ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΙΟΣ ΡΟΥΦΑΕΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΣΤΥΒΕΙ ΤΟΥΣ ΜΑΣΤΟΥΣ ΤΗΣ ΑΓΕΛΑΔΟΣ;
Εις χώραν πλέον μυθική
καί ανεμοδαρμένη
όντως ομοία μέ μαντρί
ζούσαμε ξεχασμένοι.
Δίχως βοσκό αρμένιζε
δεμένη, απελπισμένη
τρώγοντας μόνον άχυρα
καί χλόη σαπισμένη.
Όντας καί βλέπαμε σπηλιά
μπουκάραμε γιά ύπνο
καί μέ τραγούδια φτιάχναμε
τόν Μυστικό μας Δείπνο.
Έξω τού κόσμου χλαλοή
μέσα η ασιτία
καί μιά ζωή γυρεύαμε
ποιά νά ʼναι η αιτία.
Οικοδομούσαμε ναούς
εις τήν καλοκαιρία
καί στίς σπηλιές γυρίζαμε
έξω απ’ τήν οκνηρία.
Τό ντύσιμό μας μιά προβιά
υπόδημα η γή μας
σημάδια ολοφάνερα
ΝΑΙ, τής υποταγής μας.
Χάλκεον χέρι χτύπαγε
γυναίκες καί παιδία
ώσπου στό τέλος έφτασε
στά άκρα η αηδία.
Καί πήραμε τίς ατραπούς
καί φτάσαμε στούς κάμπους
λάτρεις τού παρελθόντος μας
καί τού θαμμένου θάμπους.
Όμως στήν θέση τών Ναών
υπήρχαν εκκλησίες
κι αντί ασμάτων φωτεινών
άκουγες ικεσίες.
Η χώρα ήταν άγνωστη
τά μάρμαρα σπασμένα
καί τά ασβεστοκάμινα
δούλευαν μανιασμένα.
Μαύρο τό χρώμα τ’ ουρανού
τά ενδύματα επίσης
οι οίκοι αναξιοπρεπείς
ρεντίκολα τής φύσης.
Νταμάρια καί τά στάδια
δι’ εξόρυξιν μαρμάρου,
τ’ αγάλματα στόν κλίβανο
κι οι γειτονιές… τού χάρου.
Κι όμως σταθήκαμε ορθοί
γιατί η ζωή πρωτεύει
γιατί άν όλα έπεσαν
τό μέσα μας θεριεύει.
Άν καί χαμένοι κι ενδεείς
τού χτες απομεινάρια
σιγά σιγά ευρήκαμε
τά πρώτα μας τά χνάρια.
Τήν νέα τήν κατάσταση
τήν σεβαστήκαμε όλοι,
ούτε εκκλησιά γκρεμίσαμε
ούτε καί κάποια πόλη.
Όμως ψηλά στό άπειρο
ανάβει ένα καντήλι
κι ένα τραγούδι περπατά
στά πικραμένα χείλη.
«Θά σάς δικάσουμε κι εμείς
καταραμένοι, φαύλοι,
χολεριασμένα αρπαχτικά.
ΠΑΛΙ Η ΕΛΑΙΑ ΘΑΛΛΕΙ».
«Αίμα δέν θέλουμε εμείς
γιά νά τιμωρηθείτε.
Τό σκότος σας θά σβήσουμε
κι έτσι στό φώς θά ζείτε».
………………………………………………………………………………………………«Στήν Τροία μεγαλώνουνε
τά στάχυα
μά στήν Αγιάσσο σέ μιά έρημη εκκλησιά
ζωγράφιζε ο Θεόφιλος μέ αίμα
τό χάρο νά φοράει θαλασσιά».
Δίσκος «ΑΗ ΛΑΟΣ»: Δ. Λάγιος,
Σ. Μπέλλου.(+).