ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕΙ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ;

Η πολιτική γύμνια είναι γνωστή, καθώς η ΕΕ και η ΟΝΕ δεν διαθέτουν συντονιστικά όργανα για μια κοινή πολιτική σε όλους σχεδόν τους τομείς. Για τις ανάγκες του παρόντος, ξεχνάμε την πολιτική ασυνεννοησίας που επικρατεί μεταξύ των 27 κρατών μελών και θα περιοριστούμε στην οικονομική γύμνια που παρουσιάζει η ΟΝΕ.

Είναι γνωστό ότι η παρούσα, σχεδόν παγκόσμια, οικονομική κρίση έχει μετεξελιχθεί σε δημοσιονομική κρίση. Ουδέποτε υπήρξε χρηματοπιστωτική κρίση. Απλώς ήταν τέχνασμα για να ενισχυθούν οι τράπεζες και κάθε χρηματοπιστωτικός οργανισμός που μόλυνε τη διεθνή οικονομία με «τοξικά προϊόντα», για τα οποία είχαν καταβληθεί αστρονομικά ποσά στους εφευρέτες τους. Και βέβαια αυτά τα ποσά που κατεβλήθησαν από τα κρατικά ταμεία επόμενο ήταν να προκαλέσουν μετεξέλιξη της κρίσης σε δημοσιονομική. Τότε τα κράτη έπρεπε να πιέσουν, όπως είχαμε προτείνει σε σχετικό μας άρθρο το 2007, και να υποχρεώσουν τους τραπεζίτες και τους τοκογλύφους των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων να καλύψουν εξ ιδίων τα ανοίγματα των επιχειρήσεών τους, και όχι να επιστρατεύσουν τα πορτοφόλια των φορολογουμένων.
Το 1999, όταν αποφασίστηκε από την ΕΕ η δημιουργία της Ευρωζώνης και η καθιέρωση του ευρώ ως κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, πολλοί «σοφοί» αναλυτές είχαν προβλέψει ότι η εισαγωγή του ευρώ θα ευεργετούσε τις αδύναμες οικονομίες που συμμετείχαν στην ΟΝΕ. Η σημερινή διεθνής οικονομική κρίση θα πρέπει να μας δώσει μια αφορμή να επισημάνουμε τις αδυναμίες της οικονομικής πολιτικής της ΟΝΕ, με την ελπίδα ότι μπορεί στο μέλλον να θεραπευτούν. Πριν η ΟΝΕ λάβει «σάρκα και οστά» με τη δημιουργία των υποδομών της (Συνθήκης του Μάαστριχτ, ΕΚΤ και κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος) πολλοί είχαν προβλέψει ότι αυτό θα είχε αποτέλεσμα τη σύγκλιση των οικονομιών που μετέχουν στην Ευρωζώνη καθ’ όσον αφορά τις τιμές, τις αμοιβές και τις άλλες μακροοικονομικές εξελίξεις. Δέκα χρόνια μετά διαπιστώνουμε ότι σε κανένα μέγεθος δεν υπάρχει σύγκλιση. Επομένως καμία ευεργετική επίδραση δεν παρουσίασε για τους λαούς η δημιουργία της Ευρωζώνης. Βλέπουμε λοιπόν σήμερα να κινδυνεύουν να καταποντιστούν οι χώρες που χαρακτηρίζονται αδύναμοι κρίκοι της Ένωσης. Και οι χώρες αυτές μάχονται με το υψηλό δημόσιο χρέος τους, με τα σημαντικά ελλείμματα των προϋπολογισμών τους, με την ανταγωνιστικότητά τους να υποχωρεί από χρόνο σε χρόνο, με την αύξηση της ανεργίας, με την υψηλή φορολογική πίεση των πολιτών, με τη μείωση του ΑΕΠ και με την υποχώρηση πολλών μεγεθών που παρουσιάζουν οι υπόλοιπες μεταβλητές της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, η Ευρωζώνη δεν εξελίχθηκε σε ένωση ευεργετική για τους λαούς των κρατών που συμμετέχουν. Οι ασθενείς οικονομίες της Ευρωζώνης, κυρίως οι χώρες του κοινοτικού νότου, αντιμετωπίζουν ήδη το δίλημμα ή να πτωχεύσουν ή να τεθούν κάτω από τα δεσμά του ΔΝΤ. Κι αυτό είναι μια γύμνια της οικονομικής και κυρίως της νομισματικής