ΠΗΓΕ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ…
Άννυ μου αγαπημένη, η αλήθεια του ήθους σου, η εντιμότητα του λόγου σου και η ομορφιά (και) της ψυχής σου, σε έκαναν να είσαι στο νου και στην καρδιά πολλών ανθρώπων κάτι το πολύ ξεχωριστό, κάτι το αξέχαστο, κάτι σαν σημείο αναφοράς. Μερικοί απ’ αυτούς τους πολλούς και καλούς φίλους απ’ τα παλιά είναι σήμερα εδώ, στο σπίτι μας, στο «Σπίτι της Άννυς», στο σπίτι σου. Είναι μερικοί από εκείνους τους λίγους πια που έχουν την ιδιορρυθμία να θυμούνται, να νοσταλγούν ακόμη και να δακρύζουν.
Στις 12 Απριλίου 2003 πριν από δύο χρόνια έφυγες χωρίς να φύγεις.
Και κάτι να σου πω στο αυτί, να μην το ακούσουν όλοι: Όταν έφυγες, κανείς δεν το είχε πιστέψει. Ούτε εγώ. Πέρασαν δύο χρόνια. Έγινες όνειρο. Το όνειρο που ζω κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Σ’ ευχαριστώ που δεν με αφήνεις ούτε στιγμή μόνο. Τι θα έκανα χωρίς εσένα; Το φαντάζεσαι; Ο μόνιμος πόνος μου και η απελπισία λειτουργούν μέσα μου σαν την πιο γλυκιά προσδοκία, την προσδοκία πως σύντομα θα ξαναβρεθούμε.
Ένα όνειρο, όσο κι αν είναι σύντομο, σχεδόν φευγαλέο, έχει κάτι που μοιάζει με την αιωνιότητα. Εσύ, Άννυ μου, είσαι το όνειρο. Και δεν έγινες όνειρο επειδή έφυγες. Παραμένεις όνειρο παρ’ ότι έφυγες. Οι φίλοι θυμούνται.
Θέλουν, μια που ήρθες για λίγο κοντά μας, να σου ξαναμιλήσουν, στη ζεστασιά της δικής σου φιλοξενίας, μέσα στους χώρους που εσύ διαμόρφωσες, στόλισες, ανέδειξες. Στους χώρους όπου αναπνέουμε το άρωμά σου και ακούμε την αναπνοή σου. Η πολυθρόνα σου μοιάζει άδεια. Όλοι μας όμως βλέπουν με τα μάτια της ψυχής μας, πως δεν είναι άδεια.
Ο Δημητρός σου
12.7.2005, Παλαιό Ψυχικό,
στο «Σπίτι της Άννυς»,
Οδός Ν. Γύζη 3
ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ
ΣΤΟ «ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΝΝΥΣ»
1. Όπως σου είπα, κάλεσα σήμερα και εκ μέρους σου, μερικούς φίλους απ’ τα παλιά για ένα ούζο, όπως τότε. Οι πιο πολλοί ανταποκρίθηκαν. Είναι εδώ. Είναι πάλι κοντά σου, δηλαδή κοντά μας. Θα τους ακούσεις διαβάζοντας αυτή την καταγραφή της βραδιάς. Τη φρόντισαν οι καλοί μας φίλοι, ο Σάμης και η Βάσω. Τους ευχαρίστησα και εκ μέρους σου.
2. «Άντε βρε παιδιά, βιβλίο για μένα; Σύνελθε Δημητρό μου».
Ναι, σε άκουσα, αγάπη μου. Ήξερα πως αυτή θα ήταν η πρώτη σου αντίδραση σε αυτό που σου προσφέρουμε σήμερα. Είσαι όμως αγύριστο κεφάλι. Μη θυμώνεις. Εκείνο το «Σύνελθε Δημητρό μου» το ακούω μια ζωή. Είναι η πρώτη φορά που το λες αδίκως!
Πάντως να ξέρεις: Αυτό που κρατάς τώρα στα χέρια σου μοιάζει με βιβλίο αλλά δεν είναι. Λες να μην ξέρω κι εγώ και η συντροφιά μας εδώ πως η Άννυ δεν είναι καθυποτάξιμη σε «βιβλίο»; Το βιβλίο είναι κάτι άψυχο. Εσύ είσαι κοντά μας. Δεν είναι «αφιέρωμα στη μνήμη σου» αυτό που κρατάς στα χέρια σου.
Όχι, προς Θεού! Δεν είσαι μνήμη εσύ. Είσαι πραγματικότητα. Η μνήμη είναι κάτι που προϋποθέτει τον πλήρη διαχωρισμό, κάτι το αγεφύρωτο μεταξύ ζωής και θανάτου. Εσύ δεν εμπίπτεις ούτε σ’ αυτή τη διάκριση, ούτε σ’ αυτόν το διαχωρισμό.
