Οι δύο Γερμανίες

Έχοντας ζήσει είκοσι ολόκληρα χρόνια στη Γερμανία, για την ακρίβεια στο δυτικό της τμήμα πολύ πριν από την επανένωσή της, έχω, νομίζω, τη δυνατότητα να την κρίνω και να αξιολογήσω τις αρετές και τα ελαττώματα των πολιτών της από τη βάση μέχρι την κορυφή της πολιτικής και πολιτιστικής τους πυραμίδας. Έχει αξία, υποθέτω, να αναφέρω ότι πήγα ήδη το 1951 για σπουδές στο Μόναχο, σε μια εποχή που η μεγαλούπολη αυτή, όπως και άλλες μεγαλουπόλεις, ήταν μισοκατεστραμμένη εξ αντανακλάσεως από την εγκληματική και άκρως απάνθρωπη δραστηριότητα των ναζί στον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πριν εγκατασταθώ εκεί, αλλά και στα πρώτα χρόνια των σπουδών μου, απασχολούσε τους Γερμανούς στη μεγάλη πλειονότητά τους το περιεχόμενο της δεσπόζουσας σύνθετης λέξης Vergangenheitsbewaltigung. Που θα πει σε ελεύθερη απόδοση: ουσιαστική αφομοίωση και υπέρβαση του παρελθόντος, δηλαδή του ναζιστικού παρελθόντος. Δοκίμια, διαλέξεις, ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, λογοτεχνικά και θεατρικά έργα είχαν ως αντικείμενό τους τις τύψεις, την κάθαρση και την αποενοχοποίηση από το εφιαλτικό αυτό παρελθόν που βάραινε τις ατομικές συνειδήσεις. Συντονισμένη προσπάθεια που σε μεγάλο βαθμό στέφθηκε από επιτυχία. (Δεκαετίες αργότερα εμφανίστηκε μια μειοψηφία μαχητικών νεοναζί που υφίσταται και σήμερα, χωρίς να επηρεάζει τα δρώμενα στη Γερμανία.)
Από τις αρχές της δεκαετίες του 1960 σημειώνεται η αυξανόμενη έλευση μεταναστών που συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία του αποκαλούμενου «γερμανικού θαύματος». Οι άνθρωποι αυτοί, οι Gastarbeiter, δηλαδή οι φιλοξενούμενοι εργάτες, ενσωματώθηκαν σχεδόν αμέσως στη γερμανική κοινωνία, με τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις που είχαν και οι γερμανοί συνάδελφοί τους. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η συγκλονιστική ρήση του μεγάλου γερμανόφωνου ελβετού συγγραφέα Μαξ Φρις ότι «περιμέναμε εργατικά χέρια και ήρθαν ΑΝΘΡΩΠΟΙ». Έτσι οι γερμανικές αρχές τούς πρόσφεραν καθημερινά μαθήματα γερμανικής γλώσσας -ένας από τους δασκάλους ελλήνων εργαζομένων ήμουν κι εγώ ανάμεσα στις άλλες ασχολίες μου- και καθημερινές ραδιοφωνικές εκπομπές στις μητρικές τους γλώσσες τα βράδια.
Εκείνη την περίοδο μου συνέβη το εξής διασκεδαστικό περιστατικό: Διέσχιζα έναν μεγάλο κεντρικό δρόμο πεζή με το φανάρι να δείχνει κόκκινο. Μόλις έφτασα στο απέναντι πεζοδρόμιο, με πλησιάζει ένας γερμανός αστυφύλακας και μου λέει: «Δεν είδατε το κόκκινο στον φωτεινό σηματοδότη;». «Το είδα, αλλά δεν είχα δει εσάς», του απάντησα. Και εκείνος γελώντας: «Για το πολύ ωραίο αστείο σας δεν θα πληρώσετε πρόστιμο. Να προσέχετε, όμως, στο μέλλον. Εδώ είναι Γερμανία, δεν είναι Ιταλία». (Με είχε περάσει για Ιταλό.)
