Μια φορά και έναν καιρό

Τώρα ήρθε, δεν ήρθε δεν μπορεί με βεβαιότητα να το ισχυριστεί γιατί δεν θυμάται τίποτα, αλλά ούτε και με σιγουριά μπορεί να τʼ αποκλείσει ό,τι κι αν του λένε, αφού με το που ξύπνησε τριβελίζουν τα στιχάκια αυτά το μυαλό του, καθώς και των επομένων ημερών, τα μεγαλοβδομαδιάτικα, που σαν προπόνηση με κατάνυξη μουρμουρίζει από τώρα: «Μεγάλη Δευτέρα – μεγάλη μαχαίρα. // Μεγάλη Τρίτη – ο Θεός στην κρίση…» κ.λπ., κ.λπ., που όλο κάτι ξεχνάει και βασανίζει το μυαλό του μπας και το θυμηθεί. Ναι. Εντάξει, ξέρει πως σήμερα είναι των Βαΐων και πως το «τώρα» –όσο κι αν τηρούμε τις γιορτές– καμιά σχέση δεν έχει με το «τότε», αφού το πολύ πολύ τώρα να στηθεί μπροστά στην τηλεόραση και να σκοτώσει την ώρα του βλέποντας πράματα που καθόλου δεν τον ενδιαφέρουν.

Ναι. Καταλαβαίνει πως τότε ήτανε παιδί που του φόραγε τα καλά του η μάνα του και τον έπιανε απʼ το χεράκι να πάνε στην εκκλησία, στον Άγιο Χαράλαμπο, να πάρουνε απʼ του παπά το χέρι τα «βάγια», τα φύλλα δάφνης, που όπως τον κατηχούσε η γιαγιά του συμβολίζανε τη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού «μετά βαΐων και κλάδων…» στα Ιεροσόλυμα Μαζί έδιναν κι ένα σταυρουδάκι φτιαγμένο στο χέρι, από μυτερό φύλλο φοίνικα, κι επιστρέφοντας σπίτι «σταυρώνανε» όλα τα δωμάτια και βάζανε τα βάγια στο εικονοστάσι στη θέση των περυσινών, που θα τα κάψουνε στη φωτιά.

Κάπως ανάκατα, φύρδην μίγδην, του ʼρχονται όλα στη μνήμη και μπλέκει εποχές, φίλους, χρόνια, όπως ας πούμε όταν ήταν πιτσιρικάς και πήγαινε στο δημοτικό, το φέρνει και το κολλάει δίπλα, σαν σε μοντάζ κουλτουριάρικης ταινίας, με τα χρόνια που γάμπριζε καβάλα στο ποδήλατο γυροφέρνοντας τη γειτονιά. Αλλά πώς τα μπερδεύει όλα πανάθεμά τα στο μυαλό του; Έρχεται όμως η στιγμή όπου μια αναλαμπή «του βάζει πάγο», λέγοντάς του πως κάνει έναν αχταρμά γεγονότα τελείως άσχετα χρονικά μεταξύ τους. Φυσικά στο δημοτικό δεν βολτάριζε με ποδήλατο, όσο για το γάμπρισμα μπορούμε να το δεχθούμε υπό μιαν ευρυτάτη έννοια, σαν κάτι που συμβαίνει ασυναίσθητα, χωρίς να μπορείς να το εξηγήσεις ούτε με δικά σου λόγια. Πήγαινε στο δημοτικό κι ήταν ερωτευμένος με τη Δώρα, μια συμμαθήτριά του που καθόντανε στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου, λίγο παρακάτω από το σπίτι του. Έγραφε με τόσο ωραία στρογγυλά γράμματα, χωρίς μουντζούρες, στο ντυμένο με μπλε κόλλα τετράδιό της, ένα τετράδιο σαραντάφυλλο, που την κάθε του σελίδα περιέβαλλε σαν κορνίζα ένα θαλασσί περιθώριο. Συναντιόντουσαν στην τάξη, στην αυλή στο διάλειμμα, την Κυριακή στην εκκλησία, αλλά ντρεπόντανε να την κοιτάξει στα γαλανά της μάτια κι ένιωθε εκμηδενισμένος μπρος της χωρίς νʼ ανταλλάζουνε ούτε μια καλημέρα. Ούτε και που την κέρασε ποτέ μια καραμέλα από κείνες που αγόραζε από τον κυρ Θόδωρο, τον κουτσό επιστάτη που είχε ένα κουβούκλιο πλάι στην εξώπορτα και πούλαγε κουλούρια για «δεκατιανό» και καραμέλες τσάρλεστον. Με τα κάλαντα που είπε στους θείους την πρωτοχρονιά, συγκέντρωσε ένα ολάκερο τάλιρο, το φύλαξε, κι όταν μετά του Αϊ-Γιαννιού άνοιξαν τα σχολεία αγόρασε απʼ τον κυρ Θόδωρο 50 ολόκληρες καραμέλες, που δεν χώραγαν στις τσέπες του. Ήσαν ροζ πανέμορφες λαστιχωτές τσάρλεστον, τυλιγμένες σε τσιγαρόχαρτο μʼ ένα στιχάκι γραμμένο πάνω του. Αγνοώντας την ομορφιά της ποίησης, ούτε που το διάβαζαν. Τις χλαπάκιασε μονοκοπανιάς όλες. Και τις πενήντα. Δεν κέρασε κανέναν. Ούτε τη Δώρα. Και το βράδυ άρχισε ο «χορός των καταραμένων». Τρέχαν και δεν φτάνανε οι γιατροί να βρούνε τι έπαθε το παιδί, που παραλίγο να τα κακαρώσει…

