Τα πυροτεχνήματα για τη μονιμότητα
Όπως όλα δείχνουν ο επόμενος στόχος της κυβερνήσεώς μας θα είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Την αρχή έκανε ο αντιπρόεδρός της με την αναφορά του στη συνταγματική διάταξη περί μονιμότητος των υπαλλήλων που υπηρετούν σε οργανικές θέσεις «εφόσον οι θέσεις αυτές υπάρχουν». Αμέσως άρχισε η «από παραθύρων» ανάλυση και της διάταξης και της… υπαινικτικής δήλωσης του κ. Πάγκαλου. Στη συνέχεια ήρθε η εξόχως αόριστη δήλωση του αρμοδίου για τη δημόσια διοίκηση υπουργού, αφʼ ενός μεν ότι η μονιμότητα δεν είναι «ταμπού», αλλά και ότι «δεν είναι εκεί το θέμα», καθώς απαιτείται και αναθεώρηση του Συντάγματος… Συμπληρωματικά έρχονται τα όσα γράφονται και ακούγονται, ότι το ΔΝΤ θα μας πει «θέλετε δάνειο, διώξτε τόσους (δημοσίους εννοείται) υπαλλήλους». Το όλο θέμα επιστεγάζεται από το κλίμα πανικού υπό το οποίο ενεργεί η κυβέρνησή μας και το οποίο επιτρέπει την άνθηση κάθε φημολογίας.
Βεβαιότατα, ένα από τα βασικά αίτια της παθογένειάς μας είναι το μέγεθος του Δημοσίου. Και εκεί φυσικά πρέπει να πέσει μεγάλο βάρος της προσπάθειας, όχι μόνο για την εξυγίανση των δημοσιονομικών μας πραγμάτων, αλλά και για τη ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται το Δημόσιο. Το οποίο δεν έγινε έτσι όπως είναι σήμερα από τους υπαλλήλους του, αλλά από την πολιτική βούληση σειράς κυβερνήσεων, με καθοριστική ευθύνη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα των πρώτων. Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή ας δούμε την μονιμότητα, που συνεχώς προβάλλεται ως η αιτία της κακοδαιμονίας.
Θα ήταν ολέθριο σφάλμα για την κυβέρνηση αν προέβαινε σε μαζική κατάργηση οργανικών θέσεων, πιστεύοντας όπως υπονοεί ο αντιπρόεδρός της ότι μια τέτοια «άρση» της μονιμότητας είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα. Αν επιχειρηθεί, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η σχετική ενέργεια θα κρινόταν αντισυνταγματική, με ό,τι αυτό θα σήμαινε σε κόστος αποζημιώσεων και επαναπρόσληψης. Και τούτο γιατί η οικεία συνταγματική διάταξη, από τη φύση της και από τον σκοπό που εξυπηρετεί, οριακή, κατά περίπτωση, εφαρμογή μπορεί να έχει και όχι, φυσικά, γενική. Μπορείς δηλαδή να πεις σε κάποιον ή κάποιους υπαλλήλους ότι καταργείται αυτή ή καταργούνται αυτές οι συγκεκριμένες θέσεις για τον τάδε λόγο. Δεν μπορείς όμως να καταργήσεις τις μισές οργανικές θέσεις ενός υπουργείου ή μιας υπηρεσίας για να μειώσεις προσωπικό και κόστος, χωρίς να κάνεις καταχρηστική χρήση της συνταγματικής διάταξης για τη μονιμότητα και, ουσιαστικά, να την παραβιάσεις.
Δεν πρέπει άλλωστε να διαφεύγει ότι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων εισήχθη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο –πριν από εκατό χρόνια– ακριβώς για να περιφρουρηθεί η αξιοπιστία του κράτους. Εκτός από επικίνδυνο είναι λοιπόν και οξύμωρο να επιδιώκει η σημερινή κυβέρνηση να «ξαναδώσει» στην Ελλάδα «τη χαμένη της αξιοπιστία» διεθνώς, καταλύοντας την έννοιά της στην ίδια τη χώρα. Το πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης δεν λύνεται με τέτοιες προσεγγίσεις. Πρέπει πριν απʼ όλα οι σημερινοί και κατά καιρούς ιθύνοντες να ομολογήσουν ότι το Δημόσιο, ιδίως μετά το 1981, απετέλεσε πηγή άντλησης και μοχλό άσκησης «πολιτικής εξουσίας». Στην κρίσιμη για πολλούς λόγους δεκαετία του 1980 καταστρατηγήθηκε συστηματικά η νομιμότητα στη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών. Μέχρι τότε η πρόσληψη ακόμη και εκτάκτων γινόταν με ειδικό νόμο που συνιστούσε συγκεκριμένες θέσεις «εκτάκτου προσωπικού». Και φυσικά ο ίδιος νόμος προέβλεπε και το σχετικό κονδύλι που εντασσόταν στον κρατικό προϋπολογισμό.
