ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ…
Η τυπική του «ενός λεπτού σιγή», μέσα στη γενική συνέλευση, που ακολούθησε, ήταν μια ελάχιστη απόδοση τιμής, ένα «τίποτα» στην ουσία, για τη «μεγάλη σιγή» που σημαίνει η απουσία της μεγάλης αυτής Θεατρίνας που έφυγε στα 92 της χρόνια, έχοντας καλύψει μια καταπληκτική αδιάκοπη πορεία… 86 ετών θεατρικής δραστηριότητας, αν σκεφτεί κανένας ότι εμφανίστηκαν σαν «παιδιά θαύματα» στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη μαζί με την αδελφή της Μαρία, λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Με την Άννα Καλουτά με συνδέουν γεγονότα και συνεργασίες που θα με συνοδεύουν σαν πολύτιμες μαρτυρίες ζωής, μέχρι να φτάσει και το δικό μου το τέλος και θα μου επιτρέψετε να σας απασχολήσω με αυτά σε μια από τις επόμενες Κυριακές. Ενώ στο μεταξύ το σημερινό μου σημείωμα, που ασχολείται συμπτωματικά με ένα γεγονός που αφορά πάλι τις αδελφές Καλουτά και που είναι γραμμένο το βράδυ της προπερασμένης Παρασκευής, θέλεις από θέληση της μοίρας, θέλεις από σύμπτωση, την ώρα που η Άννα έκανε την τελευταία της υπόκλιση στη ζωή για ένα ακόμα χειροκρότημα.
Το δημοσιεύω όπως ακριβώς είναι γραμμένο:
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΛΟΥΤΑ ΞΑΝΑΖΕΙ!
Στην ασυγχώρητη και πολιτιστικά εγκληματική εξαφάνιση ενός από τα ωραιότερα θέατρα της Αθήνας, το «Άννα και Μαρία Καλουτά», που βρισκόταν στην πλατεία Κολιάτσου, της οδού Πατησίων και που πριν από λίγα χρόνια κατεδαφίστηκε από τον οικοπεδούχο του για να εγκατασταθεί εκεί ένα ακόμα πολυεθνικό σούπερ μάρκετ, δόθηκε μια έστω και συμβολική ικανοποίηση με το βάπτισμα ενός άλλου θεάτρου με το ίδιο όνομα. Δηλαδή μια κανονική «νεκρανάσταση» που τιμά αυτούς που το αποφάσισαν. Και μάλιστα σε μια εποχή που η ευαισθησία κυριολεκτικά απουσιάζει. Πρόκειται για το Δημοτικό Θέατρο, που βρίσκεται μέσα στον πολυχώρο του Δήμου της Αθήνας, στον Άγιο Σώστη της Λεωφόρου Συγγρού, που με πρωτοβουλία του δήμαρχου Νικήτα Κακλαμάνη και με τη συνεργασία του προέδρου των Μουσικών Συνόλων Γιώργου Κατσαρού, θα έχει την ονομασία των δυο κορυφαίων πρωταγωνιστριών του μουσικού μας θεάτρου, της Άννας και της Μαρίας Καλουτά, που το κατεδαφισμένο θέατρό τους το είχαν κτίσει το 1956 με τα χρήματα που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν στο διάστημα της μεγάλης καλλιτεχνικής τους δραστηριότητας, δουλεύοντας στο θέατρο από μικρά κοριτσάκια.
Εκείνο το θαυμάσιο θέατρο, που έγινε με σχέδια του Γιώργου Ανεμογιάννη, ο οικοπεδούχος με τη λήξη της σύμβασης ενοικίασης του οικοπέδου αποφάσισε να το κατεδαφίσει για να το δώσει σε πολυεθνική εταιρεία για την ανέγερση ενός ακόμα σούπερ μάρκετ. Είχε τότε ξεσηκωθεί, το 2002, ολόκληρος ο καλλιτεχνικός κόσμος για να τον αποτρέψει, ενώ και η Εταιρεία των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, Συνθετών και Μεταφραστών με έντονες ενέργειες έδωσε μάχη για να μη γίνει το «πολιτισμικό έγκλημα», αλλά το καθ’ ύλην υπουργείο Πολιτισμού αρνήθηκε να το χαρακτηρίσει «διατηρητέο», αντίθετα με άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς ελάχιστης ιστορικής σημασίας. Ο εν λόγω οικοπεδούχος, γνωστός μεγαλοδικηγόρος, εφοπλιστής μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, παρέμεινε αμετάπειστος και προχώρησε στην εντολή για τις μπουλντόζες, γκρεμίζοντας συγχρόνως και τον διπλανό κινηματογράφο «Ράντιο Σίτυ», που ήταν και αυτός δικής του ιδιοκτησίας και που πεθαίνοντας πρόσφατα, είναι… εξακριβωμένο ότι δεν πήρε μαζί του ούτε μια χούφτα χώματα της ιδιοκτησίας του.