Ανέφερα το περιστατικό αυτό, επειδή είναι ενδεικτικό της διαφοράς νοοτροπιών. Ο Γερμανός δεν μπορεί να διανοηθεί καν ότι μπορεί κανείς να παραβαίνει τους κανόνες μιας οργανωμένης κοινωνίας. Εμείς αντιθέτως, Ιταλοί, Έλληνες και άλλοι νότιοι, θεωρούμε την απειθαρχία αυτονόητη. Προσθέτω ότι τέτοιου είδους ψιλοαπειθαρχίες, όπως η προαναφερθείσα με το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη, απέχουν μόνο ένα βήμα από τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή και την εκτεταμένη φοροκλοπή, με ζοφερό αποτέλεσμα να πληρώνουν τα σπασμένα μονάχα οι έμμισθοι και οι συνταξιούχοι… Τα γράφω αυτά για να μη φορτώνουμε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας μας.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι άλλοι που συμποσούνται στο γερμανικό δίδυμο Μέρκελ – Σόιμπλε. Ένα, παρότι αλληλοσπαρασσόμενο, δίδυμο το οποίο έχει δηλητηριάσει δυστυχώς τις σχέσεις του γερμανικού λαού με τον ελληνικό, με πρωταγωνιστές ΤΟΥΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ, σε σημείο που η Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων της πατρίδας μας -Ένωση που τόσο επί κ. Μπακογιάννη όσο και επί Γ. Παπανδρέου – Δρούτσα έχει υποβαθμιστεί βάναυσα και εντελώς αδίκως δεδομένης της ποιότητάς της- να εκδώσει ανοικτή επιστολή που απέστειλε στην αντίστοιχη γερμανική ένωση, η οποία αρχίζει με αξιοθαύμαστη δριμύτητα ως εξής:
«Διά της παρούσης επιθυμούμε να σας εκφράσουμε τον βαθύτατο αποτροπιασμό μας για τις πρόσφατες, απαράδεκτα προσβλητικές για την αξιοπρέπεια και τον πολιτισμό του ελληνικού λαού επιθέσεις εκ μέρους μερίδας του γερμανικού Τύπου και των ΜΜΕ. Επιθέσεις που δυστυχώς τροφοδοτήθηκαν από σειρά αλαζονικών δηλώσεων εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου της χώρας σας. Επιθέσεις που στοιχειοθετούν αβίαστα τον όρο του πολιτισμικού ρατσισμού. Σας είναι ασφαλώς γνωστό, αξιότιμοι συνάδελφοι, τι σημαίνει ο αυθαίρετος και ανυπόστατος διαχωρισμός των λαών, συλλήβδην, σε ενάρετους και φαύλους, έντιμους και απατεώνες, καλούς και κακούς, εργατικούς και αργόσχολους».
Προσθέτω και την ακόλουθη καταλυτική επισήμανση, σε άλλο σημείο της ανοικτής επιστολής της εξαιρετικής Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων της χώρας μας: «Οι κρίσεις παρέρχονται, όμως οι μνήμες μένουν».
Από ετών η Γερμανία, όταν είχε τεθεί το ερώτημα εάν έπρεπε να προηγηθεί η εμβάθυνση ή η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ της διεύρυνσης. Και εγκλημάτησε διττά. Διότι αφενός απέτρεψε τη σχετική έστω εξισορρόπηση των οικονομικών και άλλων εξελίξεων των υπόλοιπων χωρών της Ένωσης διά της εμβαθύνσεως και αφετέρου άπλωσε διά της διευρύνσεως προς όφελός της τις αγορές των εξαγωγικών της προϊόντων. Ταυτόχρονα καλλιέργησε τις προνομιακές σχέσεις της με τη Ρωσία. Από την άλλη μεριά, έχει ατονήσει, αν δεν έχει πάψει εντελώς να υφίσταται, ο γαλλογερμανικός άξονας. Με αποτέλεσμα όλων αυτών να εγείρονται φωνές που να ισχυρίζονται σήμερα ότι «το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλέον μόνο η Γερμανία».
Προσωπικά πέρασα αλησμόνητα χρόνια στο δυτικό τμήμα της διηρημένης τότε Γερμανίας. Απέκτησα φίλους σε έναν χώρο πνευματικής, πολιτιστικής και καλλιτεχνικής άνθησης και δημιουργίας. Έναν χώρο στον οποίο άνοιξα τα φτερά μου ως μέλος της γερμανικής κοινωνίας και ανάλωσα σημαντικό μέρος των όποιων ικανοτήτων μου στο πλαίσιο της αντιδικτατορικής ελληνικής εκπομπής της Ντόιτσε Βέλε και, αγωνιζόμενος μαζί με τους εκλεκτούς συνεργάτες μου για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, πρόσφερα και προσφέραμε τεράστια υπηρεσία στη χώρα που μας φιλοξενούσε για να βελτιώσουμε αποφασιστικά την εξαιρετικά αρνητική εικόνα που είχαν ακόμα οι Έλληνες για τους Γερμανούς λόγω των αποκρουστικών και φρικιαστικών εγκλημάτων των ναζί στην κατοχή.
Γι’ αυτό και η θλίψη μου για τη σημερινή λίαν αρνητική κατάσταση τόσο των ελληνογερμανικών όσο και των γερμανοελληνικών σχέσεων είναι απερίγραπτη. Υπάρχει, άραγε, θαυματουργό φάρμακο για την επούλωση των αμοιβαίων πληγών; Αν υπάρχει, πάντως, μόνο ο κατά πολύ ισχυρότερος μπορεί να το προσφέρει.


Σχολιάστε εδώ