Ο Λαμπράκης από μέσα…
Αυτό συμπεραίνει ο αναγνώστης του αποκαλυπτικού και τολμηρού βιβλίου με τίτλο «Σσστ!… Ο Χρήστος Λαμπράκης κοιμάται», του δημοσιογράφου Ντένη Αντύπα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κάκτος του Οδυσσέα Χατζόπουλου (σελ. 160, τιμή 9,98 ευρώ).
«Αγοράζουμε παν ό,τι κινείται στην αγορά», έλεγε την εποχή του τρελού πάρτι του Χρηματιστηρίου ο Χρήστος Λαμπράκης. Πλούσιοι και χρεωμένοι επιχειρηματίες, με δόλια ή άδολη σκέψη, έσπευδαν να συμμαχήσουν μαζί του, αλλά και να καταθέσουν τον οβολό τους στο Μέγαρο Μουσικής, τη μεγάλη πολιτιστική προσφορά του Χρήστου Λαμπράκη στον τόπο.
«Τελικά, ο Χρήστος Λαμπράκης αποτέλεσε το πιο μισητό αλλά και το πιο αγαπητό πρόσωπο της τελευταίας 50ετίας», επισημαίνει ο συγγραφέας, ο οποίος διετέλεσε αρχισυντάκτης στο «Βήμα» και διευθυντής Σύνταξης στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και έζησε επαγγελματικές και προσωπικές στιγμές του εκδότη.
Το «ΠΑΡΟΝ» παρουσιάζει σήμερα ενδιαφέροντα αποσπάσματα του βιβλίου.
Ο αόρατος Λαμπράκης με το γαλάζιο
Φολξ Βάγκεν
Ο Ντένης Αντύπας αναφέρεται εκτενώς στις δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες που παρουσίασε ο Χρήστος Λαμπράκης πριν και μετά την έξοδό του από την εσωστρέφεια, μια αλλαγή που έγινε χάριν του Μεγάρου Μουσικής.
Γράφει για την πρώτη περίοδο της εσωστρέφειας:
«Αυτό που λεγόταν ως ανέκδοτο στα δημοσιογραφικά καφέ μέχρι τις αρχές του 1980, ότι δηλαδή ποτέ οι απλοί συντάκτες του “Συγκροτήματος” της Χρήστου Λαδά 3 δεν ήξεραν αν το “αφεντικό” ήταν εκεί ή απουσιάζει, γιατί απλούστατα πολλοί δεν τον γνώριζαν φυσιογνωμικά, είναι γεγονός. Άρα δεν ήταν, όπως νόμιζα στην αρχή, μόνο δικό μου πρόβλημα.
Πριν τον συναντήσω στο γραφείο του, είχα αρχίσει να κωδικοποιώ τις συνήθειές του. Ερχόταν πρωί γύρω στις 9, συνήθως κατέβαινε με τα πόδια από το σπίτι του στο Κολωνάκι και ακολουθούσε σχεδόν πάντοτε την ίδια διαδρομή. Δεν ήθελε “γορίλες”. Ήταν μόνος στο δρόμο. Δεν περπατούσε, πετούσε. Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να ακολουθήσει κάποιος το δρασκελισμό του. Άλλοτε πάλι έφτανε με το αυτοκίνητό του – άλλη “ιδιορρυθμία” του αυτή. Ήταν ένα γαλάζιο κατσαριδάκι -έτσι αποκαλούσαμε τα παλιά μοντέλα της Φολξ Βάγκεν-, ένα αυτοκίνητο που θα μπορούσε να το οδηγεί ένας φοιτητής ή ένας δημόσιος υπάλληλος. Μοναδική πολυτέλεια ότι η πάνινη στέγη του άνοιγε, ήταν “καμπριολέ”. Μόλις έφτανε στη Χρ. Λαδά 3, ο Χρήστος Λαμπράκης έμπαινε στο κτίριο σαν σίφουνας. Εκεί στην είσοδο συνωστίζονταν συνήθως καμιά δεκαριά άνδρες κάθε ηλικίας. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν είχε μπει μια τάξη σ’ αυτόν το χώρο. Ήταν κλητήρες, οδηγοί, συντηρητές του κτιρίου, διεκπεραιωτές αλληλογραφίας, παρκαδόροι. Αργότερα προστέθηκαν και κάποιοι άνδρες ασφαλείας. Η παρουσία του “αφεντικού” σταματούσε ακαριαία τις λογομαχίες και τα πειράγματα μεταξύ τους, που είχαν σχέση συνήθως με τα ποδοσφαιρικά, ποτέ πάντως με την πολιτική. Επικρατούσε μια αμήχανη σιωπή μέχρις ότου ο Χρήστος Λαμπράκης αμίλητος διασχίσει σχεδόν τρέχοντας τον χώρο, περάσει μπροστά από το μοναδικό τότε ασανσέρ και αρχίσει σαν ελάφι να σκαρφαλώνει δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Ο “μαραθώνιος” τελείωνε στο γραφείο του, που ήταν τότε στον 1ο όροφο του κτιρίου».
