ΤΟ ΤΕΣΤ ΠΟΥ ΑΝΕΔΕΙΞΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ
Είναι περισσότερο από προφανές ότι στον σύγχρονο κόσμο δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Πολύ περισσότερο αν οι συμμαχίες και οι συνεργασίες δεν είναι πραγματικά ισχυρές, αλλά αποτέλεσμα αναγκών και συγκολλήσεων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξελίχθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που φαινόταν αρχικά.
Φυσικά οι φορείς του ευρωπαϊκού οράματος, αν είχαν την ευκαιρία να δουν το σημερινό συνονθύλευμα, θα έπεφταν από τα σύννεφα και θα δήλωναν με κάθε τρόπο την απέχθειά τους για ένα κατασκεύασμα που αδυνατώντας να βρει άλλους λόγους συνύπαρξης δημιούργησε έναν τεχνητό (και γι’ αυτό εξ ορισμού διαβλητό), το κοινό νόμισμα. Λες και η νομισματική ενοποίηση θα υποκαθιστούσε την πολιτική ένωση που δεν ήρθε ποτέ, αλλά και ποτέ πραγματικά δεν καταβλήθηκε ουσιαστική προσπάθεια να έρθει. Πρόβλημα για την Ευρώπη. Έδειξε ότι 65 χρόνια μετά το τέλος του καταστροφικού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν μπορεί να βρει κοινό βηματισμό, κοινά σημεία αναφοράς, παρά μόνο σε ζητήματα ήσσονος σημασίας. Έδειξε ότι δεν μπορεί να υπερβεί διαχωριστικές γραμμές ατομισμού και προσωπικού κέρδους, αφού τα κράτη που τη σχημάτισαν και στη συνέχεια κι αυτά που συνέβαλαν στη διεύρυνσή της δεν έκαναν το παραπάνω βήμα πέρα από τα στενά τους συμφέροντα. Σχημάτισαν έτσι εκ των πραγμάτων μια Ευρώπη δύο και τριών ταχυτήτων, αφού ήταν φανερό πως μένοντας ο καθείς στις θέσεις του και τα συμφέροντά του και μη προσεγγίζοντας τον κόσμο του άλλου, του γείτονα, δεν μπορούσε να υπάρξει κοινό βήμα. Άλλοι τροχάδην, άλλοι βάδην και άλλοι απλώς βήμα βόλτας, περιπάτου. Γιατί αυτό μπορούσαν. Δεν πρέπει να κρίνοντα οι ρυθμοί και τα βήματα, γιατί δεν νομιμοποιείται κανείς να βάζει τα κριτήρια. Και αν τον ρόλο αυτόν του κριτή και ελεγκτή των άλλων τον αναλαμβάνουν ορισμένοι αυτόκλητα, όπως η Γερμανία ή κατά καιρούς η Δανία και η Ολλανδία, δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι (πρέπει να) τον αποδέχονται, αφού στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε υπήρχαν ούτε υπάρχουν τέτοιες σχέσεις. Και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να οικοδομηθούν οι συνθήκες για να υπάρξουν.
Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα ήταν ένα «κρας-τεστ» για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την έννοια ότι δοκιμάστηκαν οι αντοχές τής συνύπαρξης, η δύναμη της συνεργασίας και η πιθανότητα προοπτικής τού σχήματος. Η εικόνα τού σχήματος, που δεν διαθέτει πια μεγάλους ηγέτες ικανούς για τομές και ρήξεις, είναι απογοητευτική για το μέλλον μιας συμμαχίας που αλλιώς ξεκίνησε και αλλιώς προχώρησε. Εξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό με μία χώρα μέλος της να ξεχωρίζει, τη Γερμανία, επιβεβαιώνοντας όσους πίστευαν ότι δέκα χρόνια μετά την καταστροφή της από τις συμμαχικές δυνάμεις θα ήταν σε θέση να προσφέρει δουλειά σε ξένους εργάτες μια και η παραγωγή της θα υπερκάλυπτε τη ζήτηση του ντόπιου εργατικού δυναμικού. Αυτό όμως δεν ήταν χωρίς συνέπειες, αφού πολύ φυσιολογικά η οικονομική νικήτρια της Ευρώπης στη μεταπολεμική περίοδο θα ζητούσε ανταλλάγματα από χώρες που σιγά σιγά μετέβαλε σε εξαρτώμενες από την ίδια ή και σε δορυφόρους της. Οι άλλες, εφησυχασμένες από τη συντριβή της και την ηθική της καταρράκωση, δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στη -διαφαινόμενη πάντως- οικονομική της κυριαρχία, με αποτέλεσμα μια φύσει και θέσει ικανή αλλά και επεκτατική χώρα να επικρατήσει στο άτυπο παιχνίδι κυριαρχίας που διεξαγόταν στη γηραιά ήπειρο. Σήμερα είναι μάλλον αργά για να αλλάξουν τα πράγματα. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο «Ευρώπες» κι αυτό όσο πιο πολύ φανερώνεται, τόσο θα αποδυναμώνεται η ισχύς, ο λόγος και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είμαστε κοντά στο τέλος μιας ευρωπαϊκής εποχής κι αυτό δεν είναι κακό. Κάτι άλλο έρχεται που είναι στο χέρι μας να το διαμορφώσουμε και να το προφυλάξουμε. Όχι όπως κάναμε με αυτό που τελειώνει.