πολιτικής που ακολούθησε η ηγεσία της ΟΝΕ και η ΕΚΤ. Όμως η νομισματική μεταρρύθμιση με την εισαγωγή του ευρώ ευεργέτησε πολλούς. Πρώτα ευεργέτησε τις δύο μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, τη Γαλλία και τη Γερμανία, που είναι κατ’ εξοχήν εξαγωγικές χώρες. Γι’ αυτές δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες εξαγωγής των προϊόντων τους σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης με την ενοποίηση των αγορών κάτω από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Τα εξαγόμενα προϊόντά τους, χωρίς τους συναλλαγματικούς περιορισμούς και την αύξηση του κόστους από τις διαφορές της ισοτιμίας των νομισμάτων, έγιναν αναλώσιμα από την εξαγωγική δραστηριότητα της Γαλλίας και της Γερμανίας. Επιπλέον οι αδύναμες οικονομικά χώρες δεν διαθέτουν πλέον την προστατευτική ασπίδα της εφαρμογής μιας ανεξάρτητης πιστωτικής και νομισματικής πολιτικής. Επομένως δεν μπορούν να αμυνθούν στην «εισαγωγική» επίθεση των ισχυρών οικονομικά εταίρων. Τα αρμόδια όργανα της ΕΚΤ θα έπρεπε να εφαρμόσουν σε όλους τους τομείς της υποτιθέμενης κοινής οικονομικής πολιτικής την αρχή «μια απόφαση που να εξυπηρετεί όλους». Αντί γι’ αυτό βλέπουμε ότι οι αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κρατών εκείνων που διαθέτουν ισχυρές οικονομίες. Έτσι, η οικονομική πολιτική μετατράπηκε σε αποφάσεις που ταιριάζουν μόνο σε δύο. Η αποτυχία της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησαν τα αρμόδια όργανα της ΟΝΕ έφερε μέσα στην Ευρώπη την παρέμβαση του ΔΝΤ, όπως στην περίπτωση της στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Κι αυτό αποδεικνύει την ανικανότητα των ιθυνόντων να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την οικονομική κατάσταση.
Εξάλλου με τη νομισματική μεταρρύθμιση ευεργετήθηκαν και οι δυνάμεις της αγοράς, δηλαδή οι κερδοσκόποι και οι υψηλόβαθμοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Τα περισσότερα κράτη της Ευρωζώνης δεν έλαβαν μέτρα προστασίας των καταναλωτών από τις συνέπειες της νομισματικής μεταρρύθμισης. Η ισοτιμία του ευρώ με τα εθνικά νομίσματα (που καταργήθηκαν) σχεδιάστηκε κατά τρόπο που ευνόησε την κερδοσκοπία. Οι αυξήσεις τιμών έγιναν ευκολότερες και σχεδόν αόρατες με το ευρώ. Και έτσι η αγοραστική δύναμη των πολιτών μειώθηκε σημαντικά. Ενώ οι αυξήσεις μισθών των υψηλόβαθμων στελεχών δεν αποτελούσαν πρόκληση στην εποχή του ευρώ όπως στην εποχή της δραχμής. Δεν χτυπάει τόσο άσχημα μια αύξηση 200 ευρώ όσο χτύπαγε επί δραχμής μια αύξηση των 70.000 δραχμών. Οι κάθε είδους υψηλόμισθοι, τουλάχιστον του δημόσιου τομέα, ήρθε η ώρα τώρα να σταματήσουν να εισπράττουν τις προκλητικές αμοιβές τους. Η δημοσιονομική καχεξία δεν μπορεί να διαχέεται μόνον στους χαμηλόμισθους των 800 και των 1.000 ευρώ. Πρέπει αναλογικά να πλήττει και τους υψηλόβαθμους. Διοικητές και πρόεδροι τραπεζών, δικαστικοί, διοικητές ΔΕΚΟ, βουλευτές και πάσης λογής σύμβουλοι υπουργών κ.λπ. θα πρέπει να αισθανθούν τη δημοσιονομική καχεξία που μαστίζει τη χώρα μας. Έτσι, για να επικρατήσει κάποτε και στην Ελλάδα κάποιο ίχνος δικαιοσύνης.
