Ένα βήμα εμπρός και δύο προς το ΔΝΤ

Εδώ και περίπου έξι μήνες η ζωή μας περιστρέφεται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα προβληματισμού που περιλαμβάνει αποκλειστικά το ύψος του ελλείμματος και του χρέους, τη ραγδαία άνοδο των spreads, τον ρόλο του ΔΝΤ και του «μηχανισμού προστασίας» των χωρών της Ευρωζώνης… Ασφαλώς οι καθαρώς οικονομικές διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα είναι κρίσιμες και είναι φυσικό να κυριαρχούν στην πολιτική «ατζέντα».
Όμως ξεχνάμε, μέσα σʼ αυτόν τον κλειστό κύκλο των οικονομικών μεγεθών, το κυριότερο πρόβλημα. Γιατί οι κρισιμότερες διαστάσεις του προβλήματος αφορούν τους πολιτικούς χειρισμούς, αλλά και τις κοινωνικές επιπτώσεις που θα προκύψουν από τον τρόπο αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων. Όμως σʼ αυτό το επίπεδο τα δείγματα είναι σαφώς απογοητευτικά.
Πολλοί αναλυτές αποδίδουν τις αρνητικές επιπτώσεις που προκύπτουν από κυβερνητικούς χειρισμούς ή δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων σε επικοινωνιακές «ατέλειες» ή «λάθη». Τελευταίο παράδειγμα του είδους αυτού είναι η «διαρροή» της είδησης -από «αόρατο» κυβερνητικό παράγοντα- ότι θα επαναδιαπραγματευθούμε τη «συμφωνία στήριξης»… με τις γνωστές επίσης επιπτώσεις στο ύψος των spreads.
Στην ουσία όμως δεν φταίει η επικοινωνία αλλά το κενό που προκύπτει από την απουσία στοιχειώδους στρατηγικής και αποτελεσματικού σχεδιασμού, ώστε να υπάρχει χειρισμός και δυνατότητα αντιμετώπισης των κρίσεων και να μη φτάνουμε στο σημείο να χειραγωγείται η κυβέρνηση και κατά προέκταση η χώρα από τις (αρνητικές) εξελίξεις.
Εδώ και μήνες η ελληνική κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν ξέρουν τι θέλουν… δεν γνωρίζουν «πού πατούν και πού πηγαίνουν». Δεν αναφερόμαστε απλώς στην πλήρη αναντιστοιχία μεταξύ των προεκλογικών δεσμεύσεων και του ακραίου μονεταριστικού προγράμματος που έχει τεθεί σε εφαρμογή. Η σύγχυση, η αντιφατικότητα, η επικίνδυνη άγνοια αφορούν την επιλογή και χρήση των οικονομικών-θεσμικών εργαλείων και μηχανισμών με βάση τους οποίους η κυβέρνηση θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την κρίση. «Θέλουμε» αλλά και «δεν θέλουμε» ταυτόχρονα οικονομική ενίσχυση από τους ευρωπαίους εταίρους. «Μπορούμε να προσφύγουμε» στο ΔΝΤ (το «γεμάτο πιστόλι») αλλά απευχόμεθα και αρνούμεθα σήμερα τη χρησιμοποίηση του «μηχανισμού προστασίας». Την επαύριον της 25ης Μαρτίου πανηγυρίζουμε για την πλήρη κατοχύρωση και την εγγύηση που μας παρέχει το «δίχτυ προστασίας» της Ευρωζώνης έναντι των κερδοσκόπων και ύστερα από 10 ημέρες ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναφέρεται επισήμως ότι θα κατατεθεί (στο μέλλον…) από τους σοσιαλιστές / σοσιαλδημοκράτες βελτιωμένο σχέδιο προστασίας…
Η απουσία μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής, που θα ενισχύεται και δεν θα αποδομείται (όπως γίνεται σήμερα), είναι απολύτως αναγκαία, γιατί άλλως θα γίνουμε έρμαια της συγκυρίας και των εξελίξεων που θα διαμορφώσουν άλλα κέντρα αποφάσεων. Δεν μπορεί η πολιτική, η οικονομική και η κοινωνική ζωή της χώρας να πορεύεται από μέρα σε μέρα, από εβδομάδα σε εβδομάδα χωρίς να μπορούμε να υπολογίσουμε και να σχεδιάσουμε το επόμενο βήμα, το αύριο. Αυτή η κατάσταση λειτουργεί αποδιαρθρωτικά και επιτείνει το αίσθημα της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας και του φόβου.
Σʼ αυτό το σημείο αναδεικνύεται και η σημασία των κοινωνικών εξελίξεων και, στην πράξη, ο τύπος της κοινωνικής συναίνεσης (ή αντίδρασης) που θα διαμορφωθεί κατά την εφαρμογή των σκληρών οικονομικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων.
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση στηρίζεται σʼ έναν γενικευμένο, αφηρημένο τύπο κοινωνικής συναίνεσης, που αναφέρεται στην ανάγκη συλλογικής αντιμετώπισης της κρίσης ακόμα και με την προϋπόθεση ατομικών θυσιών.
Όμως από εδώ και πέρα κάθε πολίτης, κάθε κοινωνική ομάδα θα εκμετρήσουν δύο συγκεκριμένα κριτήρια για να παράσχουν τη συναίνεσή τους: το κριτήριο της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δίκαιης κατανομής των βαρών, και το κριτήριο της αποτελεσματικότητας των μέτρων («να πιάσουν τόπο οι θυσίες»).
Σʼ αυτό το επίπεδο θα κριθουν η πολιτική επάρκεια και ικανότητα της κυβέρνησης. Καμία σημασία δεν έχουν π.χ. οι δηλώσεις και οι προθέσεις για το «χτύπημα» της φοροδιαφυγής εάν στο τέλος του έτους δεν έχει αναδιαμορφωθεί στην πράξη η κατανομή των φορολογικών εσόδων. Καμία σημασία δεν έχουν οι νόμοι και οι επιλογές για την ανάπτυξη εάν δεν υπάρξει μια συντονισμένη πολιτική κράτους – τραπεζών – ιδιωτικών φορέων για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων επενδυτικών / παραγωγικών προγραμμάτων που θα σηματοδοτήσουν την προοπτική μιας σύγχρονης αναπτυξιακής διαδικασίας.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ιδιαίτερα στις περιόδους κρίσης ο συσχετισμός δυνάμεων δρα υπέρ των μεγάλων συμφερόντων. Η συναλλαγή, η φοροκλοπή, το «νόμιμο» ξέπλυμα και η φοροδιαφυγή μέσω των «υπεράκτιων εταιρειών» αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος.
Έχει την πρόθεση και τη δυνατότητα να συγκρουστεί η κυβέρνηση με τα συμφέροντα αυτά; Διαθέτει το πολιτικοπνευματικό υπόβαθρο για να χειραγωγήσει την κρίση; Ή μήπως στο τέλος του χρόνου τα ελλείμματα, η ύφεση και η ανεργία θα κυριαρχούν και θα μας οδηγήσουν στην «αγκαλιά» του ΔΝΤ ως μόνης διεξόδου;
Σʼ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο απευχόμαστε, όχι μόνο η σημερινή κυβέρνηση αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα θα έχει φτάσει στα όριά του. Και θα αναζητείται τότε κάποιος υψηλόβαθμος δικαστής ή κάποιος επιφανής τραπεζίτης για να χειριστεί τις τύχες της χώρας.


Σχολιάστε εδώ