3. Μόλις δεις αυτό που κρατάς στα χέρια σου και που μοιάζει με βιβλίο ενώ δεν είναι, μην εκνευριστείς που θα ξανακούσεις τα λόγια του καλού μας φίλου του Γιαννάκη που σου τα απηύθυνε λέγοντάς σου το «αντίο» του στην εκκλησία, τότε, όταν έφευγες, θυμίζοντας τους αγώνες που έδωσες για την ελευθερία της πατρίδας σου, της Κύπρου μας. Εγώ του ζήτησα να μας τα θυμίσει ξανά σήμερα.
Λες, αγάπη μου, να μην το ξέρω; Να μην ξέρω πως μια ζωή αξίωσες ανυποχώρητα και συστηματικά την αποσιώπηση του αγώνα σου και της φυλάκισής σου, την αποσιώπηση της οποιασδήποτε προσφοράς σου;
«Σύνελθε, Δημητρό!»
Πάλι τα ίδια; Άκουσα πολύ καλά τι μου είπες. Αλλά γιατί να συνέλθω, Άννυ μου; Ήσουν και έμεινες ένα ξεροκέφαλο «κυπριακό γαϊδουράκι». Έτσι σε έλεγα και έτσι θα σε λέω. Το δεχόσουν και ασφαλώς δέχεσαι και τώρα το χαρακτηρισμό, υπερήφανη μάλιστα γι’ αυτή σου την ιδιότητα.
4. Βέβαια κι εγώ και οι πολύ στενοί σου γνωρίζουμε πόσο υπέροχο είναι αυτό που εννοείς και αισθάνεσαι αρνούμενη οποιαδήποτε αναγνώριση.
Η μόνη αναγνώριση που δέχεσαι είναι εκείνη που προέρχεται από την Άννυ.
Όσοι σε ξέρουν, γνωρίζουν ότι η προσφορά σου στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας σου είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά την προσωπική σου σχέση με την Άννυ. Κανέναν άλλον. Τους άλλους τους θεωρείς αναρμόδιους, έξω από αυτή τη σχέση. Ακόμη και εμένα και την Αλεξία μας.
5. Άννυ μου, ποτέ δεν βίωσα, δεν άγγιξα, δεν είδα κατάματα την έννοια του αυτονόητου όσο ως επίθετο της συγκλονιστικής σου γενναιότητας. Ποτέ δεν την επικαλέστηκες. Απλά την πραγμάτωσες. Γενναία όμως δεν ήσουν μόνο στον αγώνα, την ώρα της σύλληψης, τις ημέρες της ανάκρισης και τους μήνες της έκτισης της ποινής σου. Γενναία ήσουν κάθε μέρα.
Ακόμη κι εκείνες τις συγκλονιστικές ώρες που προσποιήθηκες ότι μας πίστευες όταν η Αλεξία και εγώ σου λέγαμε ψέματα πως, τάχα μας, δεν θα έφευγες. Εσύ ήθελες να δώσεις δύναμη σε εμάς για ν’ αντέξουμε το Αντίο. Είναι απίστευτο: Εσύ σε εμάς. Να σου το πω ξανά: Η σχέση σου με τη γενναιότητα αποτελεί τον καλύτερο ορισμό του αυτονόητου.
Κι όμως εγώ ζήτησαν ν’ ακουστούν πάλι εδώ αυτά που είχε πει στην εκκλησία ο Γιαννάκης. Άννυ μου, κατάλαβέ το επιτέλους. Εσύ δεν είσαι πια μόνο δική σου υπόθεση. Δικαιώματα στην ανάδειξη του αντικειμενικού νοήματος της ζωής σου έχουν και άλλοι. Αυτοί που συνάντησες, αυτοί που σε αγάπησαν, που ξέρουν τι κρύβει μέσα του το γενναίο «κυπριακό γαϊδουράκι».
Μια τέτοια αξίωση -πώς να το κάνουμε, Άννυ μου- έχει και η ιστορία της πατρίδας σου, της Κύπρου μας. Σε στενοχωρώ, μα ώρες ώρες δεν γίνεται αλλιώς. Δέξου επιτέλους ότι για πολλούς είσαι όχι μόνο εσύ αλλά και ένα αντικειμενικό νόημα που έφτιαξες με την ψυχούλα σου, την καθαρότητά σου, την αταλάντευτη στάση σου, τη γενναιότητά σου, με το να έχεις πάντοτε σταθεί πάνω από τα ταπεινά.
6. Κι ακόμη κάτι: Το παρακολουθείς ασφαλώς και μόνη σου, κι εγώ σου το επιβεβαιώνω, η Αλεξία μας, χάρη στη δική σου στοργή, φροντίδα και κυρίως χάρη στο δικό σου παράδειγμα, πορεύεται στα βήματά σου. Στάθηκε στα πόδια της.
