Μια φορά και έναν καιρό

Οι πρώτες γουλιές του σκέτου –λόγω σάκχαρου– καφέ έφερναν και τους πρώτους δηλητηριώδεις υπαινιγμούς για τα τεκταινόμενα, που λειτουργούσαν σαν εναρκτήριο λάκτισμα για νʼ αρχίσει και να γενικευθεί η συζήτηση και καθώς η ώρα προχωρούσε η αντιδικία πήγαινε κρεσέντο για να καταλήξει σε φιλονικία και να λυθεί η συνεδρίαση…

Συνταξιούχοι όλοι τους, αλλά με αρκετή ζωτικότητα, είχανε το καφενείο καταφύγιο για να ξεδίνουν από τις μουρμούρες της συμβίας τους, μέχρι να προσκληθούν προσωπικά από τον Ύψιστο. Αμίλητοι σήμερα δρασκέλισαν την πόρτα του καφενείου, υποτονικά κάθισαν στη βιενέζικη καρέκλα, και με κούνημα της κεφαλής, που δεν χρειαζότανε άλλωστε, έδωσαν στον καφετζή την παραγγελία τους. Ύστερα τη σιωπή διαδέχθηκε ένας βαθύς αναστεναγμός, σαν να τηρούσαν «ενός λεπτού σιγή εις μνήμην»…

Άνοιξε ο κύριος Ευάγγελος, τέως διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, την εφημερίδα που κρατούσε και την πέταξε πάνω στο τραπέζι για να διαβάσουν τα νέα και να ξεστραβωθούν, αλλά κανένας δεν την άγγιξε, γιατί όλοι ήξεραν τα μαντάτα και τι τους περιμένει, με τα οικονομικά μέτρα, και καρτερούσαν τη στιγμή που θʼ άρχιζαν να πλειοδοτούν σε απαισιόδοξες προβλέψεις. Όμως ο τέως βιοτέχνης κ. Λάμπης, πάντα αισιόδοξος, έβαλε τέλος στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε λέγοντας γεμάτος βεβαιότητα ότι δεν είναι τα πράγματα τόσο ζοφερά:

«Τι κάνετε έτσι μωρέ; Σάμπως πρώτη φορά είναι; Συνηθισμένα τα βουνά από χιόνια». Κι ενώ οι άλλοι άρχισαν να διερωτώνται πού στηρίζει τις ευνοϊκές του προσδοκίες όταν όλοι αισθάνονται την ανάσα του ΔΝΤ στον… σβέρκο τους, ο Λάμπης άρχισε να παραθέτει τα επιχειρήματά του:

«Οι περισσότεροι από μας χρόνια στερήσεων ζήσαμε και μια και δυο και τρεις φορές, άσχετα αν τώρα ξεχάσαμε πως υπήρξαν εποχές που κρέας τρώγαμε τρεις φορές τον χρόνο. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και του Άη Γιωργιού. Πάντα φτωχή ήταν η Ελλαδίτσα μας και πάντα ζούσε με δανεικά κι ίσως κάποιος υψηλά ιστάμενος στις “προστάτιδες δυνάμεις” με πικρόχολο χιούμορ διάλεξε για βασιλέα των Ελλήνων από τον οίκο της… Δανίας ώστε να έχουμε και λογοπαίζοντας και “Δανικό” βασιλέα. Τα δανεικά ήταν πάντα το κύριο μέλημα από της Παλιγγενεσίας και εντεύθεν. Και μπορεί ο φίλος μας ο Ευάγγελος από δω, ως ο πλέον αρμόδιος, αφού σταδιοδρόμησε μέσα στον πίθο των Δαναΐδων, δηλαδή στο υπουργείο Οικονομικών, να μας αναπτύξει τη θεωρία του καθηγητή Α. Ανδρεάδη ότι “Η ιστορία της δημόσιας οικονομίας του νεώτερου ελληνικού κράτους είναι η ιστορία του δημοσίου αυτού χρέους”».