Στο άβατο της οδού Αναγνωστοπούλου
Πώς λειτουργούσε ο Χρήστος Λαμπράκης με τα στελέχη του; Ο Ντένης Αντύπας περιγράφει την πρώτη (και μοναδική φορά) που τον δέχτηκε μαζί με τους επιτελείς του ΔΟΛ στο σπίτι του:
«Το όνομα του Χρήστου Λαμπράκη δεν υπήρχε στο κουδούνι της πολυκατοικίας της οδού Αναγνωστοπούλου 5, ψηλά, κοντά στην πλατεία Κολωνακίου, και δεν θα έβρισκα ποτέ το διαμέρισμα, αν ο Σταύρος Ψυχάρης, πραγματικός επιλοχίας, δεν είχε φροντίσει τα πάντα. Μας έκλεισε ραντεβού ένα τέταρτο νωρίτερα από τις 8 έξω από το σπίτι, μας… μέτρησε κανονικά, μη λείπει κάποιος -οι καλεσμένοι ήταν περίπου δέκα- και, αφού χτύπησε ο ίδιος το κουδούνι, μας οδήγησε με το ασανσέρ στο διαμέρισμα και μας πέρασε με άνεση οικοδεσπότη στο σαλόνι.
Ήταν ένας χώρος ζεστός με παλιά κλασικά έπιπλα, μπερζέρες, σκαμπό και διακριτικό φωτισμό. Στο πάτωμα παλιά καλοσυντηρημένα χαλιά. Γύρω πίνακες. Αισθάνθηκα άνετα. Μου θύμιζε κάτι από το σπίτι που γεννήθηκα. Βέβαια, εδώ υπήρχαν πολύτιμοι πίνακες που εγώ δεν θα μπορούσα ούτε να διανοηθώ.
Το σαλόνι επικοινωνούσε με την κουζίνα και από το σημείο που καθόμουν μπορούσα να διακρίνω τη σιλουέτα του Χρήστου Λαμπράκη να πηγαινοέρχεται βιαστικά. Μου φάνηκε ότι φορούσε μια ποδίτσα. Σε λίγο άνοιξε την πόρτα και μας υποδέχτηκε κρατώντας μια πιατέλα με κεφτεδάκια.
Χωρίς να το πει, άφησε να εννοηθεί ότι τα έφτιαξε ο ίδιος ειδικά για τη βραδιά, και τα σερβίρισε ένα-ένα στον καθένα μας. Ο Ψυχάρης είχε φροντίσει πιο πριν να έχουμε όλοι από ένα ποτήρι κρασί. Θυμάμαι γύρω μου τον Δημήτρη Τσαλίδη, τον Γιάννη Καρτάλη, τον Λεωνίδα Ζενάκο, τον Σπύρο Λιναρδάτο, τον Γιώργο Μισαλάκη. Υπήρχε μια έκπληξη και μια αμηχανία που εντάθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι όλα τα καθιστικά ήταν κατειλημμένα και δεν
υπήρχε στον χώρο που ήμασταν συγκεντρωμένοι άδεια πολυθρόνα για τον ίδιο τον οικοδεσπότη.
Τότε, ενώ κάποιοι από μας ανασηκώνονταν, ο Χρήστος Λαμπράκης με απίστευτη σβελτάδα έδωσε μια και κάθισε σταυροπόδι κατάχαμα στο χαλί, ανάμεσά μας!
