Πάλι στη σκηνή οι «συνετοί»

Η «στήριξη» παρέχεται πάντοτε σε ένα επίπεδο γενικής πολιτικής περί των αναμενόμενων αγαθών του «διαλόγου» και με πλήρη ένδεια συγκεκριμένων επιχειρημάτων. Το μόνο «επιχείρημά» τους είναι συνήθως το παιδαριώδες: «Δηλαδή, τι θέλετε; Στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία;»…
Ρωτούν επίσης οι εν λόγω φίλοι του «διαλόγου» απευθυνόμενοι στους επικριτές της παπανδρεϊκής διπλωματίας: «Πέστε μας λοιπόν, τι πρέπει να γίνει που σήμερα δεν γίνεται;»…
Κάνουν δηλαδή τους «χαζούς» οι διατυπώνοντες το μέγα αυτό ερώτημα. Διότι είναι πασίγνωστο το τι ΔΕΝ γίνεται:
ΔΕΝ ασκείται σχεδιασμένη πολιτική στη βάση εθνικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία, ΔΕΝ προωθείται το ζήτημα της χάραξης ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), ΔΕΝ ασκείται ελληνική πολιτική εντός της ΕΕ για την υπόθεση της διατήρησης του casus belli σε βάρος της Ελλάδας από χώρα υπό ένταξη (Τουρκία), ΔΕΝ τίθεται πολιτικό θέμα στην ΕΕ για το ότι η Τουρκία ασκεί συστηματικά ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ πιέσεις σε βάρος της Ελλάδας και αμφισβητεί (από το 1996) τα θαλάσσια σύνορα χώρας μέλους της Ένωσης, ΔΕΝ τίθεται εντός ΕΕ το ζήτημα των υπέρογκων αμυντικών δαπανών στις οποίες υποχρεώνεται η χώρα μας λόγω της διαρκούς τουρκικής στρατιωτικής πίεσης, ΔΕΝ μπαίνει ποτέ στην ατζέντα του διμερούς «διαλόγου» κανένα ελληνικό αίτημα, με αποτέλεσμα να νοείται ως «διάλογος» μόνο η συζήτηση τουρκικών διεκδικήσεων και απαιτήσεων.
Όλα αυτά τα «δεν» τα παρακάμπτουν ταχέως οι φίλοι (όχι άνευ λόγου φίλοι) του παπανδρεϊκής αντίληψης ελληνοτουρκικού «διαλόγου», που αυτοπροσδιορίζονται στα γραπτά τους ως άνθρωποι της «σύνεσης», την οποία μάλιστα προσδιορίζουν ως το «κορυφαίο χαρακτηριστικό του πολιτικού ρεαλισμού»…
Δικαίωμα βέβαια του καθενός, άρα και αυτών των «συνετών» να λέει και να γράφει ό,τι θέλει και νομίζει για τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Αλίμονο. Αλλά οι καλοί μας, συνετοί άνθρωποι και αναλυτές δεν αρκούνται σ’ αυτό. Λόγω της ένδειάς τους σε επιχειρήματα θέλουν να χαρακτηρίσουν αρνητικά, με απαξιωτικές γενικεύσεις, εκείνους που ασκούν κριτική στα γνωστά πρόχειρα, ατελέσφορα έως τώρα, «ανοίγματα» προς την Τουρκία. Έτσι, αντιπαρατίθενται, όπως λένε, σε «εθνικιστές», σε «υπερπατριώτες» και σε «επιτηρητές του πατριωτισμού των Ελλήνων».