Στο νέο θέατρο «Άννα και Μαρία Καλουτά» του Αγίου Σώστη, χωρητικότητας 700 θέσεων, με τέλειες τεχνικές εγκαταστάσεις, θα φιλοξενηθούν θεατρικές και συναυλιακές παραστάσεις, ενώ στον πολυχώρο του συστεγάζονται και άλλες τρεις αίθουσες, δηλαδή μια αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων που ονομάζεται «Αίθουσα Αλέκου Αλεξανδράκη», μια δεύτερη για χορευτικά συγκροτήματα με το όνομα του αξέχαστου Γιάννη Φλερύ και μια τρίτη, η «Αίθουσα ζωγραφικής Σωτήρης Σορόγκας», που ήδη βρίσκονται σε κανονική λειτουργία.
Για το νέο θέατρο «Άννα και Μαρία Καλουτά» προγραμματίζονται ποικίλες εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις αξιώσεων, όπως ήταν πολλές από αυτές που ανέβηκαν στο παλιό θέατρο της οδού Πατησίων, όπως ήταν δηλαδή «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη, το «Τζίσους Κράιστ Σούπερ Σταρ» στην ελληνική απόδοση των Μίμη Πλέσσα και Δημήτρη Μαλαβέτα, η «Οδύσσεια» του Μανώλη Σκουλούδη από τον Μάνο Κατράκη, το «Καμπαρέ» από τον Αλέξη Σολομό, οι επιθεωρήσεις «Τη λένε ακόμα Δημοκρατία» και «Χίπηδες και Ντιρλαντάδες» των Λαζαρίδη, Ελευθερίου, Πλέσσα κ.ά.
Από τις δύο λαμπερές πρωταγωνίστριες, η Μαρία, έχοντας αποδημήσει νωρίτερα, δεν είδε την κατάρρευση των κόπων τους, αντίθετα με την πάντα θαλερή Άννα, που δοκίμασε όλη την πικρία της κατεδάφισης του θεάτρου της…
Και το σημείωμα κατέληγε:
…και που ευχή των φίλων και θαυμαστών της, συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντος, είναι να υπάρξει μια ακόμα ευκαιρία για να ξαναπατήσει τα σανίδια και του νέου της θεάτρου και να τα… «ξανακάψει» με το εκρηκτικό της ταλέντο!
Πλην, φευ…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
***
ΑΜΕΡΙΚΗ – ΓΑΛΛΙΑ: ΑΨΙΜΑΧΙΑ!
Πάντα, και από προπολεμικά, ο γαλλικός κινηματογράφος αποτελούσε τον πιο επικίνδυνο και αποτελεσματικό ανταγωνιστή του Χόλιγουντ. Γι’ αυτό και οι διπλωματικές τους σχέσεις ήταν περίπου όπως του σκύλου με τη γάτα, στο πλαίσιο μιας συγκρατημένης αβρότητας και μιας υπαρκτής αντιπαλότητας, που όσο έντονες και αν ήταν οι προσπάθειες του Χόλιγουντ, με οπλοστάσιο το «κολο-ζάλ» και τον εντυπωσιασμό για την κατάκτηση της προτίμησης του κόσμου, στα τελικά αποτελέσματα η ζυγαριά έγερνε προς τη μεριά των Γάλλων. Επειδή, όπως και να το κάνουμε, άλλη η γεύση της «γαλλικής φινέτσας» και άλλο το «βαρυστομάχιασμα» των ιστορικών μεγαθήριων του Σεσίλ Ντε Μιλ με τους 10.000 κομπάρσους σε κάθε σκηνή.
Και το βέβαιο είναι πως για να επικρατήσει ο αμερικανικός κινηματογράφος σε μεγέθη «πλανηταρχικής κυριαρχίας», όπως είναι σήμερα, χρειάστηκε ένας μεθοδευμένος σχεδιασμός μαφιόζικης τακτικής, πάνω-κάτω όπως έγινε περίπου και με τα «σούπερ μάρκετ», δηλαδή του «κλείσε ΕΣΥ, μικρομπακάλη, για να τα αρπάζω όλα ΕΓΩ, ο μεγαλομπακάλαρος, που τα ‘χω κάνει πλακάκια με τις πολυεθνικές» και με άλλα λόγια δηλαδή μια μικρή «Χιροσίμα» που παίχτηκε και στις εκτός Χόλιγουντ κινηματογραφικές εστίες. Φτάνει να θυμηθούμε ότι μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’40 οι περισσότερες αμερικανικές ταινίες παιζόντουσαν στους ευρωπαϊκούς κινηματογράφους μεταγλωττισμένες στα γαλλικά, επειδή τα γαλλικά ήταν η πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα παγκοσμίως, για να είναι μ’ αυτόν τον «πονηρό τρόπο» και οι ταινίες προσιτές στους θεατές. Το ίδιο γινόταν και στην Αθήνα, στο «Αττικόν» και στο «Παλλάς», σημειώνοντας μάλιστα στις διαφημίσεις «Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΟΜΙΛΟΥΣΑ ΓΑΛΛΙΣΤΙ», μια και τα γαλλικά ήταν σε περισσότερη χρήση από την «καλή κοινωνία» και ας μην ήταν καθόλου κομψό να βλέπεις τον Τζον Γουέιν να κράζει τους ζωοκλέφτες της Αριζόνας «Ε, βου, βολέρ ντε λα βας» ή να ακούς τον Ταρζάν να λέει στη δικιά του «μουά Ταρζάν, ε βου Ζανίν»!