Καθώς η σκέψη του γυρνά στα περασμένα, η θολούρα ξανάρχεται, και τέτοιος πέπλος σʼ ανθρώπου μυαλό δεν ξανάπεσε. Ήρθε όμως ξαφνικά ο Παντελής από τη Γερμανία και θυμήθηκαν τα παλιά, που βάζοντάς τα στη σειρά άρχισε να καταγράφει σαν λογιστής τα γεγονότα. Εντελώς αναπάντεχα ήρθανε να κάνουνε παρέα στον παππού οι παιδικοί του φίλοι. Ο Κούλης, ο Ριρής κι ο Μισέλ μαζί με τον Χάρη και τον Χρήστο, που χρόνια είχαν νʼ ανταμώσουν. Έκαναν χαρές κι έκατσαν γύρω του πάνω στο κρεβάτι. Αρχίσανε να του θυμίζουν πως όταν άρχιζαν οι Χαιρετισμοί ήταν η μεγάλη τους χαρά επειδή θα πήγαιναν με τους γονείς τους στην εκκλησία. Μέσα οι μεγάλοι και στον αυλόγυρο εκείνοι να στήνουνε τρελό παιχνίδι, κλέφτες – αστυνόμοι και κρυφτό. Η παρέα συνεχώς μεγάλωνε με άγνωστους καινούργιους, που κι αυτοί έρχονταν με τους δικούς τους από άλλες γειτονιές, και σε λίγο σχηματιζόταν ένα πολυπρόσωπο μπουλούκι. Ήταν μεγάλη η χαρά τους επειδή ήταν η μοναδική περίπτωση να παίζουνε έξω στο σκοτάδι. Λυσσομανούσαν και τις άλλες μέρες στις αλάνες, μα μόλις άρχιζε να σουρουπώνει βγαίναν οι μανάδες στα παράθυρα και στις πόρτες φωνάζοντάς τους έναν έναν ονομαστικά να γυρίσουν, γιατί δεν λέγανε να μαζευτούνε. Και τότε άρχιζαν να τους εκτοξεύουν την απειλή «Έννοια σου και θα το πω το βράδυ στον πατέρα σου…». Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, εγκατέλειπαν το… τερέν κουβαλώντας σπίτι όλες τις λάσπες της γης που ήταν κολλημένες στα παπούτσια τους. Μονάχα την τελευταία Παρασκευή, που η γιαγιά την έλεγε «κουφή» επειδή δεν είχε πια Χαιρετισμούς, η μελαγχολία τούς κυρίευε καθώς με τη δύση του ήλιου έπρεπε να μαζεύονται οίκαδε «τοις κείνης ρήμασι πειθόμενοι…» και, το χειρότερο, τους έλουζαν. Ακολουθούσε όμως η Μεγάλη Εβδομάδα και ήτανε πανέμορφες οι μέρες της. Με τις μυρωδιές απʼ τις βιολέτες που άνθιζαν στους κήπους, τα χαμομήλια, τις παπαρούνες που λικνίζονταν στα άχτιστα οικόπεδα και τʼ αμέτρητα αγριολούλουδα που φύτρωναν όπου γουστάρανε, η Πασχαλιά έστηνε το σκηνικό της. Και στα σπίτια με τα πορτοπαράθυρα ανοιχτά και τις νοικοκυρές σε κατάσταση αλλοφροσύνης να σκοτώνονται στις πασχαλινές προετοιμασίες. Αντάμα και τα τσουρέκια, που σε κόλαζε μες στη νηστεία η ευωδιά τους. Με τις εσπερινές λειτουργίες του Νυμφίου, πάλι δινότανε η ευκαιρία για εκκλησιασμό κι αντάμωμα με την πρόσκαιρη παρέα των… ξενόφερτων. Αλλά καθώς τα χρόνια πέρναγαν, τη θέση του παιχνιδιού την πήρε το γάμπρισμα, ή μάλλον ένα μοστράρισμα γαμπρίσματος, σαν να λέγανε στα κορίτσια της γειτονιάς που ως τα χτες, που λέει ο λόγος, παίζανε την «μπουκάλα» και άλλα αθώα παιχνίδια συναναστροφών: «Να. Είμαι κι εγώ εδώ!». Αλλά πέραν τούτου… «ΟΥ».

