ΤΑ ΚΩΜΙΚΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΜΙΑΣ ΘΛΙΒΕΡΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ ΕΩΣ ΚΙ ΟΙ ΣΤΕΝΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΓΕΛΑΝΕ ΜΕΧΡΙ ΑΗΔΙΑΣ
Ήτανε άρρωστη πολύ
η νεαρά κυρία
καί πήρε τήν κατηφοριά
καί άλλαξε πορεία.
Έδραμε διά τήν κόλαση
μέ πτέρυγες κομμένες,
γιά ʼκεί πού ζούνε οι ψυχές
μέ σάβανα ντυμένες.
Απισχνασμένη, σκελετός
ιδία μέ κοκότα
διέβη τόν Αχέροντα
μέ βρωμισμένα χνώτα.
Η τών διαβόλων σύναξη
έχαιρε καί γλεντούσε
ως εις τό πάλαι καί ποτέ
αι Παρνασσίδαι Μούσαι.
Καί όπως είνʼ οι διάβολοι
ολέθριοι, αιμοβόροι
ρίχναν χειροκροτήματα
διά τήν θανούσα κόρη.
Ήτο συνήθεια παλαιά
στήν αυτοκρατορία
νά χαίρονται στήν άφιξη
λειψάνων εις φορεία.
Δέν είχε φέρετρο ακριβό
η κόρη νά πλαγιάσει,
καί έτσι ανεμόδερνε
γυμνή στήν όλη πλάση.
Κάτι ξεσκλίδια ρουχισμού
τής σκέπαζαν τό σώμα
κι ένα λουλούδι μαραθέν
πράσινο, μπλέ στό χρώμα.
Ακόμα καί ο Σατανάς
τήν είδε κι εξεπλάγη,
τοσαύτη, δέ, κακομοιριά
δέν είχε ούτε η Χάγη.
Καί λέγει σʼ έναν σατανά
κατώτερον εκείνου:
«Είναι αλήθεια Ελληνίς
ή μούμια εκ Πεκίνου;»
Ο σατανάς ο δεύτερος
–ή δευτεροκλασάτος–
πράκτωρ τού Δού Νού Τού
καί εις τά πάντα γάτος,
έρχεται πλάι στήν νεκρά
στό πτώμα τής καημένης
καί κόπτει εν τεμάχιο
σάρκας μεμαραμένης.
Μυρίζει ο διαβολόσπορος
ό,τι είχεν απομείνει
απʼ τό πτωχό τό λείψανο
κι αυτό χαρά τού δίνει.
Βρωμούσε τόσο απαίσια
η σαπισμένη λίγδα
πού αμέσως ανεφώνησε:
«Όντως είνʼ Ελληνίδα».
Χαρά κάνουν οι διάβολοι
κι αμέσως εφορμούσι
ως Ταμερλάνοι αιμοσταγείς
μήν χάσουν τό γιουρούσι.
Κόπτουν τό σώμα πολλαπλώς
τρώγουν κι ακόμα τρώνε
ως ασελγείς νεκρόφιλοι
ως άλλοι Αλ Καπόνε.
Μετά τό πέρας τού φαγιού
ανοίγουν καί σαμπάνια
κι ένα μνημείο ύψωσαν
γιά μπάσταρδους κι αλάνια:
…………………………………………
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΜΕΝ ΤΟΥΣ ΓΡΑΙΚΟΥΣ
ΕΙΣ ΠΑΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ
ΤΩΡΑ ΣΕΙΡΑ ΠΑΙΡΝΟΥΝ
ΔΙʼ ΕΜΑΣ
ΔΕΛΦΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ.
«Ώ! πίκρα τής απόγνωσης
άνθησες μές στή μνήμη μας
κι άγνωστοι, ξένοι, ναυαγοί
γίναμε στή δική μας γή.
Πατρίδα μου σέ παίξανε
στά ζάρια βερεσέ».
Δίσκος: «ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ»
Μουσ.: Μ. Θεοδωράκης.
Τραγ.: Θ. Μωραΐτης