Η εικόνα του άλλαξε μονομιάς, καθώς άρχισε να μιλάει με πάθος για το όραμα που είχε για το καθημερινό “Βήμα”. Το “Βήμα” του 1984, το οποίο θα ξανάνοιγε τα φτερά του, μετά την πρώτη αποτυχημένη επανέκδοση αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση».
Η σχέση με τον Σταύρο Ψυχάρη
Ο Χρήστος Λαμπράκης από τη δεκαετία του ’70 είχε επιλέξει σαν «δεξί του χέρι» τον Σταύρο Ψυχάρη, σημερινό πανίσχυρο «άρχοντα» του ΔΟΛ.
Ο Ντένης Αντύπας γράφει σχετικά:
«Τι έδενε τον Χρήστο Λαμπράκη με τον Σταύρο Ψυχάρη;
– Σταύρο τρέξε, η μητέρα κινδυνεύει στον Πόρο! Καίγεται ο Πόρος!
Περίμενα στον προθάλαμο τον εκδότη, όταν είδα τον Χρήστο Λαμπράκη να πετάγεται από το γραφείο του και να μπαίνει τρέχοντας στο διπλανό. Λαμπράκης και Ψυχάρης διατηρούσαν τότε γραφεία δίπλα-δίπλα στον 7ο όροφο της Χρ. Λαδά 3, ενώ ο διευθυντής των “Νέων” Λέων Καραπαναγιώτης είχε μετακομίσει στον 1ο
όροφο, στο παλιό γραφείο Λαμπράκη. Οι γραμματείς Ειρήνη Μπίθα και Λουκία
Έρωτος εξυπηρετούσαν στην ουσία και τους δύο άνδρες ταυτόχρονα.
Ο Ψυχάρης τινάχτηκε σαν ελατήριο και όρμησε στην αίθουσα Σύνταξης του “Βήματος”. Ήταν νωρίς, πριν τις 11 το μεσημέρι, οπότε μαζεύονταν οι συντάκτες. Βρήκε τον Νίκο Χασαπόπουλο, συντάκτη του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σκυμμένο πάνω στις εφημερίδες.
– Πάρε όλους τους υπουργούς. Παίρνω και εγώ. Έπιασε φωτιά ο Πόρος. Κινδυνεύει η μάνα του Λαμπράκη. Να στείλουν αεροπλάνα, τώρα! Αμέσως!
Ο Πόρος τότε σώθηκε και έχουν να το λένε ότι “τον έσωσε ο Λαμπράκης”.
Ή ο Ψυχάρης;
Ο Σταύρος Ψυχάρης είχε καταξιωθεί μέσα στο “Συγκρότημα” ως πολιτικός συντάκτης του “Βήματος”, αλλά κυρίως του “Ταχυδρόμου”. Τα πολιτικά του παρασκήνια ήταν “μνημεία δημοσιογραφικής γραφής”, έλεγαν οι παλαιότεροι. Κέρδισε γρήγορα την εύνοια του Χρήστου Λαμπράκη και είχε γίνει ο “εξ απορρήτων” του. Ο εκδότης, κυρίως την εποχή της εσωστρέφειάς του, είχε ανάγκη από ένα στενό φίλο αλλά και έναν “άνθρωπο για όλες τις δουλειές”. Έτσι, το καλοκαίρι του 1980, στη μεγάλη απεργία των τυπογράφων, ο Σταύρος Ψυχάρης έδειξε το άλλο μεγάλο προσόν του: το αντριλίκι, τον τσαμπουκά του. Μέσα σε μια νύχτα, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των ισχυρών εκδοτών, έλυσε την απεργία των τυπογράφων και ουσιαστικά τούς έθεσε στο περιθώριο με μια βίαιη, αλλά απόλυτα αποτελεσματική μέθοδο: Κατέβασε με γερανό από τα παράθυρα τις λινοτυπικές μηχανές στο οδόστρωμα της Χρ. Λαδά! Έτσι το “Βήμα” και τα “Νέα” επανεκδόθηκαν, μετά από 18 μέρες σιωπής, χωρίς τυπογράφους, αλλά με τεχνικούς της φωτοσύνθεσης».