Η συζήτηση με τα περασμένα είχε πραγματικά φουντώσει. Καθένας θυμόταν ένα περιστατικό απʼ εκείνα τα χρόνια. Μια φάρσα, μια ζαβολιά, ένα πείραγμα γεμάτο ερωτικά υπονοούμενα. «Θυμάστε τη Μόσχα;», ρώτησε ο παππούς. «Ναι», πετάχτηκε ο Παντελής, που είχε φέρει πάνω στο διαμέρισμα και το ποδήλατό του. «Θυμάμαι τη Μόσχα, που της έδινα να κάνει ποδηλατάδα κι όλο έπεφτε και τρέχαμε ξοπίσω της όχι για βοήθεια, αλλά για να τη δούμε όταν θα… πέφτει». «Ήταν η Μιμέλλη με τη Νίκη, που ήτανε αχώριστες», πρόσθεσε ο Χάρης. «Η σοβαρή η Κατερίνα», συμπλήρωσε ο Κούλης, «που σου ʼσπαγε τα νεύρα με τις θεωρίες της, και οι… απρόσιτες Τούλα και Μίτσα, πάντα αγέρωχες, γεμάτες αυτοπεποίθηση για την ομορφιά τους». Τον λόγο πήρε ο Μισέλ: «Ξεχάσαμε τη Μαρίνα», είπε. Αυτό εξόργισε τον παππού και σηκώθηκε να τον βαρέσει με τη μαγκούρα του. «Εσύ δεν δικαιούσαι διά να ομιλείς…», φώναξε. Και άρχισε να εξυμνεί την πρώτη και καλύτερη, τη βασίλισσα της παρέας, τη Μαρίνα. «Είχαμε ένα αστέρι ανάμεσά μας», ούρλιαξε.

Η κόρη του παππού μπήκε τρομαγμένη απʼ τις φωνές του στο δωμάτιο. Τον χάιδεψε στοργικά και ρώτησε τι έπαθε και παραμιλά και φωνάζει. Της έδειξε με το χέρι το κενό πλάι του και είπε σιγανά, μην τον ακούσουν: «Δεν χαιρετάς τα παιδιά; Τον Κούλη, τον Χάρη, τον Μισέλ…». Εκείνη τον διέκοψε απότομα: «Πόσες φορές σου ʼχω πει πως όλοι αυτοί έχουνε πεθάνει από χρόνια;». Κι έκανε να φύγει, αλλά την έπιασε από το χέρι και ρώτησε συνωμοτικά: «Πες μου, σε παρακαλώ, την αλήθεια. Είσαι σίγουρη πως ζω εγώ;».


Σχολιάστε εδώ