ΘΟΔΩΡΕ, ΤΟ ΔΙΚΑΝΝΟ!..
Δεν την κατάλαβα, ούτε βέβαια και τη δικαιολόγησα τη δυσφορία των υπουργών για την πρωτοβουλία του κ. Πάγκαλου που άρχισε να βαθμολογεί το έργο τους, φτάνει να μην τη σταματήσει, όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα η διάρκεια των μεγάλων θαυμάτων να μην είναι μεγαλύτερη του τριημέρου.
Κάπως έτσι δηλαδή, όπως κι εμείς στο σχολείο με τις εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου και ανάλογα με τα «γραπτά» μας και τα «προφορικά» μας παίρναμε τη βαθμολογία μας. Και -γιατί όχι;- να μην εφαρμοστεί και ο σχολικός χαρακτηρισμός του ελέγχου για τους «στάσιμους», τους «επανεξεταστέους» και τους «απορριπτέους, όχι απ’ όλα τα σχολεία, αλλά από όλα τα υπουργεία»!
Συχνά ιδιόρρυθμος στις ενέργειες και τις απόψεις του ο αμπελουργός υπουργός και αντιπρόεδρος, συχνά όμως και δικαιωμένος, όπως και στον περί Γερμανίας χαρακτηρισμό του «γίγαντα με το μυαλό βρέφους» (το μικρύναμε λιγάκι, αλλά δικαιολογημένα, ε;) όπως επιβεβαιώθηκε και από τις «εξετάσεις» που έδωσε η «ανεπίδεκτη μαθήσεως» φουφουλοφορούσα κ. Μέρκελ, αλλά δεν φταίει αυτή, φταίνε όλοι εκείνοι και πρώτοι εμείς και καλύτεροι στους ενθουσιασμούς μας, που βιαστήκαμε να χειροκροτήσουμε την ένωση των δύο Γερμανιών, χωρίς να θυμηθούμε τη βρετανική άποψη περί του «διαίρει και βασίλευε», που για να το λένε κάτι ξέρουν και κάπου το στηρίζουν, τόσα χρόνια με τη βίτσα στο χέρι.
Ολόσωστη λοιπόν η ενέργεια του κ. Πάγκαλου και έτσι ακριβώς όπως διατυπώθηκε και με τη γλώσσα που χρειάζεται, χωρίς υπεκφυγές και χατίρια. Λίγο ακόμα και θα μας έλεγε και ποιοι προσπαθούν με «σκονάκια» να γράφουν στο διαγώνισμα, όπως και για εκείνους που όλο το καθυστερούν μήπως και χτυπήσει το κουδούνι του διαλείμματος για να βγουν στον κήπο για κολατσιό. Και ας στράβωσε το κατά τα άλλα μόνιμα γοητευτικό της χαμόγελο η κ. Διαμαντοπούλου.
Όσο για την επέμβαση του κ. Παπανδρέου, χωρίς αμφιβολία, ούτε και εκείνος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την αποτελεσματικότητα των περισσοτέρων του κυβερνητικού του επιτελείου. Υποχρεωμένος όμως να παίζει τον συμβιβαστικό ρόλο του διαφωνούντος που συμφωνεί και του συμφωνούντος που διαφωνεί για τους απρόβλεπτους «παγκαλισμούς», θα πρέπει, εντελώς ιδιαιτέρως να του είπε «Θόδωρε, μην αφήνεις το δίκαννο»!
