Μια φορά και έναν καιρό

Βρισκόμαστε στην προπολεμική εποχή και το έντυπο ήταν «Η εφημερίς της Επιμελείας που τη γράφει ο Ηλίας», ένα μικρού σχήματος τετρασέλιδο ηθικοπλαστικού περιεχομένου σε στίχους.
Ο «μικρός μεν το δέμας» εκδότης ήταν συμπυκνωμένα άτομα έξι σε συσκευασία του ενός. Δηλαδή εκτός από ιδιοκτήτης και εκδότης ήταν ταυτόχρονα αρχισυντάκτης, ποιητής, διαχειριστής, ταμίας και… εφημεριδοπώλης της εφημερίδας του, που κυκλοφορούσε κάθε εβδομάδα εντόνως ανορθόγραφα, καυτηριάζοντας εμμέτρως τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, τα οποία ουδέποτε στέρευαν. Μόλις την παραλάμβανε φρέσκια φρέσκια από το τυπογραφείο να μυρίζει μελάνι, αμολιότανε προς πώληση πρώτα στην Ομόνοια, και ειδικώς περί τον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, στην είσοδο του οποίου στεκόταν και τη διαλαλούσε. Καθώς ήτανε γνωστός στους Αθηναίους, πολλοί για να τον ενισχύσουν οικονομικά αγόραζαν το φύλλο υπό το αγριωπό του βλέμμα, λες και του το χρωστούσαν. Ευχαριστώ ποτέ δεν έλεγε, ούτε ήθελε να έχει πολλά πάρε δώσε, κουβέντες και τα τοιαύτα με τους αναγνώστες του δρόμου. Όταν έβλεπε όμως κανέναν καλοντυμένο και «ντιστενγκέ» κύριο κατά τον ορισμό της εποχής, με το ατσαλάκωτο κοστούμι και τη ρεπούμπλικα «Μπορσαλίνο αντίκα κάζα» επί της κεφαλής του, αμέσως τον προσφωνούσε με το καθιερωμένο «Κύριε καταχραστά», διότι σύμφωνα με την τετράγωνη λογική του, σε μια χώρα που τελούσε σε πρωτοφανή ένδεια, με πρόσφυγες στεγασμένους όπως όπως σε συνοικισμούς με άθλιες παράγκες, για να μοστράρεται κάποιος με τόση ενδυματολογική χλιδή, είναι ολοφάνερο πως είναι… καταχραστής. Πολλές φορές έγιναν μικροεπεισόδια κι επενέβησαν οι πολιτσμαναίοι, χάρη όμως στην ελευθερία του… Τύπου και του λόγου, την σκαπούλαρε με καμιά κλωτσιά στα οπίσθια, ευρύτατα καθιερωμένη ποινή από αρχαιοτάτων χρόνων, επιφέρουσα τον κολασμό αυτομάτως, σε κάθε περίπτωση…
Όταν καταλάβαινε ότι το αγοραστικό ενδιαφέρον άρχιζε να εξαντλείται και δεν υπήρχαν πλέον άλλοι εφημεριδοφάγοι ούτε και καταχρασταί, οι δε επαρχιώτες που συχνάζανε στα καφενεία της Ομόνοιας δεν ήσαν αρκούντως ευεπίφοροι σε λυρικές και λοιπές πνευματικές δημιουργίες, εγκατέλειπε την περιοχή και ανηφόριζε προς Σύνταγμα μεριά, όπου τον ανέμενε με αγωνία πολυπληθές κοινό από αφοσιωμένους θαυμαστές του, που δεν βλέπανε την ώρα που θα κάνει την εμφάνισή του, όπως και ο σύγχρονός του Αρμάνδος Δελαπατρίδης, μετά του οποίου πλειστάκις αντιδικούσε, με μόνη… ειδοποιό διαφορά ότι ο μεν Αρμάνδος διέπρεπε εις τον λόγο, ενώ ο Ηλίας εχειρίζετο μαχητικά τη γραφίδα καβάλα στον Πήγασο. Ο ίδιος χαρακτήριζε την εφημερίδα εβδομαδιαία σατιρική, με διευθυντή την αφεντιά του και τιμή μία ολόκληρη δραχμή. Αλλά υπογράμμιζε στην προμετωπίδα της πως επαφίεται στη χουβαρντοσύνη των αγοραστών της να προσθέσουν εάν προαιρούνται κι ένα σχετικό μπαχτσίσι.
Τον τίτλο «Εφημερίς της Επιμελείας που τη γράφει ο Ηλίας» κοσμούσε εξ αριστερών σκίτσο του εκδότη με μελόν καπελαδούρα, κρατώντας υπό μάλης δέσμη από έντυπα. Όπως έγραφε εξάλλου στον χώρο του λογότυπου, πάντοτε εμμέτρως, ήταν διατεθειμένος να ποικίλλει το περιεχόμενό της δημοσιεύοντας διαφημίσεις με λογικές τιμές. Πλην όμως οι επιχειρηματίες που είναι ανάλγητοι πλουτοκράτες δεν υπέκυπταν στον πειρασμό να διαφημιστούν στο έντυπο. (Ας σημειώσουμε δε και την ατυχία του που πέθανε νωρίς και δεν πρόλαβε να δει την εφημερίδα του να συνοδεύεται με σχετικό δωρεάν «ντιβιντί» που ενδεχομένως θα «γύριζε» ο ίδιος.)
