Μια φορά και έναν καιρό

Τα μέτρα, ως γνωστόν, ανακοινώθηκαν περί την μεσημβρίαν της Κυριακής, ώρα που επιλέχθηκε ως πλέον κατάλληλη επειδή οι εκκλησίες είχαν προ πολλού «σχολάσει», ώστε να μη συμπέσουν με την τέλεση της λειτουργίας οι χυδαίες κραυγές και οι βλάσφημες εκφράσεις των τηλεθεατών κατά την εκφώνηση των μέτρων. Την επιστολή για λόγους δεοντολογίας παραθέτουμε ως έχει:
Αξιότιμε κύριε,
Μπορεί την περασμένη εβδομάδα η στήλη να διεξήλθε επιτροχάδην την ιστορία του δημόσιου δανεισμού της χώρας, και να κατέγραψε με ψυχρότητα δικαστικού επιμελητή σε κατασχετήριο έγγραφο τα ποσά που μας προσέφεραν φιλόστοργοι δανεισταί, μαζί με άλλα διασκεδαστικά που συνέβησαν παραλλήλως. Τώρα όμως που η ιστορία επαναλαμβάνεται καθ’ όμοιον τρόπο υπάρχουν συμπολίτες μας που κλαψουρίζουν επειδή λέει με τα μέτρα που παίρνουνε θα πτωχύνουμε όλοι, χωρίς να σκέπτονται οι κουτοί πως «Η έντιμη πενία» είναι η μεγίστη των αρετών. Και γιατί θρηνούμε παρακαλώ; Επειδή αρπάξαμε κυριακάτικα τη… «ραμπατσίνα» που μας φιλοδώρησαν τρεις καλοντυμένοι κύριοι με μαύρα, που για οικονομία τρώνε μονάχα λαδερά και βρωμάνε τα χνώτα τους, και που ήρθανε να μας επιβάλουν με το έτσι θέλω να ζούμε καρμίρικα σαν και δαύτους εμείς οι κιμπάρηδες. Ακούγοντας δε τις επιθυμίες τους μεταφρασμένες επί το λακωνικότερο από το στόμα πρωθυπουργού και υπουργού Οικονομικών, επιθυμίες που κατά περίεργο τρόπο πάρα πολλούς ζαβλάκωσαν και τους έκαναν σαν μύγες που τις ψέκασαν αεροζόλ, γι’ αυτό τώρα οφείλομε όλοι εμείς οι εκ φύσεως αισιόδοξοι να προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας ισχυρές δόσεις ελπίδας και πιάνοντάς τους απ’ το χέρι να σύρουμε τον χορό τραγουδώντας: «Όλα είναι ανθηρά τρα λα λα, τρα λα λα». Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να μεταβούμε στο Ζάλογγο για να δημιουργηθεί η συνάδουσα ατμόσφαιρα, δαπανώντας σε ναύλα τα μαλλιά της κεφαλής μας, καθ’ όσον τα βήματα και οι φιγούρες του χορού μάς είναι πασίγνωστες και το νταούλι άρχισε να βαράει…
Πριν προχωρήσω σε παραινέσεις και στη διασπορά αισιόδοξων προβλέψεων για το προσεχές Μιλλένιουμ, θέλω να παρακαλέσω τους διευθυντάς σούπερ μάρκετ και λοιπούς καταστηματάρχες ν’ αποφύγουν να τοποθετήσουν στα ράφια και στις προθήκες τους επιγραφές με την ένδειξη: «ΝΑ τι είχατε και τι χάσατε…» διότι είναι απαράδεκτο αφ’ ενός οι έμποροι να διαφημίζουν το κυβερνητικό έργο κι επιπλέον είναι ένας άσκοπος ας πούμε πλεονασμός, αφού κι εκείνοι που από ρουτίνα δεν ήξεραν το τι είχανε, θα το μάθουν τώρα που θα το χάσουνε. Θέλω επίσης με την παρούσα επιστολή μου να συστήσω στους αναγνώστες σας να μην κατατρώγονται με προθεσμίες, ούτε με το πόσο χρόνο θα διαρκέσουν τα επιβληθέντα μέτρα. Είναι ανώφελο. Ας παραδειγματιστούν από τη στάση των προπατόρων μας που με το θρύλο του «Μαρμαρωμένου βασιλιά» άντεξαν και διαβίωσαν σε αναμονή επί τετρακόσια τόσα χρόνια. Ας τσοντάρουν και το ΔΝΤ πλάι του, και πού ξέρεις; Θαύματα πάντοτε γίνονται. Μπορεί ν’ αντέξουμε και τώρα. Εν πάση περιπτώσει, επειδή ως γνωστόν «ουδέν κακόν αμιγές καλού», κάποιος από τους θηριώδεις στη θέα υπαλλήλους των «εισπρακτικών εταιρειών» που θ’ αρχίσουν να σας επισκέπτονται καθημερινά στο σπίτι, για λόγους που παρέλκει ν’ αναφέρω, μπορεί να είναι καλό παιδί και με το πλούσιο λεξιλόγιό του, το διανθισμένο με όρους σεξολογίας, μεταγλωττισμένους μάλιστα σε ακραία δημοτική, ενδεχομένως να καταφέρει να πείσει και τον γκόμενο της ανιψούλας σας να λογοδοθούν πριν να μπει στον όγδοο μήνα. Γνωρίζοντας εξάλλου πόσο μάταια είναι τα εγκόσμια, μπορώ όσους κιότεψαν και κλαίνε για τον χαμένο παράδεισο και την Αλεξάνδρεια που αποχαιρετούν να τους εμψυχώσω λέγοντάς τους να σηκώσουν ψηλά το κεφάλι, βέβαιοι πως «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι». Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά αξίωμα θεμελιωμένο στην πείρα αιώνων, όπως με διαβεβαίωσε ο παππούς μου για την «Κόκκινη μηλιά» την ώρα που ξεψυχούσε…
Καλές είναι βέβαια, δεν λέω, οι αισιόδοξες προβλέψεις και οι λόγοι παραμυθίας, αλλά μια τεκμηριωμένη καλή είδηση γίνεται σωστό βάλσαμο σ’ έναν πληγωμένο από την απαισιοδοξία ψυχισμό.