Και που αν κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την προηγούμενη κυβέρνηση του «καταλληλότερου»,
ίσως τώρα να μην κατέφευγε στα ορεινά της Βουλής, περίπου ως βρεμένη γάτα και μάλιστα της Αγκύρας, γιατί, όπως έδειξαν τα πράγματα τελικά, από κάποιο πρόβλημα βαρηκοΐας θα πρέπει κι αυτός να υποφέρει, πιθανότατα και οικογενειακό τους. Ποιος όμως θα το αποφάσιζε τότε, επί νέας Σεμνοκρατίας, να παίξει τον ρόλο του «βαθμολόγου» στο υψωμένο απειλητικά δάχτυλο του κ. Παυλίδη, αφού δεν βρέθηκε ούτε ένας γαλάζιος μάγκας για να του απαντήσει όπως με το ορθωμένο κωλοδάχτυλο του γερμανικού περιοδικού;
Βλέπεις όμως ότι και τους μάγκες, ακόμα και της εβδομάδας εκπτώσεων, μέχρι κι αυτούς τους πάτησε το τρένο…
Ο ΛΑΚΗΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ…
Το γέλιο, η κωμωδία, η σάτιρα, το σκώμμα γενικά χρωστάει πολλά στη Θεσσαλονίκη με τους άξιους εκπροσώπους της που μας στέλνει κάθε τόσο, αρχίζοντας από τον Χάρρυ Κλυνν, με τις πρωταθλητικές του επιδόσεις, την εύστροφη πολιτική σάτιρα, αλλά και την ανεπανάληπτη ικανότητά του στις μιμήσεις, μέχρι τους χαρισματικούς Άγαμους Θύτες, από τους οποίους τα περισσότερα μέλη έχουν προχωρήσει σε προσωπικές επιτυχίες, τον επίσης αξιόλογο θεατρικό συγγραφέα Άκη Δήμου, που εκτός και από την πλουσιοπάροχη συγγραφική του παραγωγή, ειδικότερα το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», αποτελεί κόσμημα της νεότερης ελληνικής θεατρογραφίας.
Μόνο που από τη μεγάλη «φουρνιά» της Θεσσαλονίκης χάσαμε πρόσφατα έναν και από τους πιο αγαπημένους φίλους και συνάδελφους, τον Λάκη Μιχαηλίδη, με ένα τεράστιο θεατρικό και κινηματογραφικό όγκο έργων, στα οποία η επιτυχία αποτέλεσε την επιβράβευση μιας σεμνής, διακριτικής και αξιοπρεπέστατης παρουσίας στα θεατρικά μας δεδομένα. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκε νωρίς στην Αθήνα, γράφοντας ασταμάτητα από το 1964, κινηματογραφικά σενάρια, επιθεωρήσεις και θεατρικές κωμωδίες.
Πρέπει να είναι περισσότερα από 100 τα κινηματογραφικά του σενάρια που αποτέλεσαν επιτυχίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, του Κώστα Βουτσά, του Κώστα Χατζηχρήστου, του Λάμπρου Κωνσταντάρα, της Ρένας Βλαχοπούλου κ.ά.
Όπως και οι επιθεωρήσεις του, γύρω στις 60, σε συνεργασία και με άλλους, αλλά έχοντας πάντα αυτός το «γενικό πρόσταγμα» στις συγγραφικές ομάδες, όπως γίνεται συνήθως με τις επιθεωρήσεις, η πρώτη του το 1957, το «Φέρι Μποτ», που την παρουσίασε ο Κώστας Χατζηχρήστος και που στη συνέχεια έπαιζε και σε ταινίες του, αλλά ήταν και ο άνθρωπος που έδωσε τα πιο έξυπνα διαφημιστικά «σλόγκαν», επειδή ο Μιχαηλίδης είχε μαζί με τον Άλκη Στέα τη διαφημιστική εταιρεία «ΗΧΩ», όπου και τους πρωτογνώρισα μαζί με τον Κώστα Βουτσά την εποχή της θητείας μου στη Θεσσαλονίκη.
Και 35 οι θεατρικές του κωμωδίες παιγμένες οι περισσότερες από θιάσους του Βουτσά με τον Ρίζο, του Κωνσταντάρα, της Βλαχοπούλου κ.ά.
Και ακόμα, μαχητική φυσιογνωμία σε συγγραφικά μας μετερίζια, πρόεδρος επί σειρά ετών στην Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων, μέλος του Θεατρικού Μουσείου και των οργανισμών προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας.
Τον αποχαιρετήσαμε λίγες μέρες πριν από το Πάσχα, λίγοι από τους φίλους του και με απουσία πολλών που του όφειλαν μεγάλη μερίδα από τα χειροκροτήματα που είχαν κατά καιρούς εισπράξει από την πένα του. Δικαιολογημένη η απουσία μόνο εκείνων που τον είχαν προλάβει στο μεγάλο ταξίδι. Και που με το χιούμορ που τον διέκρινε, ίσως θα έλεγε «η κηδεία μου παρ’ ολίγον να ματαιωθεί επειδή δεν γέμισε ούτε η μισή εκκλησία»! Και ακόμα, επειδή τα τελευταία χρόνια, είχε ταλαιπωρηθεί με προβλήματα της υγείας του, με αποτέλεσμα να του αφαιρέσουν το ένα του άκρο, δεν παρέλειπε ως και αυτό να το διασκεδάζει λέγοντας «το ‘κοψα για να μη λένε ότι γράφω με τα πόδια»! Φίλε μου Λάκη, έκλαψα όταν μου είπαν ότι έφυγες και θέλω να το πιστέψεις.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ!
