ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ!

Τοποθέτηση αποστασιοποιημένης μαγκιάς, που σημαίνει πως όσο και αν ο κόσμος καίγεται και πυρπολείται, οι μάγκες ως ζώα ευφυέστερα παντός άλλου σκεπτομένου διπόδου, αράζουνε στο στέκι τους, τραβάνε τις μπουρμπουλήθρες του ναργιλέ τους και κάνουνε το τουμπεκί τους, το οποίον, σύμφωνα και με το λεξικό, σημαίνει «δεν ανοίγουν στόμα», ούτε και για το χασμουρητό τους και δεν πέφτει κάτω κάστανο. Και κατά τα άλλα δηλαδή, όπως το έλεγε κάποτε και ο αείμνηστος Ηλιόπουλος «είμαστε μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα». Άσχετα βέβαια με το αν καθόμαστε σε αναμμένα κάρβουνα, διότι άλλο τα κάρβουνα, ακόμα και τα αναμμένα, και άλλο η ατμόσφαιρα που ως ευχάριστα κατασκευασμένη προσπαθεί όλα να τα περάσει στα σβηστά.
Και είναι και το άλλο, τα κάρβουνα που, όπως το είπαμε είναι από κάτω, ακόμα και αναμμένα όταν είναι, τους ρίχνεις μια κουβέρτα και κάνεις πως δεν τα βλέπεις. Ενώ την ατμόσφαιρα που είναι από πάνω, τη γνωστή ως «περιρρέουσα», πώς να την κρύψεις και πώς να την κουκουλώσεις που από χίλια μίλια φαίνεται μακριά σαν το Αϊβαλί. Δεν κουκουλώνεται πανάθεμά την και που έτσι και την πιάσουνε πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, βραδινάδικα και μεσανυχτάδικα, πώς να κυκλοφορήσεις ύστερα σε μια κοινωνία που καίνε οι φωτιές και που από ένα καλό ίματζ κρεμόμαστε, όπως και ένα μαγαζί που φτάνει να έχει αστραφτερή βιτρίνα για να σε βάλει μέσα και ας έχει για εμπόρευμα σαβούρα για τα μπάζα. Διότι εις τον παρόντα βίο, από τη μηδέν μέχρι το άπειρον, εκείνο που μετράει είναι το «περιτύλιγμα» και η «περιβάλλουσα ατμόσφαιρα», όπως όταν ρίχνεις δέκα σταγόνες Άραμις για να κρύψεις την απλυσιά σου.
Έτσι, χάρη σ’ αυτήν τη μοσχομύριστη απλυσιά λένε και τα γκόλντεν μπόις, που κάποτε αν το θυμόμαστε τα λέγαμε και τσόγλαν μπόις:
– «Ρε, άσ’ τους να κουρεύονται, είδες ποτέ να πιάνουνε κανένα, αφού αρπαγμένα τα ‘χουνε κι αυτοί που λένε να μας πιάσουνε;».
Και ποιος κόρακας ποτέ έβγαλε άλλου κοράκου μάτι, ένεκα και επειδή στη συμμαχία των κοράκων δεν παραβγαίνουν ούτε τσακάλια, ούτε σαΐνια, ούτε κι εκείνα τα ψάρια τα πιράνχας που καταπίνουνε βούβαλο μέχρι να πεις «αμήν».
Γι’ αυτό και όπως δείχνουνε τα πράγματα, ελάχιστη ανησυχία φαίνεται να ανησυχεί και τα «γκόλντεν μπόις» της ΕΡΤ που η απειλή για τον διωγμό τους φτερουγίζει πάνω από τα κεφάλια τους και που σύμφωνα με αυτά που είπε ο αξιαγάπητος κ. Τζώνης Καλημέρης σε δήλωσή του που άκουσα στην τηλεόραση «δεν πρόκειται να γλιτώσουνε και θα τους φάει ο λύκος», αν το άκουσα καλά…
Ελαφρώς ανεξήγητη δήλωση, δηλαδή όχι και τόσο «ελαφρώς», αλλά τη λέμε έτσι για να μη χαλάσουμε την «ευχάριστη ατμόσφαιρα», που κατά τη γνώμη μου δεν ταιριάζει και τόσο πολύ στον «ειδικό τηλεοπτικό σύμβουλο για πάσα χρήση και για όλες τις εποχές».
