους οδηγούσε… Ας επωφεληθούμε πάντως στις μέρες μας του δημοσιεύματος, το οποίον οφείλομε να καταστήσωμε ευρύτατα γνωστό, ώστε όταν συναντούμε αφηνιασμένα κατά κάποιο τρόπο παιδόπουλα, που κατά κάποιο τρόπο είναι μαθητές, να προκαλούν το δημόσιο αίσθημα μ’ ένα σωρό «απρέπειες», να μπορούμε να επιδεικνύουμε απεριόριστη κατανόηση και, αντί της γνωστής και τετριμμένης δικαιολογίας: «Αυτά συμβαίνουν και εις Παρισίους», να λέμε απλά, γεμάτοι υπερηφάνεια και εθνικιστική έξαρση: «Αυτά συνέβαιναν και στη Μυτιλήνη τον περασμένο αιώνα…».