Μια φορά και έναν καιρό

Πριν περάσει ο οδοστρωτήρας του μοντερνισμού και ισοπεδώσει τα πάντα, η Αθήνα ήταν το «κλεινόν και ιοστεφές Άστυ» και όχι μια απρόσωπη πόλη αποκαλούμενη κατ’ ευφημισμόν Πρωτεύουσα, με κατοίκους που ονειρεύονται να πάρουν των ομματίων τους και να την εγκαταλείψουν μια ώρα αρχύτερα, και που σε κάθε μεγάλη γιορτή ερημώνει, με τις τηλεοράσεις να πανηγυρίζουν γι’ αυτό. Όπου κανένας δεν ξέρει από πού κρατά η σκούφια του γείτονα, ή ακριβέστερα ποιος… ελλοχεύει πίσω από τη διπλανή του πόρτα. Σ’ αυτήν την Αθήνα του «τότε» θέλω να περπατήσωμε λίγο σήμερα και να… οσφρανθούμε την ξεχασμένη κολόνια «Φουζέρ» που πασαλείβονταν οι άνδρες, και τα αρώματα «Κοτύ» οι γυναίκες, αγορασμένα από το μυροπωλείο «Μπαχαρία», έστω κι αν εξαιτίας των αρωμάτων που σκόρπαγαν στο διάβα τους, συχνά τους συνόδευε το ελάχιστα τιμητικό επίθετο «μυρωδάτοι» που υπονοούσε πολλά σκανδαλιστικά παραλειπόμενα. Να ξαναζήσουμε νοερά ένʼ ανθρώπινο περιβάλλον, γεμάτο αίσθημα και ομορφιά, κι ανάμεσά τους έναν άλλον ιδιαίτερο κόσμο, μια κλειστή ας πούμε κάστα, που είχε αντιστρέψει το ρητό «Ουδέν έργον όνειδος» στο να είναι «Όνειδος και καταισχύνη το… έργον». Και ας σταθούμε να χαζέψωμε λιγάκι τον κόσμο αυτόν που ξεχύνονταν αποκλειστικά τις… εργάσιμες ώρες και γέμιζε τα στέκια της Πλατείας Συντάγματος και τους γύρω της δρόμους…
Χάριν εύφημης μνείας ας πάμε πρώτα για καφέ στο «Brazilian», το αποκαλούμενο από τον αξέχαστο Βασίλη Καζαντζή «Άνω Βραζιλιανόν», διότι υπήρχε και το «Κάτω» που ιδρύθηκε περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50 στη στοά Καλλιγά, αλλά που δεν μακροημέρευσε. Το «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου όπου πρωτοεμφανίστηκε ο εσπρέσο, είχε τις πιένες του τις καθημερινές μεταξύ της 11ης π.μ. και πρώτης μεταμεσημβρινής,
όταν «πλάκωνε» η φυλή των ευκατάστατων κυνηγών του ποδόγυρου και έπινε τον καφέ της στο όρθιο, πίσω απ’ τη μεγάλη τζαμαρία δίπλα στην είσοδο. Σε δύο βασικές συνομοταξίες χωρίζονταν οι τακτικοί αυτοί θαμώνες. Στους αγουροξυπνημένους από το χτεσινό ξενύχτι στην «Αθηναία» ή σε κάποιο άλλο νάιτ κλαμπ που έρχονταν βαρύθυμοι να πιούνε έναν καφέ ν’ ανοίξουν τα μάτια τους, παρέα με τους εκάστοτε αργόσχολους, δορυφόρους τους. Ακολουθούσαν διάφοροι επώνυμοι
επιχειρηματίες ή ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, που έκαναν διάλειμμα από την τύρβη της βιοπάλης, έχοντας προηγουμένως κατσαδιάσει τους τεμπέληδες υπαλλήλους τους. Όλοι τους ήσαν ενδεδυμένοι με τσόχινο μπλε σακάκι και φανελένιο γκρι πανταλόνι ή με καφετί μπλέιζερ και ανάλογου χρώματος παντελόνι χωρίς ρεβέρ, καλογυαλισμένα παπούτσια μοκασίνια με δίχρωμες ή τρίχρωμες ριγωτές κάλτσες. Εάν ξέπεφτε μεταξύ τους κανένας… «παλαιός πολεμιστής», από τους γηράσαντες εν πολλαίς αμαρτίες μπον βιβέρ «που δεν το ‘βάζε κάτω», αυτός ήταν κοστουμαρισμένος με σκούρο ριγέ κοστούμι και έφερε άνθος στην «κομβιοδόχη», κατά προτίμηση γαρδένια. Έτριζαν οι μασέλες του βλέποντας να περνούν πεταχτές κοπελούδες, μυκτηρίζων εαυτόν επειδή «τώρα που η θάλασσα έγινε γιαούρτι», στερείται του κατάλληλου κοχλιαρίου προς… βρώσιν. Υπό το βλέμμα της κυρίας Καίτης, η οποία σταδιοδρόμησε χειριζόμενη τη μηχανή του εσπρέσο μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε, παραλάμβανε ο πελάτης στο χέρι το φλυτζάνι με τα δύο δάχτυλα καφέ, άφηνε το «κατιτίς» πλάι στον δίσκο με τα νερά και έπιανε στασίδι στο παράθυρο. Ήτανε πέρασμα πλήθους γυναικόκοσμου η οδός Βουκουρεστίου καθώς κατηφόριζαν προς την Ερμού και περνούσανε «αναγκαστικά» εμπρός τους. Ήταν η «πιο μεγάλη ώρα» της ημέρας. Τότε άρχιζε το κουτσομπολιό για τα μελανά απόρρητα του βίου διερχομένων κυριών… παλαιοτέρων κλάσεων, διανθισμένα με πικρόχολα ευφυολογήματα, ή απεθαύμαζαν λικνιζόμενες σεισοπυγίδες ενυπνιαζόμενοι καταμεσήμερο πως εφορμούν και υπό τους ήχους των σαλπίγγων «πίπτουν τα τείχη της Ιεριχούς»…
Και πέρναγαν αεράτα θηλυκά γεμάτα αυτοπεποίθηση, το καλοκαίρι με το φαρδύ εμπριμεδάκι που το ανασήκωνε το μελτέμι και «βγάζανε φωτογραφίες», κατά την έκφραση της μόδας, όταν αποκαλύπτονταν τα «ντεσού τους». Άνοιξη – φθινόπωρο, εμφανίζονταν με το εξαντρίκ ντεμί σεζόν ταγεράκι, το δε παγερό ξεροβόρι του χειμώνα το αντιμετώπιζαν τυλιγμένες στην πανάκριβη βαριά τους γούνα. Και κόβοντας ταχύτητα στο βάδισμά τους, έριχναν κλεφτές ματιές για να υπολογίσουν το μέγεθος του θαυμασμού που προκαλούν στο… «πάνελ» των εν δυνάμει πορθητών τους.