Η φρενήρης άνοδος, η μοιραία πτώση
«Το απόγειο της δύναμης του Χρήστου Λαμπράκη ήταν η επταετία 1993-2000,
όταν το ΠΑΣΟΚ ξαναερχόταν στην εξουσία και η Ελλάδα βρισκόταν στο κατώφλι της Ζώνης του Ευρώ. Το “Συγκρότημα” αναφερόταν πλέον μόνον ως Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη (ΔΟΛ) και η Σοφοκλέους άνοιγε τις πύλες στις μετοχές του. Ετοιμαζόταν το αιματηρό πάρτι του Χρηματιστηρίου.
– Είναι εντολή Λαμπράκη, άλλαξε τον “Οικονομικό Ταχυδρόμο”. Κάνε τον σύγχρονο, δυναμικό! Μελέτησε το “Economist”, το “Fortune”. Αναλαμβάνεις τη Δευτέρα.
Ο Σταύρος Ψυχάρης ήταν απέναντί μου στο γραφείο συσκέψεων, στον 7ο όροφο της Χρ. Λαδά. Ήταν Ιανουάριος του 1996 και είχε αναλάβει πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης.
– Και ο Γιάννης Μαρίνος; ρώτησα.
Υπήρχε στο “Συγκρότημα” ένα δέος για τους “σοφούς γέροντες” – έτσι τους αποκαλούσαν. Ήταν δημοσιογράφοι που ξεκίνησαν και τελείωναν την καριέρα τους εκεί. Ο Γιάννης Μαρίνος είχε συμπληρώσει 34 χρόνια στη θέση του διευθυντή του “Οικονομικού Ταχυδρόμου” και 40 στο ίδιο περιοδικό.
– Δικό μου θέμα! είπε ξερά ο Σταύρος Ψυχάρης.
– Το ξέρει;
– Το έμαθε. Για σένα δεν ξέρει. Αν συμφωνήσουμε, θα το μάθει κι αυτό.
Ο Γιάννης Μαρίνος έγινε ευρωβουλευτής (της Νέας Δημοκρατίας, προς έκπληξη πολλών), και έτσι έζησα, από πρώτο χέρι, τη φρενήρη άνοδο αλλά και τη μοιραία πτώση του “Συγκροτήματος” κατέχοντας ένα πόστο ιδιαίτερα νευραλγικό».
«Αγοράζουμε παν ό,τι κινείται»
«“Αγοράζουμε παν ό,τι κινείται”, ήταν η φράση του Χρήστου Λαμπράκη σε μια σύναξη των επιτελών, όπου ήμουν παρών.
Ήταν 1999 και οι εξαγορές και οι συμμαχίες του ΔΟΛ ήταν στην κορύφωσή τους. Ο Χρήστος Λαμπράκης είχε πάρει στα χέρια του, όπως πάντα, την υπόθεση Χρηματιστήριο, χωρίς να έχει ιδέα. Σύμβουλοί του ήταν τότε ο Δημήτρης Χατζής, επικεφαλής του Λογιστηρίου, και ο Νίκος Μπιλίρης του Εμπορικού Τμήματος. Ο Σταύρος Ψυχάρης είχε, κατά κάποιο τρόπο, παραμεριστεί.
Οι νέοι σύμμαχοι του Χρήστου Λαμπράκη ήταν τώρα οι επιχειρηματίες Αθανασούλης, Γεράρδος κ.ά. Με τον πρώτο ο Χρήστος Λαμπράκης στήνει το τηλεοπτικό κανάλι ALTER και με τους άλλους βιβλιοπωλεία στο “Ελευθέριος Βενιζέλος” και άλλα αεροδρόμια, και επιχειρήσεις της ηλεκτρονικής εποχής.
Ο ΔΟΛ ετοιμάζει την εταιρεία DOL Digital. Πρώτο της βήμα είναι η ψηφιοποίηση όλου του αρχείου του “Βήματος” και των «Νέων» και το άνοιγμα ιντερνετικής πύλης, της in.gr. Οι εκτιμήσεις των τεχνοκρατών του ΔΟΛ μιλούσαν για ρυθμούς χειμαρρώδεις, σύμφωνα με τους οποίους το 40% του ελληνικού πληθυσμού θα είχε ηλεκτρονικό υπολογιστή σε 3-5 χρόνια. Το άνοιγμα αυτό κρίθηκε πρωτοποριακό, αλλά και αρκετά φιλόδοξο – σίγουρα καθόλου ρεαλιστικό!