Η ιδέα της εκδόσεως βασίστηκε πάνω στον «Ρωμηό» του Σουρή, που σχολίαζε την επικαιρότητα σατιρίζοντάς τη με στίχους και γινόταν ανάρπαστος. Επεδίωξε με το έτσι θέλω να επιβληθεί ως διάδοχός του, αλλά όπως είπε αδιόρθωτος και κακεντρεχής καλαμπουρτζής, «Ουκ εα τον καθεύδει το του Ρωμηού τρόπαιο κι έπραξε το… αποτρόπαιο»! Εν πάση περιπτώσει, ανατρέχοντας στους στίχους της εφημερίδας βλέπουμε με διαφορετικό μάτι την κρατούσα πολιτικοοικονομική κατάσταση της εποχής. Σύμφωνα με τη χρονολογία εκδόσεως, διανύουν το σωτήριον έτος 1927 και όπως επισημαίνεται η ακρίβεια που επικρατεί στην αγορά «μας κάνει και πινούμε» – δίχως να διευκρινίζεται αν πεινά ο λαός, οι αναγνώσται του ή αποκλειστικά και μόνον ο… διευθυντής. Δεν ξέρουμε φυσικά εάν εμάστιζε τη χώρα λιμός, διότι το επόμενο τετράστιχο αφιερώνεται στον υπουργό Γ. Καφαντάρη, που όπως μας πληροφορεί «πηγαίνει στη Γενεύη για χουζούρι και… φαγί». Τα περί φαγητού επαναλαμβανόμενα μας δημιουργούν την εύλογη υποψία πως ίσως λόγω της ξενηστικωμάρας του «κοκοράκια ονειρεύεται».
Διατρέχοντας την ύλη της εφημερίδας, σε περίοπτη θέση της πρώτης σελίδας διαβάζουμε με τη μορφή ειδήσεως, κυρίου άρθρου, αλλά συγχρόνως και… σχολίου, να αναφέρεται με έντονο αποτροπιασμό στην πληθώρα από «έκθετα» που γέμισε ο τόπος, δηλαδή από εκ κλεψιγαμίας νεογνά που τα εγκαταλείπουν σωρηδόν οι εκ… παραδρομής νεαρές μητέρες, χωρίς να αποκλείονται και οι… βαρβάτες μεσήλικες. Μια βάσιμη και λογική εξήγηση για την… πανδημία που στηλιτεύει είναι πως πιθανόν με τον υπερδεκαετή πόλεμο και τις αιματηρές φαγωμάρες μας στα σύντομα διαλείμματά του να παρατηρήθηκε λειψανδρία. Μπροστά στον κίνδυνο να εξαφανιστεί από προσώπου Γης ο Ελληνισμός, από εθνικούς και μόνον λόγους εμφορούμενες, επιδόθηκαν σε άοκνες προσπάθειες διαιωνίσεως της φυλής, οι οποίες και απέδωσαν… καρπούς. Φαίνεται δε κατά τα γραφόμενα πως οι καθʼ όλα αξιέπαινες επιδόσεις των… εμπλεκομένων υπερέβησαν κάθε προσδοκία, και είναι ίσως μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποια εγχώριος παραγωγή είναι μεγαλύτερη από την… κατανάλωση, όπως θα έλεγε και έγκριτος οικονομολόγος. Και ως προς τη διάθεση των… προϊόντων, υπάρχει επεξήγηση με όρους καθαρά αγορανομικούς:
«Τρέφονται ήδη απʼ αυτά σκύλοι και γάτοι τόσοι / και για αρνιά ενίοτε ίσως μας τα προσφέρνουν / θερμά συγχαρητήρια θε να διατυπώσει / και ο Ηλίας ο κλεινός σʼ εκείνους που τα σπέρνουν».
Όπως αντιλαμβάνεται ο σημερινός αναγνώστης, το κυριαρχούν στοιχείο στον υψιπετή λυρισμό του Ηλία είναι η «μάσα». Επρόκειτο π.χ. να πάει τότε κάποια επιτροπή στην Ελβετία προς εξεύρεση ως συνήθως δανεικών. Και ο Ηλίας ολοφυρόμενος γράφει: «Ακούτʼ εκεί αναίδεια κι εμένα να μη θέλουν / μέσα στην επιτροπή που στη Γενεύη στέλλουν. / Ενώ ξεύρουν πολύ καλά πώχω ανάγκην αλλαγής / κλίματος, καθαράς τροφής κι ορεκτικών κάθε λογής». Και περίλυπος στη συνέχεια διερωτάται με παράπονο: «Είναι καλλίτεροι οι άλλοι όπου πάνε / και ξεύρουν κόλπα πλιό πολλά ψιλά για να ζητάνε;».
Η σωστή απάντηση στην απορία του ασφαλώς ήταν:
«Ναι. Ξεύρουν…».


Σχολιάστε εδώ