Το πασχαλιάτικο μήνυμα της καθίζησης της αγοράς
Το εφετινό Πάσχα έφερε στους πιστούς, όπως κάθε χρόνο, το μήνυμα της Ανάστασης, αλλά έφερε ταυτόχρονα και άλλο ένα, ειδικό μήνυμα που εξέπεμψε η αγορά. Το ειδικό αυτό μήνυμα απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στους κυβερνώντες, οι οποίοι καλά θα κάνουν να το λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν. Είναι το μήνυμα της καθίζησης της πασχαλιάτικης αγοράς, που γνώρισε για πρώτη φορά μείωση της κίνησης σε ένα πρωτοφανές ποσοστό. Οι παράγοντες της αγοράς το προσδιόρισαν πρόχειρα στις τηλεοπτικές εμφανίσεις τους την πρώτη κιόλας εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας της Διακαινησίμου. Όπως προσδιόρισαν και την αιτία που προκάλεσε την εφετινή πασχαλιάτικη καθίζηση.
Η αιτία της καθίζησης, κατά τις πρώτες αυτές καταγγελτικές εκτιμήσεις ήταν τα άδικα εισπρακτικά μέτρα που μέσα στην αγωνία και τον πανικό της για να κλείσει όπως όπως και όσο μπορέσει το εφετινό έλλειμμα η κυβέρνηση έστρεψε αποκλειστικά προς τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, στις καταγεγραμμένες δηλαδή και μη δυνάμενες να διαφύγουν «φορολογικές μονάδες», κατά τον λογιστικό προσδιορισμό των μισθωτών και των συνταξιούχων από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες. Η αφαίρεση του ενός τρίτου του δώρου του Πάσχα, προστιθέμενη στη ζοφερή προοπτική των επόμενων μηνών του έτους αλλά και των επόμενων ετών, οπότε βεβαία αναμένεται νέα φοροεισπρακτική επιδρομή προς την ίδια πάντοτε κατεύθυνση, έκανε κάθε μισθοδίαιτο οικογενειάρχη εξαιρετικά συγκρατημένο.
Αν δεν μπορεί η ίδια η κυβέρνηση να συστήσει από υπηρεσιακούς παράγοντες μια ad hoc επιτροπή για τη μελέτη της επίδρασης που είχαν τα μονομερή και κοινωνικώς άδικα φοροεισπρακτικά μέτρα της, οφείλει να αναθέσει σε έναν εξειδικευμένο οίκο την εργασία αυτή. Από τις πρώτες αντιδράσεις των παραγόντων της αγοράς -οι οποίοι, φυσικά, δεν μπορεί παρά μερική μόνο εποπτεία να έχουν- φαίνεται ότι η εκτιμώμενη από 10% έως 30% μείωση του τζίρου της πασχαλινής αγοράς προκαλείται από τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των πολιτών της συγκεκριμένης, θιγείσης από τα κυβερνητικά μέτρα, κατηγορίας. Όμως και οι άλλες κατηγορίες δεν έμειναν αλώβητες και έτσι η μείωση της κίνησης δεν περιορίσθηκε μόνον στα στενά πλαίσια της «αγοράς».
Μια εξειδικευμένη λοιπόν επιστημονική προσέγγιση του φαινομένου επιβάλλεται προκειμένου να μετρηθεί ακριβώς η μείωση της κίνησης κατά τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, να εκτιμηθεί η συμμετοχή κάθε κατηγορίας πολιτών στη συνολική μείωση αυτή καθαυτή αλλά και να γίνει μια πρώτη εκτίμηση των αρνητικών «πολλαπλασιαστικών» επιδράσεων που θα έχει στη λειτουργία της αγοράς κατά τους λοιπούς μήνες και η μονίμως μειωθείσα αγοραστική δύναμη των μισθωτών-συνταξιούχων αλλά και το μειούμενο εισόδημα των άλλων κλάδων που πλήττονται από τη μείωση της κίνησης. Οι εκτιμήσεις αυτές μπορεί να φανούν εξαιρετικά χρήσιμες στην κυβέρνηση. Κυρίως όμως, και υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει με νηφαλιότητα και θάρρος να λάβει τις σωστές αποφάσεις, οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να είναι λυτρωτικές για την αγορά και τους πολίτες.