Με μεγάλη μου χαρά λοιπόν σας προσφέρω τη χαρμόσυνη πληροφορία που θα ανακουφίσει μεν όσους χάσανε τους δύο μισθούς, ενώ αντιθέτως τους εν Αθήναις κυρίους της τρόικας ασφαλώς θα τους ρίξει σε… μαύρη μελαγχολία διότι την πατήσανε. Ο δέκατος τρίτος μισθός, που απεκαλείτο δώρο Χριστουγέννων, που με τόση αγωνία παρακολουθήσατε μέρα με τη μέρα να σας τον αποσπούν κομματάκι κομματάκι, νομίσατε πως είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά, με θύμα εσάς. Λάθος! Ξανάγινε το 1942 τον Δεκέμβριο, όταν ο κατοχικός τότε τσάρος ή μάλλον φύρερ της οικονομίας, Έκτωρ Τσιρονίκος, δεν κατέβαλε κατά τα λεγόμενα επιζώντων τον δέκατο τρίτο μισθό. Επομένως παρηγορηθείτε διότι δεν είσαστε ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μόνοι που τους έλαχε ο κλήρος να καταποντιστούνε τα… κεκτημένα τους.
Και ας μην εναβρύνονται οι κύριοι της τρόικας διεκδικώντας κοπιράιτ για τα… πρωτοτόκια της ιδέας, ότι ανακάλυψαν δηλαδή τον τρόπο για να ορθοποδήσει οικονομικά η Ελλάδα αφαιρώντας από τους εργαζομένους δύο μισθούς, διότι θα πληγωθούν βαθύτατα όταν πληροφορηθούν πως το σκέφτηκε και το εφήρμοσε πριν από την τρόικα, το… ντουέτο κ. Ντ’ Ανγκοστίνο και Νοϋμπάχερ, Ιταλός και Γερμανός αντιστοίχως, επιφορτισμένοι στην Κομμαντατούρα με τα οικονομικά της Κατοχής. Έκριναν δε όπως και οι τωρινοί πως οι δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται πλουσιοπάροχα και δεν χρειάζονται επιπλέον μισθό. Μην το ρίξουν στο τέλος και στις ασωτείες.
Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, και για να μη τα θέλουμε όλα δικά μας, πρέπει να παραδεχθούμε πως οι κύριοι του ΔΝΤ που έχουν σαν έμβλημα «Ο θάνατός σου η ζωή μου…» μπορεί να είναι ικανοποιημένοι επειδή οι σύγχρονοι Έλληνες ούτε ελπίζουν, ούτε τίποτα προσδοκούν και όλα τα δέχονται με σκυμμένο κεφάλι, ανεχόμενοι και δικαιολογώντας τα πάντα μ’ ένα «Ε, και λοιπόν τι έγινε;», σε αντίθεση με τη γενιά του πολέμου, που την έτρεφε η πίστη στο αύριο, κι αγωνιζότανε καθοδηγούμενη απ’ την ελπίδα. Και για να κλείσω την παρούσα επιστολή, αξιότιμέ μου κύριε, ομολογώ πως σε ζηλεύω που η στήλη σου τρέφεται με… μνήμες, γιατί κατά πώς πάμε όλοι σε λίγο μονάχα με τις θύμησές μας θα… τρεφόμαστε. Και σε φαντάζομαι να… μηρυκάζεις τους στίχους του Δάντη πως «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από το να θυμάσαι μέρες ευτυχίας ζώντας στη μιζέρια…».
Και η μιζέρια έρχεται. Ήρθε.


Σχολιάστε εδώ