Ο ελληνικός λαός με τη νομισματική μεταρρύθμιση και την εισαγωγή του ευρώ έζησε τις πολλές αδυναμίες της πολιτικής της ΟΝΕ. Και διαπίστωσε:
α) Τεράστια απόκλιση μεταξύ τιμών και αμοιβών, καθώς οι αμοιβές της μεγάλης κοινωνικής πλειονότητας των εργαζομένων και των μικροεπιτηδευματιών δεν μπορούν πλέον να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι τιμές στα ύψη και οι αμοιβές στον κατήφορο. Τιμές Ευρώπης και αμοιβές Ζιμπάμπουε.
β) Διευκόλυνση της κερδοσκοπίας και της διαφθοράς με την κατεδάφιση των αμυντικών μηχανισμών του κράτους, τη στιγμή που οι δυνάμεις της αγοράς αποκτούσαν παντοδυναμία και ισχυρή πρόσβαση (αφανή βέβαια) στην εξουσία. Διαπίστωσαν οι Έλληνες ότι το ευρώ προκάλεσε όργιο εισαγωγών, κυρίως σε εμπορεύματα προερχόμενα από τις ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιου εμπορικού ελλείμματος.
γ) Διόγκωση των δημοσιονομικών μας προβλημάτων μετά την είσοδο της χώρας μας στην Ευρωζώνη με αθωράκιστη την οικονομία μας. Έτσι καταλήξαμε σε πιέσεις για συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και για τη λήψη σκληρών οικονομικών μέτρων. Κι αυτή η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, σε συνδυασμό και με τη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων και την αύξηση της φορολογίας, σίγουρα θα οδηγήσει στην εξαθλίωση μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού, ενώ θα υποβιβάσει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο μεγάλου τμήματος. Η αύξηση του φορολογικού βάρους, σε συνδυασμό με τις περικοπές των αποδοχών, θα έπρεπε να αντισταθμίζεται με ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Τι βλέπει όμως ο Έλληνας τώρα; Βλέπει ένα κουτσουρεμένο ΕΣΥ, εντελώς ανίκανο να βοηθήσει τον πολίτη. Η περιπέτεια του υπουργού Εργασίας κ. Λοβέρδου δείχνει τη μειωμένη απόδοση ενός θεσμού που θα μπορούσε να είναι ευεργετικός για όλο το κοινωνικό σύνολο. Το ΕΣΥ και η κοινωνική πρόνοια πρέπει εξαρχής να οικοδομηθούν σε νέες βάσεις για να γίνουν περισσότερο αποδοτικά. Και είναι γελοίο να δίνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό επιχορηγήσεις στα διάφορα ιδρύματα των πρώην πρωθυπουργών και να μένουν τα κρατικά νοσοκομεία χωρίς πιστώσεις για την προμήθεια του απαραίτητου υγειονομικού υλικού.
δ) Μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στις αγορές, και στις διεθνείς και στην ελληνική, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της εξαγωγικής μας δραστηριότητας. Η μείωση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται και στο χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο της ελληνικής παραγωγικής μηχανής, αλλά και στην αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να λάβει μέτρα διόρθωσης της ανταγωνιστικότητας. Πριν από την ένταξή μας στην ΟΝΕ μπορούσε η ανταγωνιστικότητα να διορθωθεί κάπως με μια προγραμματισμένη κατολίσθηση του εθνικού μας νομίσματος, δηλαδή της δραχμής. Με την ένταξή μας στην Ευρωζώνη έχουμε υποστεί πλήρη νομισματικό και πιστωτικό αφοπλισμό. Επομένως ως διέξοδος απομένει το ότι για τη βελτίωση του βαθμού ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας θα πρέπει ή να μειωθούν οι αποδοχές των εργαζομένων ή να αυξηθούν οι επενδύσεις ώστε να βελτιωθεί σημαντικά το τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγικής μηχανής της χώρας μας. Και επειδή υπάρχει λόγω της οικονομικής κρίσης και της εν γένει κατάστασης της ελληνικής οικονομίας επενδυτική αδράνεια, οδηγήθηκε η εργατική τάξη σε περικοπή των αμοιβών της. Όλα τα παραπάνω σωρευτικά έχουν επιδράσει αρνητικά στη σημερινή κατάσταση που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία. Και πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, αν δεν σχεδιάσει η ΟΝΕ μια οικονομική πολιτική που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις ανάγκες των οικονομιών όλων των κρατών μελών της, θα βαδίσει στη διάλυση.
Πού βαδίζει άραγε η Ευρωζώνη;


Σχολιάστε εδώ