«Βέβαια», παρενέβη ο Ευάγγελος, «και πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς; Χώρα φτωχή, χωρίς ιδιαίτερες προσόδους, χρειαζόταν να προσφεύγει σε δανεισμό για να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του αγώνα για την ανεξαρτησία της. Και φορολογίες επιβλήθηκαν και προχώρησε σε εκποιήσεις δημοσίων κτημάτων και προσφορές από εύπορους ομογενείς δέχθηκε, αλλά ήσαν τόσες οι υποχρεώσεις που χωρίς την προσφυγή στους ξένους δανειστές ήταν αδύνατον να αντεπεξέλθει. Ας αφιππεύσουμε τα… 4Χ4 μας και ξάπλα στις όχθες της πισίνας μας ας κλείσουμε τα μάτια κι ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε την Ελλάδα του χίλια οκτακόσια τόσο. Χώρα γεμάτη πετροβούνια και άγονες εκτάσεις, δίχως πρώτες ύλες, εξαντλημένη από τη μακρόχρονη σκλαβιά κάτω από βάρβαρο και αιμοδιψή δυνάστη, προκειμένου να επιβιώσει ως ελεύθερο κράτος χρειαζόταν κεφάλαια που μόνο “χτυπώντας πόρτες τοκογλύφων” μπορούσε με το αζημίωτο για δαύτους να εξασφαλίσει. Και ήτανε το “αζημίωτο” όροι δυσβάστακτοι, αλλά υπέκυπτε για να διατηρήσει την ύπαρξή της. Την ιστορία του δημοσίου χρέους χαρακτηρίζει η αγωνία των αρμοδίων να βρεθούνε τα πολυπόθητα μπικικίνια. Κι εδώ δεν χρειάζεται να επιστρατεύσουμε τη φαντασία για να σχηματίσουμε την εικόνα. Αρκεί να διαβάσουμε τις καθημερινές και κυριακάτικές μας εφημερίδες, για να γίνουμε συμμέτοχοι στην αγωνία του τωρινού υπουργού. Η πρώτη περίοδος αρχίζει με τα δύο δάνεια που αποκλήθηκαν “δάνεια της ανεξαρτησίας”, με όρους που και ο… Σάιλοκ θα ντρεπόταν να θέσει. Και έτσι, σαν ορεκτικό, στα χέρια της Ελλάδος ήρθε μόνον το 20% του δανείου, το δε υπόλοιπο ξοδεύτηκε ως δαπάνη διαχειρίσεως. Πιθανόν να σκέφτηκαν οι του ομίλου εν Αγγλία πως εκεί κάτω αυτοί οι Έλληνες βλαχαδερά είναι, χαράμι θα πάνε οι λιρίτσες. Ενώ σʼ εμάς θα πιάσουν τόπο. Και σύμφωνα με άψογες λογιστικές εγγραφές, προπλήρωσαν τόκους, στήριξαν τη χρηματιστηριακή αξία μετοχών και παρήγγειλαν στην Αμερική έξι βαπόρια, εκ των οποίων τα πέντε βούλιαξαν καθʼ οδόν, το δε έκτο παρελήφθη τελείως άχρηστο. Παραγγείλανε και δύο φρεγάτες αλλά κατέπλευσε σε αθλία κατάσταση τελικά η μία, άγνωστο δε αν… έγερνε κι αυτή. Και μη βρεθεί κανένας κακόπιστος να τους κατηγορήσει για λαμογιές, γιατί ο όμιλος διαχειριστών του δανείου έστειλε στην Αμερική να εποπτεύσει τη ναυπήγηση των πλοίων έναν γάλλο απόστρατο συνταγματάρχη… ιππικού. Παρά πάσαν προσδοκία σε τρία χρόνια η Ελλάς επτώχευσε. Ο εντελώς τσουρούτικος επόμενος δανεισμός αξιοποιήθηκε στην εξυπηρέτηση των… τόκων του, στις δαπάνες συντηρήσεως των βαυαρικών στρατευμάτων και σε διάφορα λοιπά μικροέξοδα, με συνέπεια να δηλωθεί, για δεύτερη φορά, αδυναμία πληρωμής. Από την ημέρα εκείνη του 1843 έως το 1878 “δάνεια νιξ”, όπως θα έλεγε γερμανόγλωσσος τραπεζίτης. Οι πόρτες των ξένων χρηματαγορών παρέμεναν ερμητικά κλειστές κι όσες “κατουρημένες ποδιές” κι αν φίλησαν οι αρμόδιοι, στάθηκε αδύνατον να δανεισθούν έστω ένα σελίνι. Και το κράτος για να καλύψει τις ανάγκες του στράφηκε στους εγχώριους πολίτες. Άπειρες ήσαν οι επινοήσεις για να εξευρεθούν μερικά χρήματα με φορολογίες και δεν ήσαν λίγες οι φορές που κοτζάμ Πολιτεία κατέφευγε στη στοργή ιδιώτη τραπεζίτη, προκειμένου να εξασφαλίσει μερικά… πεκούνια να ʼχει να πορεύεται. Και ήσαν άκρως ταραχώδη εκείνα τα χρόνια. Αφενός οι εθνικές διεκδικήσεις που έβραζαν με την αφυπνησθείσα “Μεγάλη ιδέα” και αφετέρου τα ρουσφέτια των κομματαρχών με τις στρατιές των διορισμένων ψηφοφόρων τους. Τελικά πετύχαμε προ της λήξεως του 19ου αιώνος μερικά σκόρπια δάνεια, με επακόλουθο το “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν” του Χαρίλαου Τρικούπη και την εγκατάσταση στην Ελλάδα, μετά την πτώχευση του 1893, διεθνούς ελέγχου υπό τα αρχικά ΔΟΕ, δηλαδή Διεθνής Οικονομική Επιτροπή, που απαρτίζετο από τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Αυστρουγγαρία και την Ιταλία, με σκοπό την οικονομική μας χαλιναγώγηση. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έκαναν “ξου” τις Γερμανία – Αυστρουγγαρία και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ξαπόστειλαν και την Ιταλία, αλλά αυτό δεν μας ενόχλησε καθόλου. Είχαμε το μονοπώλιο που διέθετε κατʼ αποκλειστικότητα το φωτιστικό πετρέλαιο, τα σπίρτα, το αλάτι, το τσιγαρόχαρτο και τα τραπουλόχαρτα. Μαζί δε με τη φορολογία του καπνού διέθεταν χαρτόσημα και εισέπρατταν ποικίλα τέλη. Πολλοί από εμάς γνωρίσαν και νιώσανε την παρουσία του περίπου μέχρι το 1960. Και τώρα τα βάψατε μαύρα επειδή πλάκωσε λέει το ΔΝΤ. Κακό του κεφαλιού του…».

Και ο αδιόρθωτα αισιόδοξος Λάμπης στράφηκε προς τον πιο μουρτζούφλη της παρέας που άκουγε βαριαναστενάζοντας και είπε:

«Έρχεσαι εσύ με την μπάκα σου, κύριε Τάκη, και κλαψουρίζεις πως θα πεινάσουμε. Ξέρεις πόσα λεφτά ξοδεύονται για αδυνάτισμα σε ινστιτούτα και γυμναστήρια; Δεν χαίρεσαι που θα “φέξουμε” στο τσάμπα;».

Αλλά ο νους του Τάκη ταξίδευε σʼ ένα παστέλι που του άρπαξαν από τα χέρια κάποια χρόνια πείνας…


Σχολιάστε εδώ