Να μετράμε και να μετράμε σωστά
Στην Ελλάδα, χώρα στην οποία θεμελιώθηκε η επιστήμη της μέτρησης, η μαθηματική (χρονική περίοδος 7ος – 2ος αιώνες π.Χ.), δεν έχουμε υιοθετήσει την προαναφερθείσα ρήση ούτε στον δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό βίο. Στη δημόσια ζωή συνήθως δεν μετράμε ή όταν μετράμε δεν το κάνουμε με την επιμέλεια που επιβάλλει η επιστήμη. Στον δημόσιο λόγο επιδιδόμεθα σε φληναφήματα όπως «ας αφήσουμε τους αριθμούς», «με τη στατιστική λες ό,τι θέλεις» αντί να μεριμνήσουμε για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε και να μετράμε και να το κάνουμε σωστά. Μας αρέσει να πορευόμεθα στο «περίπου» με «βάρκα την ελπίδα». Η κάθε κυβέρνηση παραλαμβάνει από την προηγούμενη «χάος» και επιδίδεται σε «μαμαλάκειες» συνταγές «μαγειρικής» των στοιχείων με γνώμονα το βραχυχρόνιο συμφέρον της. Αδιαφορεί ή στην καλύτερη εκδοχή δεν συνεκτιμά τις επιπτώσεις των πράξεών της. Δεν θα μπορούσε άραγε να καθιερωθεί χρονικό διάστημα 15 – 30 ημερών για να γίνεται υπεύθυνα η παράδοση – παραλαβή του κάθε τομέα δημόσιας δράσης και τα ντοκουμέντα να επικυρώνονται με ειδική πλειοψηφία από τη Βουλή; Γιατί θα πρέπει να αναλώνεται πολιτική ενέργεια στα τηλεοπτικά παράθυρα για κριτική στους εκάστοτε προηγούμενους αντί να γίνεται από κοινού και σοβαρά η παράδοση και παραλαβή;
Ας περάσουμε όμως στο ειδικό θέμα που αποτελεί και την αφορμή για το παρόν σημείωμα.
Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα στοιχεία της Eurostat για τη συμμετοχή των ενηλίκων πολιτών σε διαδικασίες διά βίου μάθησης στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από αυτά διαπιστώνεται ότι, παρά τη βελτίωση που υπήρξε κατά την περίοδο 2004-2008 (από περίπου 1% σε 2,9%), η χώρα μας εξακολουθεί να είναι χαμηλά στην κατάταξη, σε σχέση με τον μέσο όρο των επιδόσεων των χωρών της ΕΕ.
Ως αρμόδιος γενικός γραμματέας του ΥΠΕΠΘ [την περίοδο Μάρτιος 2004-Ιανουάριος 2009, (Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων η οποία μετονομάστηκε στα μέσα του 2008 σε Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης)] αισθάνομαι το χρέος να δώσω εξηγήσεις, αν και είχα την ευθύνη μέρους του πεδίου της Διά Βίου Μάθησης (π.χ. η αρχική κατάρτιση ήταν εκτός του πεδίου ευθύνης μου, η συνεχιζόμενη κατάρτιση ήταν αρμοδιότητα του υπουργείου Απασχόλησης κ.λπ.).
Σημειώνουμε:
1η. Είναι αλήθεια ότι διαχρονικά και σαφώς από το 2005, η πραγματική επίδοση της χώρας είναι σαφώς καλύτερη από αυτήν που αποτυπώνεται στους ετήσιους πίνακες της
Eurostat.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μόνο η Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ο βασικός δημόσιος φορέας παροχής υπηρεσιών διά βίου μάθησης) από το 2006 είχε πετύχει πραγματική επίδοση πάνω από 3%. Με δεδομένο ότι και οι άλλοι δημόσιοι φορείς [Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Αρχική Κατάρτιση (ΙΕΚ), Συνεχιζόμενη Κατάρτιση (ΚΕΚ)] είχαν βελτιώσει τις επιδόσεις τους, η εκτίμησή μας ήταν ότι η πραγματική επίδοση της χώρας βρισκόταν περίπου στο 6%.
