Μια φορά και έναν καιρό
Με την κήρυξη του πολέμου αρχινά η περιπέτεια του κτιρίου, που μπορεί να την παραλληλίσει κανείς με την ιστορία της χώρας μας. Αρχικά επιτάχθηκε και μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο απ’ όπου βγαίναν περίπατο τραυματίες σε ανάρρωση, με δεκανίκια και επιδέσμους, υποβασταζόμενοι στοργικά από νοσοκόμες ή συγγενείς τους. Κάθονταν στην άκρη του γήλοφου κι αγνάντευαν πέρα προς τη θάλασσα ή «χάζευαν» τα λιγοστά αυτοκίνητα που κινούνταν ακριβώς κάτω από τα πόδια τους. Με την είσοδό τους στην Αθήνα οι Γερμανοί το παραχώρησαν στους ιταλούς συνεταίρους τους, κι εκείνοι, αφού εξεδίωξαν πυξ λαξ τραυματίες και ανάπηρους, άρχισαν τα δικά τους, λες και ήταν του πατέρα τους χωράφι. Πρώτα πρώτα επέφεραν στο κτίριο μερικές αρχιτεκτονικές αλλαγές. Ύστερα του άλλαξαν το χρώμα κι από ώχρα το βάψανε λευκό, έκαναν σκυρόστρωση στον δρόμο γύρω του, και κουτσούρεψαν τα πανύψηλα πεύκα κλαδεύοντάς τα σαν ομπρέλα. Και με τη σειρά τους, γεμάτοι γκλαμουριά, εγκατέστησαν δικό τους στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου λούφαζαν πολέμαρχοι παντός όπλου και βαθμού.
Γενικά μιλώντας όμως, η συμπεριφορά τους απέναντι στους ντόπιους δεν ήταν κακή. Και γριούλες που πέθαιναν στον δρόμο περιέθαλψαν φέρνοντάς τους ζεστή σούπα επιτόπου, και «πανιότες» έδιναν σε παιδιά σκελετωμένα απʼ την πείνα, και κυρίως δεν προκαλούσαν. Η ανθρωπιά που επέδειξαν ανταμείφθηκε όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε και πολλοί Ιταλοί λιποτάκτησαν. Οι Έλληνες τότε τους βοήθησαν, τους έκρυψαν και τους συντήρησαν με κίνδυνο της ζωής τους, κι ας ήταν αυτοί οι αίτιοι όλων των δεινών μας. Την ημέρα ακριβώς της συνθηκολόγησης, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώτες, μαζί με… βαρέως ασθενείς και τραυματίες, βγάλανε «στο σφυρί» όλον τον εξοπλισμό του κτιρίου χωρίς να κάνουν εξαίρεση στα φάρμακα και τα ιατρικά εργαλεία. Και κατηφόριζαν φορτωμένοι με έπιπλα και σκεύη κάτοικοι απʼ τις γύρω γειτονιές που «μυρίστηκαν» το… κελεπούρι και έσπευσαν με λίγα κατοχικά χαρτονομίσματα να επωφεληθούν.
Μέσα στο διήμερο που κράτησε το νταλαβέρι, που παραλίγο να γκρεμίσουν το κτίριο για να το πουλήσουν σαν… αγκωνάρια, ο συνωστισμός μεγάλωνε μέχρι που γερμανός διερχόμενος με μοτοσικλέτα σάιντ καρ και δυο φαντάρους συνεπιβάτες, είδε το πλήθος και το… πάθος, απόρησε, πήρε στροφή κι ανηφόρισε στον λόφο, ενώ λάκιζαν οι αγοραστές όπου φύγει, φύγει. Ο ένας Γερμανός με το αυτόματο στο χέρι, αφού χαιρέτισε όπως οι στρατιωτικοί κανονισμοί επιβάλλουν τον σκοπό, που μάλλον προ ολίγου διαπραγματευόταν να… «σκοτώσει» τη σκοπιά του, μπήκε και τους έβγαλε όλους στην αυλή με ψηλά τα χέρια. Αργότερα ήρθαν καμιόνια και νοσοκομειακά να τους περιμαζέψουν. Αλλά εν τω μεταξύ σκοτείνιασε και πολλοί βρήκαν ευκαιρία από τη συσκότιση να πηδήξουν τη μάντρα και να χαθούν μέσα στη νύχτα. Εκεί τελείωσε η βασιλεία των Ιταλών, ανέπνευσαν όσες γάτες επέζησαν, και πέρασε το κτίριο αμέσως στη δικαιοδοσία των Γερμανών, που του επεφύλαξαν τιμές αρχοντικές. Κατʼ αρχάς τοποθέτησαν διπλοσκοπιές κι όχι τσιγκούνικα ένα φυλάκιο μονάχα σαν τους φρατέλους κι αυτό κουτσό, που το παράταγε ο σκοπός και τράβαγε στα ενδότερα για… κουτσομπολιό, τραγουδώντας: «Μάμα σο τάντο φελίτσε / περκέ ριτόρνο ντα τε» και το μετέτρεψαν σε φρούριο εξοπλίζοντας την ταράτσα του με αντιαεροπορικά, πολυβόλα και άλλα άκρως διακοσμητικά στοιχεία. Μεριμνώντας δε για να κοιμούνται οι περίοικοι ύπνον ελαφρύ και… ασκανδάλιστο, απαγόρευσαν τον ύπνο στις ταράτσες και στις πέριξ αυλές. Η απαγορευτική διαταγή δόθηκε με χειρονομίες και βροντώδεις φωνές από τους στρατωνισμένους, που έγινε απʼ όλους αμέσως κατανοητή χωρίς να χρειάζεται η μεσολάβηση διερμηνέα.