Την πρώτη φορά που πήγα στην Αμερική, αρχές της δεκαετίας του ’70, πατώντας το πόδι στο αεροδρόμιο Κένεντι της Νέας Υόρκης, η πρώτη κουβέντα αντί για καλωσόρισμα από κάποιους που με περίμεναν εκεί ήταν: «Μην κρατάς λεφτά επάνω σου!».
Ήταν η πιο χρήσιμη συμβουλή που θα μπορούσαν να σου δώσουν με αφορμή το τεράστιο κύμα εγκληματικότητας που είχε εκείνον τον καιρό η αμερικανική μεγαλούπολη, σε σημείο που να κινδύνευες, περπατώντας μέρα μεσημέρι σε κεντρικό δρόμο, να σε πλευρίσει ένα κλεφτρόνι, με κρυμμένο τον ανοιγμένο σουγιά του μέσα στο μανίκι του και να σου πει: «Δώσε μου ό,τι έχεις…».
Κι αυτό το «ό,τι έχεις» ας ήταν ακόμα και 5 δολάρια για να πάρει τη δόση του. Και μη φανταστείτε ότι στην περίπτωση που θα φωνάζατε «βοήθεια» θα πλησίαζε κανένας για να σας βοηθήσει. Αντίθετα, όλοι θα επιτάχυναν το βήμα τους, σαν να μην άκουσαν τίποτα, για τον απλούστατο λόγο για να μην μπλέξει σε ό,τι ενδεχομένως θα μπορούσε να συμβεί. Και στο ξενοδοχείο και από τα καλύτερα, με οργανωμένη ασφάλεια, δίνοντας το κλειδί του δωματίου, θα το συνόδευαν με τη δήλωση: «Χωρίς καμιά ευθύνη για ό,τι μπορεί να συμβεί».
Κι αυτό το «ό,τι» ήταν πως θα μπορούσε ο καθένας να μπει στο δωμάτιό σας, ακόμα και από το προσωπικό του ξενοδοχείου, και να σας αρπάξει από δολάρια μέχρι ό,τι άλλο πολύτιμο είχατε αφήσει εκεί. Γι’ αυτό το προτιμότερο
ήταν να εμπιστευθείτε τα χρήματά σας στο χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου, που κι αυτό κάθε τόσο το εύρισκαν ανοιγμένο από τις οργανωμένες συμμορίες που είχαν μετατρέψει την πόλη σε σκέτη κόλαση.
Όσες μέρες έμεινα τότε στη Νέα Υόρκη, η ευχή μου ήταν να μην ξαναδοκιμάσω τα αισθήματα του άμεσου κινδύνου που με περίμεναν στο κάθε μου βήμα. Δυστυχώς, ήρθαν έτσι τα πράματα που η ευχή μου δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή τα ίδια αισθήματα έχω τώρα σ’ αυτόν τον τόπο που κάποτε κοιμόμαστε τα βράδια με ανοιχτά τα παράθυρα.
Την επόμενη φορά που ξαναβρέθηκα στη Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είχα μια άλλη και εντελώς διαφορετική έκπληξη. Κανένας δεν μου είπε «μην κρατάς λεφτά επάνω σου!», όπως και σε κανένα ξενοδοχείο δεν σου έλεγαν ότι δεν είχαν καμιά ευθύνη για ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και γενικά ένα αίσθημα ασφάλειας το καταλάβαινες ότι υπήρχε παντού. Όχι βέβαια ότι η Νέα Υόρκη είχε μεταβληθεί σε πόλη αγγέλων, αλλά εκείνη η παλιά, άγρια ατμόσφαιρα είχε εξαφανιστεί. Και όταν ρώτησα για την αιτία, η απάντηση που πήρα
από όλους ήταν:
«Ο δήμαρχος…».
Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, μέσα στη δεκαετία που μεσολάβησε ο τότε δήμαρχος, Τζουλιάνι αν δεν κάνω λάθος στο όνομά του, αποφάσισε να πάρει στα χέρια του την κατάσταση και έτσι άρχισε μια εκστρατεία «φιλότιμου» με έντονη διαφήμιση, με ένα μήλο και από κάτω τη φράση «I LOVE NEW YORK», που την έβλεπες παντού, ακόμα και στην τουαλέτα να πήγαινες, την έβλεπες τη φράση που σου έλεγε να αγαπάς την πόλη, που δεν σου έφταιξε σε τίποτα να την κάνεις ρημαδιό. Βάζοντας ο δήμαρχος σε ενέργεια και όλους τους μηχανισμούς αστυνόμευσης και ασφαλείας που είχε στα χέρια του και που στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι οι δήμαρχοι της Αμερικής έχουν αυξημένες δικαιοδοσίες, πολύ περισσότερο έχοντας και την Αστυνομία δική τους και που διορίζεται από τους ίδιους ή κάπως έτσι. Αλλά θα σταθώ σε μια ακόμα χαρακτηριστική λεπτομέρεια που, όπως αποδείχτηκε, έπαιζε όχι μόνο τεράστιο αλλά και αποφασιστικό ρόλο για την πάταξη της εγκληματικότητας στη Νέα Υόρκη και που τη μιμήθηκαν και άλλες πολιτείες που αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα και που η «λεπτομέρεια» αυτή, που δεν ήταν απλώς λεπτομέρεια αλλά ενέργεια πανέξυπνη και θαυματουργή, ήταν οι ταξιτζήδες, που οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς ήταν μετανάστες. Ο δήμαρχος τους φώναξε και τους έκανε ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ δίνοντάς τους και τα μέσα για να βοηθήσουν το έργο της Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων και μια συχνότητα, που μόλις έβλεπαν κάποια ύποπτη κίνηση ειδοποιούσαν αμέσως την Αστυνομία, έτσι ώστε συγχρόνως να είναι κι αυτοί «φρουροί του ανυπεράσπιστου πολίτη». Βέβαια ο έξυπνος δήμαρχος πέτυχε τη συνεργασία των ταξιτζήδων όχι χωρίς κίνητρα, έχοντας πέσει κι αυτοί θύματα της εγκληματικότητας, αλλά και με κάποιες «παροχές» κυκλοφοριακές κυρίως, που ως τότε δεν τις είχαν, χωρίς αυτό να σημαίνει κατάργηση και των δικών τους υποχρεώσεων, αλλά χωρίς και να ήταν από τους πιο κυνηγημένους επαγγελματίες. Έτσι, οι «ταρίφες» της Νέας Υόρκης φιλοτιμήθηκαν και κατά γενική ομολογία ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗΣΑΝ. Δεν τολμούσε κλεφτρόνι να βγει στους δρόμους, ακόμα και στον 42ο, τον πιο αμαρτωλό δρόμο του Μανχάταν, ούτε οργανωμένη αλητεία με κουκούλες να μπαίνει σε τράπεζες, σούπερ μάρκετ και σε μαγαζιά και να τα κάνει καλοκαιρινά και γενικά ό,τι αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο μιας εποχής έπαψε να υπάρχει. Και πού; Σε μια πρωτεύουσα που ο πληθυσμός της ξεπερνάει το σύνολο του πληθυσμού ολόκληρης της Ελλάδας.
***
Σε καμιά περίπτωση δεν έχω τη διάθεση να παίξω τον ρόλο του μυαλοπώλη στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, τον κ. Χρυσοχοΐδη, που εκτιμώ τις προσπάθειές του και καταλαβαίνω κάθε πρωί που ξυπνάει να αναρωτιέται για τα «δώρα» που του ετοίμασε η νύχτα που πέρασε. Νομίζω -και αυτό είναι βέβαιο- ότι υπηρετεί και πολύ άξια ένα από τα πιο ευαίσθητα, αν όχι το ΠΙΟ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ υπουργείο της κυβέρνησης του κ. Παπανδρέου και που η βαθμολογία του κ. Πάγκαλου δεν θα πρέπει να τον έχει αγγίξει, γι’ αυτό και ο σκοπός του σημερινού σημειώματος είναι απλά φιλικός, ξεκινώντας από την υποχρέωση που έχουμε όλοι να τον βοηθήσουμε.
Ο «ταρίφας» που με εξυπηρετεί σε καθημερινή βάση, όταν του είπα για το σημερινό μου σημείωμα, μου είπε:
«Κύριε Γιώργο μου, εγώ πρώτος, φτάνει να μας το ζητήσουν».
Και δεν αστειεύεται. Με τα 120 κιλά του αχρηστεύει και ταύρο!
Γ. Λ.