Πάντως η πορεία της μετοχής του ΔΟΛ έφερνε τρελή ευφορία σε όλους. Από τη στιγμή της εισόδου στο Χρηματιστήριο, όπου το ποσό εγγραφής (17,2 δισ. δρχ.) υπερκαλύφθηκε κατά 2½ φορές, οι μετοχές Λαμπράκη ήταν “χρυσά χαρτιά”. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1999, όταν ο δείκτης του Ελληνικού Χρηματιστηρίου έφτανε στο ύψος-ρεκόρ των 6.355 μονάδων, η τιμή μιας μετοχής ΔΟΛ είχε ξεπεράσει το μυθικό ποσό των 40.000 δρχ. (ξεκίνησε 3.500 δρχ.). Ο Χρήστος Λαμπράκης, απλοχέρης και τζέντλεμαν, είχε φιλοδωρήσει αρκετές φορές, με χιλιάδες μετοχές, τους στενούς συνεργάτες του – ανάμεσά τους και μένα. Δεν το ξεχνώ.
“Κρατήστε αυτές τις μετοχές. Θα γίνετε πλούσιοι”, ήταν η προτροπή του εκδότη».
«Η αλήθεια για την υγεία μου»
«Φθινόπωρο 2000. Δύο χρόνια μετά το τρελό πάρτι του Χρηματιστηρίου τα “παπαγαλάκια” οργίαζαν – παπαγαλάκια αποκαλούνταν τα φερέφωνα επιχειρηματιών και παρατρεχάμενων που προσπαθούσαν τώρα να σώσουν ό,τι μπορούσαν από το τρύπιο μπαλόνι της Σοφοκλέους. Τότε ακριβώς έσκασε η βόμβα για την υγεία του προέδρου του ΔΟΛ.
“Ο Χρήστος Λαμπράκης είναι σοβαρά άρρωστος και το κρύβουν”, “Η αυτοκρατορία χωρίς τον αυτοκράτορα τι θα γίνει; Δεν έχει παιδιά ο Λαμπράκης“, “Η μετοχή του ΔΟΛ θα καταρρεύσει”, διέδιδαν τα “παπαγαλάκια”.
Στους διαδρόμους του “Συγκροτήματος” έφτασαν γρήγορα οι ψίθυροι. Κάποιες απουσίες του ιδιοκτήτη φούντωσαν την καχυποψία. Στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” άρχισαν επώνυμοι και ανώνυμοι να μου τηλεφωνούν:
– Γιατί το κρύβετε; Το ξέρουμε ότι ο Λαμπράκης είναι στην εντατική!
Ήταν 11 το μεσημέρι, αρχές Σεπτεμβρίου, όταν χτύπησε το προσωπικό μου τηλέφωνο. Ήταν ο ίδιος ο Χρήστος Λαμπράκης από το γραφείο του. Αποφασιστικός και σύντομος, δεν άφησε καν να τον διακόψω:
– Κύριε Αντύπα, ξέρω τι γίνεται, ξέρω τι διαδίδεται. Σας ενημερώνω ο ίδιος για την υγεία μου. Θέλω να ξέρετε την αλήθεια.
Και συνέχισε βιαστικά:
– Είχα μια χρόνια ιγμορίτιδα. Δεν της έδωσα σημασία. Προ μηνός έκανα στο
“Υγεία” ένα τυπικό τσεκ-απ. Μου είπαν ότι αυτή η ιστορία μπορεί να μου έχει κάνει ζημιά. Τώρα, μια φορά τη βδομάδα, πηγαίνω και μου κάνουν ενδονοσοκομειακά θεραπεία με ισχυρή αντιβίωση. Αυτό είναι όλο. Βεβαίως, εμείς δεν διαθέτουμε παπαγαλάκια, αλλά φροντίστε αυτά να φτάσουν εκεί που πρέπει…
Κατάλαβα. Έπρεπε να γίνω και εγώ “παπαγαλάκι”. Το χώνεψα. Και έγινα…»
Ο Ντένης Αντύπας συνταξιοδοτήθηκε από τον ΔΟΛ το 2000. Περιγράφει την πτώση του Χρήστου Λαμπράκη, που χρονικά ταυτίστηκε με την πτώση του Χρηματιστηρίου, μέχρι τον θάνατό του και τους πιθανούς διαδόχους-στρατηγικούς επενδυτές.