Μια φορά και έναν καιρό

Ο Ηρακλής Πουαρό ουδέποτε είχε ακούσει για το Περιστέρι, ούτε και η Άγκαθα Κρίστι το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ ως τόπο όπου θα εκτυλίσσετο η συνταρακτική αστυνομική ιστορία που εμπνεύσθηκε και την οποία ο δαιμόνιος ντετέκτιβ θα την ξεδιάλυνε, συναθροίζοντας τους εμπλεκομένους στο κυνηγετικό περίπτερο ή έστω στο προσήλιο καθιστικό την ώρα του απογευματινού τεΐου, δηλαδή του «five oʼclock tea», για να αποκαλύψει τον ένοχο, ενώ οι παριστάμενοι θʼ αλληλοκοιτάζονταν καχύποπτα μέχρι ν’ ακουστεί το όνομα του δράστη.

Ποτέ δεν πήγε ο Πουαρό στο Περιστέρι –«α Περιστερί» όπως θα το αποκαλούσε ο αλαζών Βέλγος με τη βαλόνικη προφορά– όπου άλλωστε δεν θα χρειαζότανε η παρουσία του, αφού οι εγχώριοι ντετέκτιβ τούς μεν ποινικούς τους συλλαμβάνανε εντός τριών το πολύ ημερών, τους δε αποδέλοιπους τους μπαγλάρωναν αυθημερόν. Αλλ’ ας πάρουμε από την αρχή την ιστορία που συνέβη το φθινόπωρο του 1959 και που, αν και στερείται πρωτοτυπίας, προσέφερε την ευκαιρία στους αστυνομικούς συντάκτες των εφημερίδων να ξεσαλώσουν, στους δε ηθικολόγους να ξιφουλκήσουν για την έκλυση των ηθών. Ήταν η εποχή που οι ληστείες περιείχαν ισχυρές δόσεις ρομαντισμού στη σύλληψη και την εκτέλεσή τους, γι’ αυτό έπεσε σαν σκέτο βάλσαμο στην ανία της κοινωνίας, που έζησε ένα φοβερά πληκτικό καλοκαίρι, χωρίς να πνέει ούτε ένα ελάχιστο ζείδωρο αεράκι σκανδάλων για να ταράξει το τέλμα…
Στο Περιστέρι, λοιπόν, τρεις νεαροί άντρες, ζυμωμένοι «στο γιαπί, στο πηλοφόρι, στο μυστρί», τα κουτσόπιναν σε μια ταβέρνα και συζητούσαν το «πόσο βάσανο μεγάλο, το βάσανο είναι της ζωής». Η κουβέντα τους περιεστρέφετο σε πλείστες όσες βασικές ανθρώπινες «ανάγκες» που στερούνταν, όπως λ.χ. κουστουμιές, γκόμενες, μπουζούκια και γιατί όχι και καμιά ρόδα, έστω και από τα διασκευασμένα τζιπάκια του στρατού με το μπόλικο χρώμιο στους προφυλακτήρες να γυαλίζουν και να τσιμπάνε τα θηλυκά. Με δυο λόγια να ζήσουν σαν άνθρωποι. Με τη βοήθεια της αλκοόλης που περιείχε ο ρητινίτης οίνος τον οποίον σε ποσότητες κατανάλωναν, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως «δει δη χρημάτων», διότι άνευ αυτών είσαι ένας μάπας και μισός, φράση που ξεστόμισε σε κάποιο μπατιριλίκι του ο μακαρίτης Δημοσθένης και που αιώνες τώρα –αλίμονο– δεν βρέθηκε τρόπος να ξεπεραστεί. Και τότε έλαμψαν τα μάτια του ενός και αναφώνησε «Εύρηκα» ως άλλος Αρχιμήδης, διότι θυμήθηκε πως παραδάκι υπήρχε πολύ και ζεστό, καταχωνιασμένο σ’ ένα σαρακοφαγωμένο μπαούλο, που δεν το άνοιγαν ποτέ, ούτε για να χαϊδέψουν τις δεσμίδες. Ανήκε σε μια θεία του που μόλις επαναπατρίστηκε από την
Αμερική, άρα η «φτιάξη» θα παρέμενε στα στενά όρια της οικογένειας και δεν θα μπλέκανε με ξένο κόσμο. Μα το κυριότερο, ο θησαυρός ήταν σε δολάρια, άρα δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο υποτίμησης της δραχμής, να τραβάνε τα μαλλιά τους…