Και πόσο ακριβές είναι οι μνήμες των ταινιών που μας έστελναν τότε τα γαλλικά στούντιο, με σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Ρενέ Κλερ, ο Ραϊμόν Μπερνάρ, ο Ζιλιέν Ντιβιβιέ, ο Ζαν Ρενουάρ, ο Ανρί Ζορζ Κλουζό, ο Μαρσέλ Καρνέ, ο Ζακ Τατί, ο Ανρί Ντεκουάν, ο Σασά Γκιτρί, ο Λουί Ζουβέ και αργότερα με την άνθηση της «νουβέλ βαγκ», χάρη στην οποία με την «αλλαγή πορείας» που χάραξαν ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο Αλέν Ρενέ, ο Λουί Μαλ, άλλαξε «οπτική γωνία» και ο διεθνής κινηματογράφος και πρώτο και καλύτερο το Χόλιγουντ που, αντί πια να «χαϊδεύει» τον άνθρωπο και τις καταστάσεις, άρχισε να μπαίνει πιο βαθιά στην ουσία και να ψάχνει θαρραλέα για αιτίες και αφορμές.
Να θυμηθούμε και μερικά από τα σπουδαία ονόματα που αγαπήσαμε παλαιότεροι και νεότεροι φίλοι του κινηματογράφου: Τον Ζαν Γκαμπέν που έκλεινε μια ανθρώπινη ποικιλία χαρακτήρων, από τον γείτονα της διπλανής πόρτας μέχρι τον εξουσιαστή της κάθε κοινωνικής δύναμης, τον Χάρι Μπορ, κάτι σαν τον δικό μας Αιμίλιο Βεάκη, τον Πιερ Φρενέ, τον Ζαν Λουί Μπαρό, τον Βικτόρ Φρανσέν, τον μοναδικό Φερναντέλ, τον Ρεμί, τον Σαρλ Μπουαγέ, τη Μισέλ Moργκάν, την Ντανιέλ Νταριέ, την Εντβίζ Φεγέρ, την Αρλετί και από τους νεότερους τον Αλέν Ντελόν, τον Μπελμοντό, τον Τρεντινιάν, τον Ιβ Μοντάν, την Μπαρντό, την Ντενέβ, τη Φανί Αρντάν, τον Ντερνμπαντιέ και… και… και..
Σε κάποιες μεταπολεμικές δεκαετίες πέρασε και ο γαλλικός κινηματογράφος τη βαθιά κρίση του, με την απομόνωση της «βαριάς κουλτούρας», όπως έγινε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης με πρώτη και καλύτερη τη χώρα μας, οφειλομένη στη γνωστή παρεοκρατία που τις συνέπειες ακόμα τις πληρώνουμε με ταινίες πληρωμένες από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου που κι αυτό μιμήθηκε το αντίστοιχο Γαλλικό Κέντρο με εκατοντάδες ταινίες που βρίσκονται απρόβλητες στα ράφια τους.
Με το 12ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου που τελειώνει απόψε στην Αθήνα, σε τρεις κινηματογράφους, το «Αττικόν», το «Κηφισιά» και στο Γαλλικό Ινστιτούτο και συνεχίζεται την επόμενη εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την καινούργια άνθησή του με 50 διαλεγμένες ταινίες της πρόσφατης παραγωγής του, με τις οποίες το «στοίχημα της επαναφοράς» δείχνει ότι έχει επιτύχει.
Καινούργια ονόματα σκηνοθετών γράφουν τις νέες σελίδες της ιστορικής «Ουνιφράνς», παλιάς μας γνώριμης, της αντιπροσωπείας του γαλλικού σινεμά στην Ελλάδα, όπως είναι ο
Ερίκ Ρομέρ, ο Ρισάρ Μπερί, η Λίζα Αζουέλος, η γνωστή ηθοποιός και τραγουδίστρια Τζέιν Μπίρκιν, η επίσης γνωστή και ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτις Φανί Αρντάν, ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν με 11 ταινίες μέσα σε 15 χρόνια με δικά του σενάρια, ο επίσης παραγωγικός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν κ.ά.
Και στους Γάλλους που ξαναγύρισαν στις μεγάλες οθόνες μας λέμε «ναι», όπως πάντα τους το λέγαμε, το ίδιο όπως και εκείνοι μας το προσφέρανε ανοιχτόκαρδα στην εποχή της Επταετίας με τη φιλοξενία των δικών μας πολιτικών εξόριστων. Προσθέτοντας και τη γαλλική στήριξη του Βαλερί ντ’ Εστέν για να μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που δυστυχώς λίγο αργά το καταλάβαμε πόσο άστοχα και απερίσκεπτα φερθήκαμε.
«Στερνή μου γνώση», όμως και «C’ est la vie» που λένε και οι Γάλλοι.
Γ. Λ.