Σημειώνω ότι κατά την εκτίμησή μας το 2008 η πραγματική επίδοση της χώρας ήταν περίπου 7% και
όχι 2,9%.
2η. Τα στοιχεία που παρουσιάζει η Eurostat προκύπτουν από στοιχεία που της αποστέλλει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (ΕΣΥΕ).
3η. Η ευθύνη για τη διαχρονική υποεκτίμηση της πραγματικής επίδοσης της χώρας μας βαραίνει, λιγότερο ή περισσότερο, όλους όσοι διαχρονικά εμπλακήκαμε με το θέμα, πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες.
Εξηγούμαστε:
Όταν διαπιστώθηκε η μεγάλη διάσταση μεταξύ των στοιχείων Eurostat / ΕΣΥΕ με τα πραγματικά στοιχεία που με οδηγία και επίβλεψή μας συνέλεγε γραφείο της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων, διερευνήσαμε το όλο θέμα. (Σημειώνουμε ότι επί μακρόν στις επανειλημμένες ερωτήσεις μας προς υπηρεσιακούς παράγοντες στο εσωτερικό των υπουργείων Παιδείας και Απασχόλησης για το πώς προκύπτει ο δείκτης που παρουσιάζει η Eurostat υπήρχε αδυναμία απάντησης.)
Εντοπίσαμε τότε με έκπληξη ότι το ερωτηματολόγιο της ΕΣΥΕ μέσω του οποίου γινόταν η εκτίμηση της ετήσιας πραγματικής επίδοσης της χώρας, απεικόνιζε την ελληνική πραγματικότητα για το πεδίο της διά βίου μάθησης, των δεκαετιών 1950-1960 (δυστυχώς ο αρμόδιος δημόσιος φορέας δεν γνώριζε τι «ποιούν» άλλες δημόσιες υπηρεσίες – πλήρης συνευθύνη).
Επισκεφθήκαμε, το 2008, την
ΕΣΥΕ και είχαμε συνεργασία με τον γενικό γραμματέα της κ. Κοντοπυράκη και αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες.
Συναποφασίσαμε τότε, έπειτα και από σχετική πίεσή μας προς τους υπηρεσιακούς παράγοντες, τον άμεσο εκσυγχρονισμό του ερωτηματολογίου, ώστε αυτό να αποτυπώνει την ελληνική πραγματικότητα της τρέχουσας περιόδου και να εκτιμάται έτσι η πραγματική επίδοση της χώρας.
Ταυτόχρονα προχωρήσαμε σε δράσεις θεσμικού χαρακτήρα για τον καλύτερο συντονισμό του πεδίου της διά βίου μάθησης (αλλαγή στον συντονισμό της Εθνικής Επιτροπής Διά Βίου Μάθησης / νομοθετική πρωτοβουλία κ. Ευρ. Στυλιανίδη) και εξασφάλιση χρηματοδότησης για εντατικοποίηση της προσπάθειας κατά τα 3 πρώτα χρόνια της Δʼ προγραμματικής περιόδου.
Υπογραμμίζω επίσης τη διαπίστωσή μας ότι οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μετράμε ακριβώς τα ίδια πράγματα ως διά βίου μάθηση.
Πρέπει, ως εκ τούτου, οι αρμόδιοι για τη διά βίου μάθηση, την περίοδο που διανύουμε, να θέσουν στη Eurostat το θέμα του ορισμού κοινού πεδίου διά βίου μάθησης, ώστε να έχουν ουσιαστική αξία οι συγκρίσεις των μετρήσεων των επιδόσεων των χωρών μελών της ΕΕ.
Ελπίζω ότι με εντατικοποίηση των προσπαθειών, το νέο εργαλείο εκτίμησης των πραγματικών επιδόσεων και τη μέτρηση κοινού αντικειμένου, η χώρα θα υπερβεί μέχρι το 2012 τον μέσο όρο των επιδόσεων των χωρών μελών της ΕΕ, σύμφωνα με τον στρατηγικό στόχο που είχαμε θέσει το 2005.