Η κυρία Αναστασία, η θεία, αφού έχασε τον «άνθρωπό της», τον οποίον ενταφίασε στην Αμερική όπου παιδιόθεν είχε μεταναστεύσει, πήρε των ομματιών της κι επέστρεψε στην Ελλάδα να ζήσει και να πεθάνει
ανάμεσα στους δικούς της, που θα της πούνε και κανένα μοιρολόι, που λέει ο λόγος, όταν θα φτάσει ο αρχάγγελος με τα ταξιδιωτικά της έγγραφα στο χέρι. Σε πρώτη φάση έμενε προσωρινά στο σπίτι του αδελφού της στο Περιστέρι, μέχρι να πάει στο χωριό της για οριστική εγκατάσταση. Ήταν μια καλοβαλμένη μονοκατοικία, νοικοκυρόσπιτο, με τον κηπάκο του που της έφερνε στο μυαλό το πατρικό της, απ’ όπου ξεκίνησε για την Αμερική ύστερα από ατέρμονες διαπραγματεύσεις προξενιού, να παντρευτεί με δόξα και τιμή τον Στηβ, γνωστό στα Δολιανά ως Στέφανο Τσουγκράνα. Και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, ξανάβρισκε τις παλιές της συνήθειες και ένιωθε περήφανη που της κόλλησαν στη γειτονιά το παρατσούκλι «η Αμερικάνα» κι ούτε που ξανάβαλε στο στόμα της τσικλόφουσκα.
Ήτανε δεν θα ‘τανε οκτώμισι το πρωί όταν χτύπησε διακριτικά το κουδούνι του σπιτιού. Ο αδελφός της έλειπε στη δουλειά και η κουνιάδα της είχε πάει στη λαϊκή για κανένα φρέσκο ζαρζαβατικό. Η Αναστασία, συνηθισμένη από την Αμερική να «φυλάει τα ρούχα της» γιατί εδώ κοιμόντουσαν με τα παράθυρα αβέρτα, άνοιξε το τζαμάκι της εξώπορτας και είδε δύο νεαρούς που μοιάζανε με αγρότες και κρατούσανε ένα μεγάλο καλάθι με σταφύλια. Της είπαν πως έρχονται από το χωριό της και πως ο κουνιάδος της ο Θανάσης της στέλνει τα χαιρετίσματά του κι αυτά τα σταφύλια από το μποστάνι του. Τους άνοιξε όλο τσιριμόνιες, τους πέρασε στο καθιστικό και προσφέρθηκε να τους φιλέψει καφέ. Την ακολούθησαν στην κουζίνα κι εκεί ξαφνικά ο ένας της έφραξε το στόμα με τα χέρια, ενώ ο άλλος μ’ ένα σχοινί που είχε μαζί του την έδεσε χειροπόδαρα. Ύστερα την έσυραν στο λουτρό όπου τη φίμωσαν με μια πετσέτα κι άρχισαν να της ζητούν δολάρια. Σηκωτή την πήγαν στην κρεβατοκάμαρα, τη δέσανε στο κρεβάτι κι άρχισαν το ψάξιμο. Στην τσάντα της βρήκαν 40 δολάρια τα οποία και πήρανε αρπάζοντας και τρία δακτυλίδια που βρήκαν στο κομό. Φυσικά τόσο λίγα λεφτά τα θεώρησαν προσβολή για τις προσδοκίες τους, διότι κατά τους υπολογισμούς τους είχε πάνω από δέκα χιλιάδες ντόλαρς. Ψάχνανε συρτάρια, ντουλάπες και μπαούλα για να βρουν τον κρυμμένο θησαυρό, πετώντας στο πάτωμα αντικείμενα και ρούχα σαν να πέρασε μέσα από κει ανεμοστρόβιλος. Εκείνη την ώρα γύρισε από τη λαϊκή και η κουνιάδα της, που μπαίνοντας από την πόρτα της κουζίνας αντίκρισε ένα σπίτι ανάστατο, κάτι ανάμεσα σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι συνέβη, την άρπαξαν αιφνιδιάζοντάς την, την έριξαν καταγής βρίζοντας και απειλώντας πως θα τη σκοτώσουν αν τολμήσει να φωνάξει.