Αμύνεται, εκεί που πρέπει.
Έχει αποκτήσει τη δική σου αυστηρότητα, μια αυστηρότητα με αφάνταστα ανθρώπινο πρόσωπο!
Ακόμη και στα αρχιτεκτονικά σε πλησιάζει. Κάποιες αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στο σπίτι, που είναι πια έργο δικό σου και που ανθρώπινα, ηθικά, συναισθηματικά, ερωτικά αλλά και σεβαστικά για την παράδοση του Μίστου και της Αννίτσας δημιούργησες, στο «Σπίτι της Άννυς» τις έκανε άψογα. Μα τόσο καλά που υποψιάζομαι πως πίσω από την πλάτη μου, την συμβουλεύεις και τώρα ακόμη. Αποφάσισε να κάνει τη δική της οικογένεια. Ο Θεός ας είναι κοντά της. Δείχνει και σ’ εμένα πολλή στοργή. Παντρεύτηκε η Αλεξία μας με τον Νάσο.
7. Αυτό που κρατάς στα χέρια σου και που μοιάζει με βιβλίο ενώ δεν είναι, είναι
από μεριάς μου η καθημερινή μου εκ βαθέων ερωτική εξομολόγηση. Μια εξομολόγηση απέραντης αγάπης, πόθου, ευγνωμοσύνης, εμπιστοσύνης και θαυμασμού. Το ξέρω βέβαια πως σε αρκετές στιγμές της ζωής μας δεν υπήρξα αντάξιός σου. Επιβεβαίωσες όμως τον κανόνα: Ο δυνατός συγχωρεί τον αδύνατο.
8. Στις άπειρες φορές που γύρευα να βρω απάντηση στα διλήμματα, πάντοτε τελικά με οδήγησες στη λύση της ανθρωπιάς, της υπερηφάνειας, της ευπρέπειας, πάντα σε μια λύση πάνω από τα ταπεινά! Το κάνεις και τώρα, από μακριά. Στο βάθος βέβαια ήξερες πως σπάνια ένας άνδρας ερωτεύτηκε τόσο συγκλονιστικά μια γυναίκα όσο εγώ εσένα. Κι ο απίστευτος τρόπος που δεχόσουν τον έρωτά μου τον γιγάντωνε.
Γι’ αυτό με το ταξίδι που αποφάσισες να κάνεις άρχισε και για μένα η μεγάλη προετοιμασία.
Πάντα σε ζήλευα. Τώρα όμως που είσαι μόνη εκεί σε ζηλεύω ακόμη πιο πολύ. Δεν θέλω να είσαι εκεί μόνη.
9. Σκέπτομαι όμως τη γιορτή που θα κάνουμε όταν ξαναβρεθούμε και γλυκάνει ο πόνος. Θα έχω πολλά να σου διηγηθώ. Πριν όμως από κάθε διήγηση -το ξέρω πως αυτό θέλεις κι εσύ- θα αγκαλιαστούμε. Τόσο σφιχτά, τόσο καθολικά, τόσο οριστικά όσο ποτέ.
Ανυπομονώ αγάπη μου, όπως κι εσύ. Να δεις: Θα είναι όπως στις 15 Ιουνίου του 1959, στο πρώτο μας ερωτικό ραντεβού, στο λόφο του Αγίου Ιλαρίωνα στην Κύπρο που τώρα κατέχεται από τον τουρκικό στρατό. Μόνο που αυτό το ραντεβού δεν θα τελειώσει ποτέ. Το όνειρό μας τότε θα έχει ολοκληρωθεί και θα έχει μεταβληθεί σε αιωνιότητα.
ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΛΙ ΜΟΝΟΙ.
ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
Αγάπη μου, η ώρα πέρασε. Ούτε εμείς οι δύο, ούτε οι φίλοι μας είμαστε του ξενυχτιού. Είναι υπέροχα που είσαι ακόμη εδώ στο σπίτι μας, στο «Σπίτι της Άννυς». Είμαστε μόνοι μας!
«Πρέπει να φύγω, Δημητρό μου».
Ναι, σε άκουσα. Όμως δεν μπορείς. Σ’ έχω κλεισμένη μέσα στο όνειρο. Στο δικό μας, το κατάδικό μας όνειρο. Ζω πια κι εγώ μαζί σου μέσα σ’ αυτό. Για πάντα. Και το
όνειρο αυτό θα ολοκληρωθεί, όταν θα είμαι κάποτε όπως και όπου είσαι εσύ τώρα, εκεί κοντά σου.
Λαχταρώ την υπέροχη, τη μεθυστική αυτή στιγμή που μας περιμένει. Γι’ αυτό λέω και ξαναλέω κάνοντας το σταυρό μου: Θεέ μου, τα πάντα εν σοφία εποίησας!
Ο Δημητρός σου