Βρήκαν φόρμουλα συμβιβασμού

Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος… συμβιβασμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η προχθεσινή συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας. Με έναν Αρχιεπίσκοπο που από την πρώτη στιγμή έδειχνε να συναινεί με τα φορολογικά μέτρα, ακόμη και με τα πρώτα, τα σκληρότερα που είχαν ανακοινωθεί, και τους περισσότερους Μητροπολίτες να γνωρίζουν ότι δεν έχουν το περιθώριο αντίδρασης, τελικά σε πνεύμα «ομόνοιας» δέχτηκαν τα φορολογικά «δώρα» της κυβέρνησης και είπαν και… ευχαριστώ! Παρά τα όσα διοχετεύονταν τις προηγούμενες ημέρες περί δήθεν «αντίδρασης» του Αρχιεπισκόπου και προσφυγής της Εκκλησίας στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, όταν η διοίκηση της Εκκλησίας έβαλε τα δεδομένα στο τραπέζι, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τραβήξει περισσότερο το σκοινί. Η Ιεραρχία συμβιβάστηκε με τις τροποποιήσεις που έκανε η κυβέρνηση στο αρχικό νομοσχέδιο και, όπως όλα δείχνουν, όλοι μαζί θα περάσουν σε πνεύμα ειρήνης την πασχαλινή περίοδο. Άλλωστε, όπως λέγεται, σκοπός της κυβέρνησης δεν ήταν να «γονατίσει» τα ταμεία της Εκκλησίας, αλλά να τη σύρει έξω από τον κύκλο φορολογικής ασυλίας που απολάμβανε, ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια. Κυβερνητικοί παράγοντες φέρονται να υποστήριζαν ότι είναι αδύνατο να συμμετέχει όλη η κοινωνία σε αυτήν την κρίση και η Εκκλησία να προασπίζει τα συμφέροντά της. Έτσι ο Αρχιεπίσκοπος, έχοντας ως επιχειρήματα την «υποχώρηση» της κυβέρνησης σε μερικά από τα φορολογικά μέτρα (που τον βοήθησαν να κάμψει τις αντιδράσεις ορισμένων «σκληροπυρηνικών» ιεραρχών), εισηγήθηκε στη (μεγάλη) Σύνοδο ότι θα πρέπει να συναινέσουν στα όσα προτείνονται από την κυβέρνηση.

Τι δέχτηκαν

Η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου στην προχθεσινή συνεδρίαση της Ιεραρχίας φαίνεται ότι ικανοποίησε τους περισσότερους Μητροπολίτες, που είδαν ότι γλίτωσαν το μεγάλο φορολογικό «τσουνάμι». Όπως τους ανακοίνωσε ο κ. Ιερώνυμος, συμφωνήθηκε να παραμείνει ο συντελεστής του φόρου εισοδήματος στο 20% για τα εισοδήματα των μισθωμάτων, ωστόσο θα εκπίπτουν από αυτά συγκεκριμένες δαπάνες. Για τις δωρεές στο αρχικό νομοσχέδιο προβλεπόταν φόρος κληρονομίας, αλλά και φόρος δωρεάς, ύψους 5% για τα ακίνητα και 10% για τα χρηματικά ποσά. Το υπουργείο τελικά δέχτηκε να φορολογούνται με συντελεστή 0,5%. Μετά την κατάργηση του ΕΤΑΚ, όπως είπε ο κ. Ιερώνυμος, η Εκκλησία ζητά να απαλλαγούν από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) ακίνητα που παραχωρούνται για χρήση στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφόσον προορίζονται για σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ. και ακίνητα που χρησιμοποιούνται για λατρευτικούς και κοινωφελείς σκοπούς και να παραμείνει ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας με συντελεστή 1‰ από 3‰ που προβλέπει το νομοσχέδιο, κάτι που θα συζητηθεί μεταξύ των δύο πλευρών τις επόμενες ημέρες.

Διαβουλεύσεις

Τις προηγούμενες ημέρες προηγήθηκαν πολλές συσκέψεις του κ. Ιερωνύμου με τους συνεργάτες του, αλλά και εκπροσώπους των υπόλοιπων Ορθόδοξων Εκκλησιών που διατηρούν έσοδα από την ακίνητη περιουσία που διαθέτουν στην Ελλάδα. Όλοι φαίνεται να κατέληξαν σε μία γραμμή: «Προσπαθούμε να γλιτώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μέσα από τις διαπραγματεύσεις. Άλλωστε η κυβέρνηση έχει τον τελικό λόγο». Ταυτόχρονα, συγκεκριμένα πρόσωπα του αρχιεπισκοπικού περιβάλλοντος ανέλαβαν τις επαφές με κυβερνητικά στελέχη και τους συνεργάτες τους (Οικονομικών, Παιδείας κ.λπ.). Στις συνομιλίες τους ζητούσαν επίμονα να περιοριστούν μερικά από τα φορολογικά μέτρα που είχαν κατατεθεί προς διαβούλευση στην ειδική επιτροπή της Βουλής. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι επαφές αυτές ήταν σε κλίμα «παράκλησης» και όχι αυστηρής διεκδίκησης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι έχουν το… κάτω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας προσπάθησαν να θέσουν ηθικά διλήμματα του τύπου «θα περιοριστεί το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας αν μας φορολογήσετε» κ.λπ. Όμως με αυτήν την τακτική φαίνεται ότι πέτυχαν τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, κυβερνητικά στελέχη υποστήριζαν ότι «αν θέτετε το θέμα σε τέτοια βάση, τότε ας μιλήσουμε για πραγματική φορολόγηση της Εκκλησίας, όπως αυτή που ισχύει και στους υπόλοιπους. Και να μην ξεχνούμε πόσα φιλανθρωπικά έργα της Εκκλησίας πραγματοποιούνται με κρατικά κονδύλια…». Με αυτά τα δεδομένα, τόσο η Εκκλησία της Ελλάδος όσο και οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες κατάλαβαν ότι βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και αποφάσισαν να συμβιβαστούν. Σε αυτήν την υποχώρηση βοήθησε βεβαίως και ο μερικός συμβιβασμός της κυβέρνησης, που έκανε ένα βήμα πίσω και αποδέχτηκε κάποια από τα αιτήματά τους. Λέγεται ωστόσο ότι η κυβέρνηση έβγαλε τα σκληρότερα μέτρα, γνωρίζοντας ότι από την πλευρά της Εκκλησίας θα υπάρξουν αντιδράσεις και θα έπρεπε να τους «δώσει κάτι» για να αποσπάσει τη συναίνεσή τους. Όχι τόσο από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, καθώς θεωρείται «δεδομένος» και ότι με λίγη πίεση μπορεί να αποδεχτεί οποιαδήποτε φορολόγηση, όσο από τους άλλους Μητροπολίτες. Άλλωστε, εκκλησιαστικές πηγές σημειώνουν ότι οι «απειλές» του κ. Ιερωνύμου περί προσφυγής στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια ήταν περισσότερο για «εσωτερική κατανάλωση». Λέγεται ότι ήταν μια κίνηση εντυπώσεων, σε μια προσπάθειά του να δείξει στους Μητροπολίτες που του καταμαρτυρούν ότι παραμένει αμέτοχος στις κυβερνητικές αποφάσεις, ότι «έχει φωνή».


Σχολιάστε εδώ