Αλλά καθώς η κατάσταση περιεπλέκετο και η ώρα περνούσε, ο ένας φοβήθηκε και το ‘βαλε στα πόδια, αμέσως δε τον ακολούθησε κι ο άλλος με βαριά ψυχολογικά τραύματα απ’ τον ερασιτεχνισμό τους. Η αστυνομία κατέφθασε αμέσως ειδοποιημένη από τους γείτονες που άκουσαν τις κραυγές των θυμάτων να ζητούνε απεγνωσμένα βοήθεια και ανεύρε εις τον τόπο του εγκλήματος το καλάθι με τα σταφύλια, που ενδεχομένως τσιμπολόγησαν μετά οι πολιτσμάνοι, ένα σχοινί 20 μέτρων με το οποίο είχαν δέσει στο κρεβάτι την «Αμερικάνα» κι ένα καπελάκι τύπου τζόκεϊ, που από μόνο του αποτελεί τεκμήριο ανόμων πράξεων, και επεδόθησαν στην ανακάλυψη των δραστών… Βγήκαν τα λαγωνικά της Ασφάλειας στο μεϊντάνι, βρήκαν τους πωλητές του καλαθιού, του σχοινιού και του καπέλου, έπεσε μπόλικο λακριντί στην πιάτσα, τράβηξαν εκδρομούλα ως το χωριό του κουνιάδου, που υποτίθεται πως έστειλε πεσκέσι τα σταφύλια, και ρωτώντας από δω και συσχετίζοντας άσχετα εκ πρώτης όψεως μεταξύ τους γεγονότα, φτάσανε στους λεβέντες που το παίζανε παρθένες. Στην αρχή δηλαδή μάντρωσαν καμιά δεκαριά που είχαν όλα τα προσόντα για παρόμοιες δουλειές και αρκετά πλούσιο παρελθόν. Αλλά τους απέλυσαν επειδή παρέμενε το ερώτημα «ποιος μπορεί να ήξερε τα σχετικά με το θύμα», ερώτημα που οδηγούσε κατευθείαν στο ανηψούδι της. Ψάχνοντας, φτάσανε στην παρέα του, όπου με μια ξαφνική έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί στα σπίτια τους, βρέθηκαν τα δακτυλίδια και τα 40 δολάρια που είχαν αφαιρέσει για τον κόπο τους και τα φύλαγαν προφανώς για σουβενίρ…
Ομολόγησαν και απέδωσαν την πράξη τους στην ώρα την κακιά και στη μεγάλη ζωή που ονειρεύονταν να κάνουν. Κατηγόρησαν τον ανιψιό και φίλο τους ηθικό αυτουργό ως τερατολόγο που τους μίλησε για αμύθητα πλούτη κι ορκίστηκαν πως αν ήξεραν ότι η θεία δεν είχε λεφτά, ουδέποτε θ’ αποτολμούσαν παρόμοια βδελυρή πράξη. Και προς επιβεβαίωση των καλών τους προθέσεων, προσεφέρθησαν αυτοβούλως, σε ένδειξη μεταμέλειας, να γράψουνε ιδιοχείρως εκατό φορές: «Δεν θα το ξανακάνω».


Σχολιάστε εδώ