Μήπως δεν ήταν σύμβουλος και στην εποχή που τα «γκόλντεν μπόις» ξεκοκάλιζαν τα ταμεία της ΕΡΤ; Δεν τα έβλεπε; Δεν τα μάθαινε; Δεν οργιζόταν, γιατί, από ό,τι τον ξέρω και από παλιά, είναι και ελαφρώς οργίλος. Κι αν τα μάθαινε γιατί δεν τους τραβούσε το αφτί; Κι αν πάλι δεν τα μάθαινε, τότε τι είδους σύμβουλος ήταν και σε σημείο μάλιστα που με τη νέα κυβέρνηση, φορτώθηκε, έστω και προσωρινά, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της απελθούσας Διοίκησης της ΕΡΤ;
Ας είναι όμως και να μου το θυμηθείτε, τίποτε το συνταρακτικό δεν πρόκειται να συμβεί και μην ετοιμάζεστε να γίνετε θεατές σε κανένα θρίλερ. Αυτό που μετράει είναι η «ευχάριστη ατμόσφαιρα», πολύ παραπάνω μάλιστα όταν μιλάμε για έναν σύμβουλο που έχει μέχρι και στο επίθετό του την «καλημέρα»…

Ο ΠΑΝΟΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ…
Έφυγε ταλαιπωρημένος από την κλονισμένη υγεία του, ένα από τα πιο αγαπητά πρόσωπα του ελληνικού κινηματογράφου, ο Πάνος Γλυκοφρύδης, με ολοκληρωμένη επάνω την εικόνα του «εργάτη» μιας δουλειάς, μιας αφοσίωσης και ενός ονείρου που δεν ήταν άλλα από τον κινηματογράφο του τόπου του και που τον υπηρέτησε φιλότιμα σε όλη τη διαδρομή της ζωής του. Δεν έκανε, δεν ήξερε, δεν ήθελε άλλη δουλειά από τον κινηματογράφο, ακόμα και σε εποχές που ήταν δύσκολο να του καλύψει τις οικογενειακές του ανάγκες. Τον γνώρισα και συνεργαστήκαμε όχι πολύ, αλλά τόσο όσο ήταν αρκετό για να τον εκτιμήσω σε όλες τις αρετές του.
Από τις ταινίες του, ξεχωρίζουν εκείνες που γύρισε με τον Θανάση Βέγγο, μερικές από τις οποίες ανήκουν στις χρυσές σελίδες της Βεγγέικης περιπέτειας, αλλά αυτό που αποτελεί έργο ζωής ήταν η «Λάμψη στα μάτια», όχι μόνο για την καθαρή κινηματογραφική του αξία, όσο και για την απόφαση να τη γυρίσει μέσα στα δύσκολα χρόνια του ελεγχόμενου κινηματογράφου και να ανταμειφθεί για το κουράγιο του με το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, δίνοντας ουσιαστικά και το πρώτο «μαρς» για μια καινούργια άποψη ελληνικών ταινιών για όσους τον ακολούθησαν. Με θητεία αξιόλογη στους συνδικαλιστικούς και προοδευτικούς αγώνες μιας τάξης επαγγελματιών που είχαν να παλέψουν μέσα στο «σπίτι» τους με αντιπάλους τους χολιγουντιανούς δεινόσαυρους και δάσκαλος συγχρόνως για τις καινούργιες γενιές όσων θέλησαν να υπηρετήσουν το όνειρο υπεύθυνα και συνειδητά.
Είναι μεγάλη υπόθεση να αφήνεις μαζί με το έργο σου και τις καλύτερες αναμνήσεις από το πέρασμά σου στη ζωή. Άραγε, πόσοι το καταφέρνουν, όπως ο Πάνος που έφυγε με τη λάμψη και στα δικά του μάτια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

ΟΤΑΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ…

Αν μου ζητούσαν να χαρακτηρίσω το βιβλίο του κ. Παύλο Κάγιου «Και με μάτια κλειστά βλέπω», από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», δεν ξέρω ποιον από τους δύο χαρακτηρισμούς θα διάλεγα, το «μυθιστόρημα ντοκουμενταρισμένο» ή το «ντοκιμαντέρ μυθιστοριοποιημένο», γιατί εμπεριέχει και τις δύο έννοιες πλήρεις και ολοκληρωμένες. Και θα το πω, γιατί λυπάμαι που έχουν απομείνει λίγες, ελάχιστες σελίδες για να το τελειώσω και που παρά τις 544 σελίδες του, φεύγει μπροστά από τα μάτια σου χωρίς να το καταλαβαίνεις και σε κάνει -και με μάτια κλειστά- να δεις και να ξαναζήσεις ημέρες και στιγμές από τη ζωή σου.