Παρά τους περιορισμούς αυτούς το δημόσιο είχε πάρει τον δρόμο της διόγκωσης και πριν από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Μετά το 1981, όμως, κυριολεκτικά «ξεχείλωσε». Φτάσαμε στο σημείο να γίνονται διορισμοί χωρίς καμία απολύτως πρόβλεψη όχι συνολικής δαπάνης και «θέσεως», αλλά και «καθίσματος», κυριολεκτικά, του προσλαμβανομένου υπαλλήλου. Υπό το κλίμα της ασύδοτης ευφορίας που επικρατούσε τότε, με τις κοινοτικές εισροές και τον δημόσιο δανεισμό που πηγαίναν κατʼ ευθείαν στην κατανάλωση, ακόμη και ο «νόμος Πεπονή» κατέστη συντομότατα ανενεργός με τις παρεμβάσεις που έκαναν πρώτοι οι παράγοντες της κυβέρνησης που τον εισήγαγε.
Αξιόλογη και, σε πρώτη φάση, αποτελεσματική παρέμβαση για τη μείωση του κράτους έγινε το 1990 – 93, με την καθιέρωση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη της αρχής «δύο συνταξιοδοτούνται, ένας προσλαμβάνεται». Δυστυχώς, η ίδια κυβέρνηση που καθιέρωσε τον κανόνα στην αρχή του βίου της, τον κατέλυσε τους τελευταίους μήνες της λειψής της τετραετίας. Αυτό, όμως που δεν έγινε τότε, ούτε στα μετέπειτα χρόνια –όταν επεκράτησε το τελείως ανεδαφικό και μη εφαρμοσθέν στην πράξη σύνθημα «μία πρόσληψη για κάθε πέντε συνταξιοδοτουμένους»– πρέπει με σοβαρότητα και συνέπεια να εφαρμοσθεί τώρα. Ένα πρόγραμμα που θα προέβλεπε την ποσοτική μείωση σε βάθος συγκεκριμένου χρόνου –ώστε η παρέμβαση να μην προκαλεί πρόβλημα επιβίωσης σε ευρύτατο φάσμα πολιτών– αλλά ταυτόχρονα και ποιοτικής αναβάθμισης των δημοσίων υπηρεσιών, είναι και η βάση της εξυγίανσης, αλλά και αυτό που περισσότερο από οποιαδήποτε σημερινή ενέργεια της κυβέρνησής μας, θα αποκαθιστούσε την αξιοπιστία μας.
Αν ποτέ αποφασισθεί μια τέτοια παρέμβαση, τότε θα πρέπει να γίνει και αντιστοίχως σοβαρή προσέγγιση του τεράστιου ζητήματος της «καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων», με μια ριζική αναμόρφωση του σχετικού Κώδικα. Σήμερα ο κ. Ραγκούσης εξαγγέλλει ταχύτερη κρίση των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να φεύγουν αμέσως οι επίορκοι υπάλληλοι. Πρέπει όμως να γνωρίζει ο αρμόδιος υπουργός ότι η εξαγγελία του δεν πρόκειται να εφαρμοσθεί όσο υπάρχει η υπερπροστασία του υπαλλήλου από το, σαφώς υπέρτερο του νόμου που θα φέρει, πλέγμα διατάξεων του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων. Το οποίο, ακόμη και την αυθαιρεσία «συγχωρεί», αν δεν υπάρχει, δικαστικώς αποδειχθείς, «δόλος» στην ενέργεια του δημοσίου υπαλλήλου. Ας τα σκεφθούν αυτά οι σημερινοί ιθύνοντες και ας αφήσουν τα εύκολα πυροτεχνήματα περί μονιμότητος και περί πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων. Και να μην ξεχνούν –μέρες που είναι– ότι τα πυροτεχνήματα συνήθως εκρήγνυνται στα χέρια εκείνων που τα χρησιμοποιούν, αγνοώντας μάλιστα και τη χρήση τους.