Φυσικά, η «ταμπακιέρα» είναι αλλού. Οι στρατευμένοι θαυμαστές του αμερικανοεκσυγχρονισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εν όψει της επίσκεψης του κ. Ερντογάν, εκτιμούν ότι πρέπει να βγουν πάλι στη σκηνή και να χειροκροτήσουν δυνατά τον διμερή «διάλογο» για να μην πάρει χαμπάρι το «πόπολο» τι θα σημάνει αυτός ο «διάλογος» και τι οι συμφωνίες που θα προκύψουν από αυτόν. Όχι μόνο δεν προβάλλουν, λοιπόν, συγκεκριμένα επιχειρήματα (μια και δεν έχουν – ή αν έχουν τα κρατούν για τον εαυτό τους…), αλλά «έργο» τους είναι να δυσφημήσουν, ει δυνατόν, τις τάξεις εκείνων που, επιμελώς, με στοιχεία και επιχειρήματα, θέτουν τα μείζονα θέματα εθνικής ασφάλειας και προστασίας συνόρων που αναφύονται μέσα από τον διμερή πολιτικό «διάλογο» με την επιθετική Τουρκία.
(Είναι αξιοσημείωτο και προς βαθύτερη διερεύνηση το φαινόμενο αυτής της τόσο βαθιάς αντιπάθειας των «συνετών» προς εκείνους που τουλάχιστον επισημαίνουν τους κινδύνους τους οποίους περιέχει μια «τυφλή» πολιτική «ανοιγμάτων» προς έναν συνομιλητή, την Τουρκία, που διαρκώς αυξάνει και δυναμώνει τις απαιτήσεις του απέναντι σε «καλόβολο» γείτονα.)
Έχει πάντως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι στην πορεία του ελληνοτουρκικού «διαλόγου», από τη δεκαετία του ’90 και πέρα, η εξωτερική πολιτική των «συνετών» (Κ. Μητσοτάκη, Κ. Σημίτη, Ντόρας Μπακογιάννη, Γ. Παπανδρέου) ποτέ δεν είχε ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Κυριαρχούσε το αμερικανικό «πνεύμα». Όλες οι μείζονες επιλογές τους είχαν για «οδηγό» την άποψη της Ουάσινγκτον. Και για τα ελληνοτουρκικά και για τα ευρωτουρκικά. Είναι προφανώς «καλωδιωμένοι» γερά οι «συνετοί» με την αμερικανική «στρατηγική» στην πέριξ της Τουρκίας περιοχή. Ποτέ δεν έβαλε η ελληνική ηγεσία στο ευρωπαϊκό τραπέζι το σοβαρό πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας που είχε λόγω του τουρκικού επεκτατισμού. Οι «συνετοί» δεν αναγνωρίζουν την περίπτωση μιας ευέλικτης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που να ξεπερνά το «πλαίσιο» το οποίο άκαμπτα ορίζεται από τη «στρατηγική» των ΗΠΑ για την Ευρώπη, για την Τουρκία, για την Ελλάδα και για τα Δ. Βαλκάνια (εκεί απούσα σήμερα η Ελλάδα). Έτσι και ο Γ. Παπανδρέου με το «καλημέρα», τον περασμένο Οκτώβριο, ξεκίνησε διαδικασία «διαλόγου» με την Άγκυρα, διαβεβαιώνοντας στη συνέχεια και την Ουάσινγκτον ότι θα πορευθεί οπωσδήποτε στον δρόμο αυτόν προσεχώς. Καμία επαφή με ευρωπαϊκές ηγεσίες στο ξεκίνημα της πρωθυπουργικής θητείας του. Οι «ρεαλιστές» προτιμούν να ξεκινούν με αμερικανικό «πιστοποιητικό ατλαντικών φρονημάτων» στην τσέπη.
Το εξωφρενικό αυτής της επιλογής είναι ότι έχει ενισχύσει σημαντικά, από το 1996 έως σήμερα, μονομερώς την τουρκική πλευρά – πράγμα που οι «συνετοί» εντάσσουν στον «ρεαλισμό», που καλεί τους Έλληνες να αποδεχθούν έναν «διάλογο» που θα ξεκινά από τα τουρκικά κέρδη.


Σχολιάστε εδώ