Στη μεταπελευθερωτική του σταδιοδρομία, το Ιωσηφόγλειο ευτύχισε να στεγάσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τάγμα ινδών σαρικοφόρων, τους οποίους όμως δεν νταγιάντιζε η περιοχή. Ανήκαν στο υπό τον Στρατηγό Σκόμπυ βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, το επιφορτισμένο με την εν ειρήνη διαβίωση των Ελλήνων, και όλοι τους ήσαν φοβεροί στη θέα. Πανύψηλοι, με σκούρο δέρμα και ατίθαση μαύρη γενειάδα, είχαν ένα βλέμμα αγριωπό, καθώς κοίταγαν καχύποπτα το περιβάλλον, το δε σαρίκι μέσα στο οποίο τύλιγαν τα απροσμέτρητου μήκους εβένινα μαλλιά τους, πρόσθετε μερικά ακόμη εκατοστά ύψους στο μπόι τους. Έβγαιναν σεργιάνι το βράδυ κι οι ελάχιστοι νυκτερινοί διαβάτες που τους συναντούσαν… αλλάζανε πεζοδρόμιο.
Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάτι περίεργα χούγια. Ενώ το κτίριο ήταν τεράστιο και είχε τη δυνατότητα να στεγάσει τόσους κι άλλους τόσους, αυτοί το… απαξίωσαν κι έστησαν στον αυλόγυρο το «τσαρδάκι τους» μέσα σε σκηνές. Σε σκηνές επίσης αποθήκευαν όλα τους τα εφόδια, από τρόφιμα και ιματισμό έως και διάφορα άλλα στρατιωτικά είδη. Από καιρού σε καιρό, κατά σατανική σύμπτωση, τα αντίσκηνα πιάναν φωτιά και οι ινδοί, με πολλές άναρθρες κραυγές και ελάχιστο νερό, προσπαθούσαν να τη σβήσουν με άγαρμπες κινήσεις στο στυλ ταινίας «Χοντρού-Λιγνού», μέχρι που αποτέφρωνε τα πάντα καθιστώντας αδύνατη μιαν απογραφή των υλικών που κάηκαν. Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο… φωτιές, μαζεύονταν έξω από τον μαντρότοιχο ένα μάτσο δικοί μας έμποροι του ποδαριού κι άρχιζε το νταλαβέρι. Αγόραζαν τα πάντα, που τα πούλαγαν κατόπιν χέρι χέρι στη ματσωμένη πελατεία τους. Τσιγάρα εγγλέζικα, Players και Senior Service, που πολύ ζητιόντανε τότε, σοκολάτες, κίτρινα τυριά και μαρμελάδες Σκωτίας. Μέχρι κανένα χιτώνιο, ή και DDT που διώχνει ψείρες και κουνούπια και γλιτώνεις απʼ τη «μαλάρια». Περιζήτητες ήσαν κάτι πράσινες κουνουπιέρες που σου εξασφάλιζαν ύπνο χωρίς ξυσίματα. Ένα άλλο περίεργο χούι τους, κατά τους μελετητές των εξωτικών εθίμων, ήταν όταν πήγαιναν για την «ανάγκη τους»: Μετά τσιτσιδονόντουσαν και κάνανε ντους εν υπαίθρω, προσβάλλοντας καταφανώς τη δημοσία αιδώ ή προσφέροντας οπτική τέρψη στους επαΐοντες. Γραφικό ήταν και το λούσιμό τους, πάντοτε στο ύπαιθρο, όπου άπλωναν τη μαλλούρα τους στον ήλιο να στεγνώσει και μετά το τύλιγαν στο σαρίκι τους.
Ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου στήθηκε εκ των ενόντων μια παράγκα χαρακτηρισμένη με τον διεθνή όρο «BAR», όπου… ναυλοχούσαν μερικές δεσποινίδες δίχως ρατσιστικές ιδεοληψίες. Κάθε βραδάκι στις οκτώ, καταπώς έλεγε το τραγουδάκι, κατέφθαναν οι σαρικοφόροι, έπιναν το κατιτίς τους, κι ύστερα προχώραγαν στη σύσφιγξη των σχέσεών τους μετά των ημετέρων…
Και όλα πήγαιναν ωραία και καλά, ώσπου ένα πρωινό ανακαλύφθηκε μέσα σʼ ένα χαντάκι το κεφάλι μιας κοπέλας. Το ακέφαλο σώμα η αστυνομία το ανακάλυψε αργότερα. Κανένας δεν έμαθε το «Τι και πώς», μονάχα το μπαρ έμεινε μια μέρα «Κλειστόν λόγω πένθους»…