Αυτό το οποίο, πέραν πάσης μελέτης και… αμφιβολίας, μπορεί από τώρα να λεχθεί είναι ότι η κυβέρνηση, για να μπορέσει κάποτε να ελαφρύνει τους μισθωτούς-συνταξιούχους από τα υπέρμετρα φορολογικά τους βάρη, πρέπει να δημιουργήσει αξιόπιστο, αποτελεσματικό και κυρίως ανεπίληπτο ελεγκτικό μηχανισμό για τη σύλληψη των τεράστιων ποσών που διαφεύγουν την επίσημη καταγραφή και φορολόγησή τους. Αυτό θα της επιτρέψει όχι μόνο να αποκαταστήσει το δίκαιο στην κατανομή των βαρών και να μειώσει ταχύτατα το έλλειμμα, αλλά κυρίως να παρέμβει εξυγιαντικά στην όλη παραγωγική λειτουργία στην Ελλάδα.
Πρέπει δε κάποτε να γίνει αντιληπτό ότι όσο δεν επιχειρείται αυτή η εξυγιαντική παρέμβαση δεν μπορεί να αποδώσει καμία απολύτως «διαρθρωτική αλλαγή», η οποία στο τέλος φτάνει να λειτουργεί και αυτή στρεβλωτικά στην όλη παραγωγική διαδικασία. Δύο παραδείγματα των ημερών αυτών επιβεβαιώνουν την άποψη ότι χωρίς ελεγκτικό μηχανισμό με τις προαναφερθείσες ιδιότητες όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει τίποτα, αλλά ίσως και δεν πρέπει να γίνει τίποτα:
– Παράδειγμα πρώτο, που αποδεικνύει ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτα». Η αγορά υγρών καυσίμων παραμένει το ίδιο ανάστατη, ασύδοτη και ανέλεγκτη ωσάν να μην είχε ανακοινωθεί και εφαρμοσθεί κανένα μέτρο. Ακόμη και η έννοια του «πλαφόν» έχει κουρελιασθεί με την έμπρακτη παραδοχή της… εξειδίκευσης μέχρι εξατομίκευσης αυτού του «ανωτάτου ορίου». Και φυσικά η αγορά αυτή, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού των πρατηρίων, είναι από τη φύση της αγορά ολιγοπωλίου, που μπορεί δηλαδή ευκολότερα να ελεγχθεί.
– Παράδειγμα δεύτερο: Γράφεται μετ’ επιτάσεως τις τελευταίες ημέρες ότι επίκειται το «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων». Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι η Πολιτεία μας, με τη σημερινή νοοτροπία και τον σημερινό της «εξοπλισμό» σε ελεγκτικούς μηχανισμούς, είναι παντελώς ανίκανη να ελέγξει και να φορολογήσει δίκαια και κατά τις πραγματικές τους δυνάμεις τους επαγγελματίες των «κλειστών επαγγελμάτων». Ο αριθμός των ενεργοποιουμένων σε ένα «κλειστό επάγγελμα» είναι σαφώς μικρότερος εκείνων που θα ενεργοποιηθούν στο επάγγελμα αυτό όταν «ανοίξει». Είναι επομένως αυτοεμπαιγμός να λέει κανείς ότι το άνοιγμα των επαγγελμάτων, με τη σημερινή ανικανότητα και σε μεγάλο βαθμό δολιότητα του κράτους, θα σημάνει εξυγίανση και μείωση των τιμών λόγω… ανταγωνισμού. Όπου υπάρχει ασυδοσία και συναλλαγή στον έλεγχο όχι μόνο δεν υπάρχει μείωση των τιμών, αλλά ούτε καν συνθήκες γνήσιου ανταγωνισμού. Η μόνη ισότης τιμών είναι η διαβόητη κατά περίπτωση «ταρίφα». Υπό αυτές τις συνθήκες εκείνο που με βεβαιότητα θα γίνει, αν δεν προηγηθεί η συγκρότηση ελεγκτικού μηχανισμού, είναι ότι θα πολλαπλασιασθεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή μέσα στο γενικευμένο χάος, αλλά και ότι θα υποβιβασθεί η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών.
Ας αναθέσει επομένως μια σοβαρή μελέτη των συνθηκών που επικρατούν στην ελληνική αγορά η κυβέρνηση πριν πάρει κι άλλα μέτρα που, όπως η πασχαλινή καθίζηση απέδειξε, δεν βελτιώνουν, αλλά επιδεινώνουν την κατάσταση. Και φυσικά μια τέτοια μελέτη δεν είναι ανάγκη να τη διεξαγάγει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.