«Οδικός χάρτης» διόρθωσης των σφαλμάτων για τα ΜΜΕ
Ο Τ. Χυτήρης έχει επί της ουσίας συντάξει ένα σχέδιο «οδικού χάρτη» για τα ΜΜΕ καταγράφοντας τις «εκκρεμότητες» της υπάρχουσας νομοθεσίας και διατυπώνει τον φόβο να μην είναι έτοιμη η Ελλάδα ούτε το 2015 για τη μετάβαση στην επίγεια ψηφιακή τηλεόραση.
Ψηλά στην ατζέντα είναι το κρίσιμο ζήτημα της αδειοδότησης της ψηφιακής εκπομπής. Θυμίζει πως για την έναρξη της διαδικασίας απαιτούνται το ΠΔ το οποίο θα καθορίζει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια αδειοδότησης και οι κοινές Υπουργικές Αποφάσεις για τον τελικό χάρτη συχνοτήτων και το οικονομικό αντάλλαγμα για τα δικαιώματα χρήσης της άδειας. Ακόμη, εκκρεμεί η Υπουργική Απόφαση για τον αριθμό των αδειών, την εμβέλεια, το είδος του προγράμματος (ενημερωτικό ή μη κλπ.).
Ο Τ. Χυτήρης παρατηρεί πως «στο παρόν μεταβατικό στάδιο, κατά το οποίο έχει ξεκινήσει η ψηφιακή εκπομπή σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 3592/2007, θα πρέπει ενδεχομένως να εξεταστεί η τροποποίηση κάποιων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας ή και των κανονισμών της ΕΕΤΤ ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία για το τελικό αποτέλεσμα». Θέτει ακόμη το ζήτημα του κοινού συστήματος αποκωδικοποίησης (MPEG4).
«Κίνδυνος περαιτέρω καθυστέρησης»
Επίσης, παρατηρεί πως υπάρχουν προβλήματα και στο ζήτημα των πάρκων κεραιών εξαιτίας της γραφειοκρατίας και της εμπλοκής πολλών φορέων (Δασαρχείο, Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, ΥΠΑ, υπηρεσίες υπουργείων Περιβάλλοντος, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων), ενώ τονίζει πως υπάρχει «κίνδυνος περαιτέρω καθυστέρησης» στη μετάβαση στην ψηφιακή εκπομπή, όχι μόνο για την καταληκτική ημερομηνία του 2012 αλλά και για τη νέα πιθανή, του 2015, λόγω τυχόν δικαστικών ενεργειών – προσφυγών. Υπογραμμίζει ότι δεν θα πρέπει «να επαναληφθεί η εκ των υστέρων νομιμοποίηση της ψηφιακής εκπομπής, όπως αυτή θα αναπτύσσεται και στρεβλά ίσως, όπως αντίστοιχα έγινε με την ανάπτυξη της αναλογικής».
Η αναλογική αδειοδότηση κρίνεται από τον πρώην υπουργό «άσκοπη –παρότι προβλέπεται στον ν. 3592/2007– λόγω μετάβασης στην ψηφιακή». Για το ραδιόφωνο επισημαίνει πως «εκκρεμεί η αδειοδότηση των σταθμών που εκπέμπουν αναλογικά» αλλά και ότι «χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση για την ανάπτυξη του ψηφιακού και του διαδικτυακού ραδιοφώνου».
Ένα άλλο σημείο είναι η ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων (Οδηγία 2007/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου).
Στο σκέλος των ανεξάρτητων αρχών, εκτός από την εκκρεμότητα του διορισμού των νέων μελών του ΕΣΡ, ο βουλευτής σημειώνει ότι «έχει δημιουργηθεί ζήτημα για το αν αρμόδιο για τον έλεγχο της χρήσης του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων από τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς είναι το ΕΣΡ ή η ΕΕΤΤ», με τις δύο Αρχές να «ασκούν παράλληλα τη σχετική αρμοδιότητα». Όπως σημειώνει, στη Μ. Βρετανία οι αρμοδιότητες ασκούνται από μία Αρχή, ενώ στη Γαλλία και στη Γερμανία έχουν αποσαφηνιστεί οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες.
Διάλογος για τις μετρήσεις
Στο κρίσιμο ζήτημα των μετρήσεων ο Τ. Χυτήρης παρατηρεί ότι «ο τρόπος μέτρησης που ισχύει σήμερα και ασκείται μονοπωλιακά από μία εταιρεία δημιουργεί εντάσεις και προβλήματα» και εξηγεί πως «στην ουσία καθορίζει τη συγκρότηση, τη δομή και τη λειτουργία όλης της τηλεοπτικής αγοράς με αδιαφανείς όρους». «Οι συνέπειες», κατά τον πρώην υπουργό, «επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα του προγράμματος και την πολιτιστική στάθμη της τηλεόρασης στην Ελλάδα», ενώ κρίνει «το ισχύον θεσμικό πλαίσιο ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα». Ο Τ. Χυτήρης προτείνει να ανοίξει «διάλογος για το πλαίσιο λειτουργίας και τον τρόπο αυστηρού ελέγχου των εταιρειών που διενεργούν μετρήσεις τηλεθέασης, με συμμετοχή της Πολιτείας αλλά και όλων των εμπλεκόμενων φορέων».
Τι γίνεται με τη διάθεση του δημόσιου χρήματος; «Πρέπει να ελέγχεται αυστηρά η τήρηση των προβλεπόμενων στη νομοθεσία για την κατανομή της διαφήμισης, σε σχέση με τα κριτήρια για την κατανομή μεταξύ των Μέσων και σε σχέση με το ποσοστό που πρέπει να καταλήγει στην περιφέρεια», σημειώνει ο Τ. Χυτήρης. «Ο έλεγχος είναι εφικτό να γίνει στο επίπεδο της ανάθεσης στις διαφημιστικές εταιρείες, που θα πρέπει να εξαναγκαστούν, μέσα από την άμεση και συνεχή δημοσιοποίηση των αναθέσεων προγραμμάτων στα Μέσα και με αυστηρούς συμβατικούς όρους, να τηρούν τη νομοθεσία», προτείνει. Ακόμη, σημειώνει ότι «απαιτείται ο έλεγχος της αξιοπιστίας των μετρήσεων κυκλοφορίας (εφημερίδων), τηλεθέασης και ακροαματικότητας, ώστε να υπάρχει αδιαμφισβήτητη βάση υπολογισμού» και πως «θα πρέπει να συμπεριληφθεί στις υφιστάμενες ρυθμίσεις και η διαφήμιση στο διαδίκτυο, που συνεχώς αυξάνεται». Τέλος, αναφέρει ότι «απαιτείται εξυγίανση του τρόπου ανάθεσης των προγραμμάτων, ιδίως στην περιφέρεια», ενώ «πρέπει να αποσαφηνιστεί και να γίνει γνωστό ποιοι φορείς εντάσσονται στη ρύθμιση για τις διαφημίσεις του Δημοσίου».