ΤΕΚΝΟΝ ΤΙ ΕΚΘΕΤΟΝ, ΜΟΥΛΙΚΟΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΜΥΩΠΙΑ ΟΥΔΕΙΣ ΠΑΤΗΡ, ΜΗΤΗΡ ΚΑΜΙΑ, ΔΡΑΜΕ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ

Ευρέθη τέκνον έρημο
λίγο πρίν αποθάνει
εις παρακείμενη οδό
κοντά στού Μακρυγιάννη.

Έδραμαν τέσσερα Εκατό
–άθροισμα τετρακόσια–
γιά νά γλιτώσουν τό μωρό
από μιά γραία Γκιόσα.

Έφτασαν είκοσι ΕΚΑΒ
καί είκοσι χειρούργοι
ενώ παρήλαυναν ψυχρά
ψευδάρχοντες καί μούργοι.

Έβλεπε δακρυόεσσα
η Ακρόπολη τό δράμα
μέ τό Θησείο δίπλα της
νά κλαίει κι αυτό αντάμα.

Έναντι τό Ηρώδειο
έπαιζε κωμωδίες,
οι θεατές στό κοίλον του
άλλαζαν αηδίες.

Πλήθος τά αυτοκίνητα
Μπέντλεϊ καί Ρόλς Ρόις
ενώ στή νύχτα ακόνιζε
μάχαιρα ο Χοσρόης.

Τό τέκνο αυτό τό μούλικο
ζούσε μέ δυσκολία
ασχέτως άν παρήλαζαν
στό Σύνταγμα σχολεία.

Η ώρα τού θανάτου του
έμοιαζε ορισμένη,
μιά κουκουβάγια τό ‘λεγε
σοφή καί δοξασμένη.

Τό σύμβολο τής Αθηνάς
γνώριζε τί λαλούσε,
μόνον τινές πολιτικοί
δέν ξέραν τί νοούσε.

Τό πράγμα χειροτέρευε,
σφυγμοί δέ κατιόντες,
μόλις πού τούς ακούγανε
τυχαίοι εκεί παρόντες.

Πάνε τό τέκνο ΕΝΤΑΤΙΚΗ
οπλίζουν χειρουργεία
μά οι ντοτόροι λείπανε
γιατ’ είχαν απεργία.

Αρχίσαν τίς μαλάξεις των
επί τού έρμου στήθους
μπάς κι η καρδιά δυναμωθεί
διά χειρός τού πλήθους.

Μάλαζε ο εις, μάλαζε ο δέ
μάλαζε ο κάθε μάγκας,
μά από τήν μάλαξη ο παίς
κατέληξε μαλάκας.

Η Γκιόσα εχαιρότανε
διά τό κατάντημά του
αλλά φοβόταν τόν Λαό
καί τό ανάστημά του.
Τίνος λοιπόν ήταν ο παίς
ποιοί ήταν οι γονείς του;
Ερώτημα αναπάντητο,
μνήμης αισχρής, αλήστου.

Τυφλοί ως ο Οιδίποδας
μέ οίδημα στά πόδια,
πλείστοι τόν ετυλίξανε
καί μισερά χταπόδια.

Τώρα ανάπηρος γυρνά
μέ χέρια απλωμένα,
ψάλλων τό: Ελεήστε με
αδέκαρος στά ξένα.
………………………………………………
Παρακαλώ, νά μήν ταυτιστεί ο άτυχος νέος μέ συγκεκριμένα πρόσωπα.
Τό ορθόν του είναι τόσο μεγάλο και διάπλατο, πού μόνο σέ έναν μεγάλο Λαό προσιδιάζει καί όχι σέ άτομο.


Σχολιάστε εδώ