Αλλά η καρδιά της Αθήνας χτυπούσε κυρίως απέναντι από τη μαρμάρινη στήλη, την ενδεικτική του σημείου που αρχινά η «σταδιομέτρησις» όλων των αποστάσεων από την Αθήνα και όπου βρισκόταν το καφενείο Ζαχαράτου, στο «πατάρι» του οποίου επικρατούσαν θυελλώδεις πολιτικές συζητήσεις και όπου κυβερνήσεις σχηματίζονταν ή ανατρέπονταν στο… μιλητό, από τους κάθε λογής πολιτευόμενους και πολιτικάντηδες. Γύρω από τα μαρμάρινα τραπεζάκια του επωάζονταν… δικτατορίες, και με στεντορεία τη φωνή υποψήφιοι… στυγεροί δικτάτορες διεκήρυτταν πόσες κρεμάλες θα στήσουν για τους καταχραστές, ενώ παρέκει αρειμάνιοι απόστρατοι διαβεβαίωναν ότι «είναι έτοιμοι ν’ αλλάξουν τον ρουν της ιστορίας, αρκεί να τους… δανείσουν ολίγους οπλίτες» από το παρά τους στύλους Ολυμπίου Διός, Α΄ Σώμα Στρατού. Και σχεδίαζαν με το μολύβι χάρτες πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού.
Άλλοι, λιγότερο πολεμοχαρείς, κάθονταν βυθισμένοι στην ανάγνωση της εφημερίδας με τα πύρινα άρθρα και σχόλια, ενώ πολλοί τις ηλιόλουστες χειμωνιάτικες μέρες απολάμβαναν τη θαλπωρή του αττικού ήλιου στα απλωμένα στην πλατεία τραπεζοκαθίσματα του ίδιου αυτού καφενείου. Και τα γκαρσόνια, που ήξεραν τις προτιμήσεις κάθε πελάτη, έφερναν «άμα τη αφίξει του» τον καφέ μέσα σε μεταλλικό δίσκο, όπου μόλις χωρούσαν το μπρούντζινο μπρίκι με το ξύλινο χερούλι, το φλυτζάνι, και τα δύο ποτήρια με το δροσερό νερό. Και είναι ίσως περίεργο, αλλά στον χώρο αυτόν, όπου σήμερα υψώνεται ένα ξενοδοχείο, υπάρχει φαίνεται κάποια δύναμη με μαγνητικές ιδιότητες που έλκει σαν από… αταβισμό τους πολιτικολογούντες και όπου μπορεί σε μερικούς αλαφροΐσκιωτους να φανερώνεται ένας «αόρατος θίασος να περνά με εξαίσιες μουσικές» κατά τον ποιητή, από κάποιες σκιές του παρελθόντος που τριγυρνάνε στα πέριξ…
Δεν ήσαν αυτά τα μοναδικά κέντρα, αφού στην περί το Σύνταγμα περιοχή, τον «ομφαλό της Αθήνας», υπήρχε συμπυκνωμένο ό,τι είδος ψυχαγωγίας ποθούσε η ψυχή του ανθρώπου… Εκεί ήσαν και τα πολυτελέστερα ξενοδοχεία, τα δε ρεστωράν και οι «πατισερί» συναγωνίζονταν ποιος θα προσφέρει ό,τι το πιο εκλεκτό διέθετε το κατάστημα Πολύ… «αν βογκ» φαγητά ήσαν η συναγρίδα α λα σπετσιώτα και ο γαλέος με αθηναϊκή μαγιονέζα, στα λαχταριστά δε τερψιλαρύγγια κυριαρχούσαν οι «μπαμπάδες», τα «κορνέ» και οι πάστες αμυγδάλου.
Στο «Μπραζίλιαν» και στου «Ζαχαράτου» σύχναζαν κυρίως άνδρες. Και η ιστορία που γράψανε, χαράχτηκε βαθιά μες στην καρδιά όσων διάβηκαν το κατώφλι τους…


Σχολιάστε εδώ