Δεν ξέρω γιατί πολλές φορές μου θύμισε την «Καγκελόπορτα» του Αντρέα Φραγκιά και το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, ίσως γιατί κινείται στην ίδια ατμόσφαιρα, ενώ και η διαδρομή του περνάει από ίδιους γνώριμους δρόμους και γειτονιές, αγγίζοντας ιστορίες και μνήμες ανθρώπων της διπλανής ανάσας. Ακόμα και σε στιγμές αγωνίας και κρίσιμων αποφάσεων σε ώρες πικρές με πέτρινες καταστάσεις. Όπως και με λεπτομέρειες, ακόμα και λέξεις και φράσεις που, όσο κι αν φαίνονται από ασήμαντες ως και απλοϊκές, δεν χρειάζεται φακός μεγεθυντικός για να μετρήσεις τη σημασία και την αξία τους. Καρδιοχτύπια αφουγκρασμένα όχι μόνο από μια, αλλά από δύο και τρεις γενιές που λαχτάρησαν μέσα στον προηγούμενο αιώνα.
Και είναι να απορείς το ότι είναι γραμμένο, με γνώση, λεπτομέρεια και συγκίνηση, από έναν άνθρωπο γεννημένο μόλις πριν από 57 χρόνια, όπως μας πληροφορεί το ένα αφτί του βιβλίου του, χωρίς να αποτελεί απλή πληροφόρηση γεγονότων και στοιχείων, αλλά να είναι ένα βαθύτερο «άκουσμα» και ένα πολύ πιο ερευνητικό «κοίταγμα» από μια απλή ματιά.
Ιδιαίτερο στοιχείο της «διαδρομής» της ιστορίας του, μια συντροφική περπατησιά του συγγραφέα με μια σειρά από τα τραγούδια της κάθε εποχής, τόσο λεπτομερειακά και με τόση προσοχή στην αναφορά τους, έτσι που να αποτελούν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ανθισμένα κλαδιά στον γέρο κορμό της ιστορίας του. Σου έρχεται πολλές φορές, καθώς διαβάζεις τις σελίδες του, η επιθυμία να τα θυμηθείς και να τα ξανατραγουδήσεις. Και να προσθέσω εδώ και ένα τρίτο χαρακτηρισμό σαν αυτούς που είπα στην αρχή, δηλαδή και σαν ένα «μιούζικαλ μυθιστόρημα», όσο κι αν ο χαρακτηρισμός φαίνεται περίεργος.
(Μικρή διόρθωση: «Γιάννης Βέλας» λεγόταν ο συνθέτης του τραγουδιού «Έσβησε ένας μεγάλος έρωτας» και όχι Γιάννης Μπέλας (σελ. 390) και ήταν από τους πρώτους που έγραψαν μουσική για ελληνική ταινία. Ήταν για τους «Χαμένους αγγέλους» του Νίκου Τσιφόρου. Ήμουν βοηθός του και η πιο αδέξια κλακέτα που πέρασε ποτέ από τη Φίνος Φιλμ!).
Και σ’ αυτό το σημείο εξηγώ και τα ενδιαφέροντα του συγγραφέα που ασχολείται με τα πολιτιστικά απογευματινής εφημερίδας και για τα ενδιαφέροντά του στα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου, αφού και ο ίδιος έχει σπουδάσει σκηνοθεσία κινηματογράφου, γι’ αυτό και τόσο ενημερωμένος κάθε φορά που αναφέρεται σ’ αυτόν και που, όπως και να το κάνουμε, το αίμα νερό δεν γίνεται!
Αν η περιπέτεια του κινηματογράφου και τα χρόνια βέβαια θα βοηθούσαν την επαγγελματική μου απασχόληση, τελειώνοντας το διάβασμά του, το πρώτο που θα έκανα θα ήταν να του τηλεφωνήσω, όπως το έκανα και πριν από χρόνια όταν διάβασα την «Καγκελόπορτα» και ζήτησα τα δικαιώματα από τον συγγραφέα της για να την κάνουμε ταινία και που οι συνθήκες μιας άλλης εποχής δεν βοήθησαν την πραγματοποίησή της, έτσι και τώρα θα έλεγα στον Παύλο Κάγιο «Έλα να το κάνουμε ταινία…».
Και από καρδιάς του εύχομαι να το αποφασίσει κάποιος άλλος, φτάνει να καταλάβει πόση αδρεναλίνη περιέχει αυτό το βιβλίο.
Και θα κλείσω το σημείωμα με μια τελευταία του φράση:
«Αν η νοσταλγία είναι ο πόνος της απώλειας, η καλοσύνη και η συγχώρεση είναι φίλες. Και αγκαλιασμένες προχωρούν στη ζωή και σε κάνουν να αντέχεις την κακία και τη μικροψυχία».
Κύριε Παύλο Κάγιε, μπράβο, έχετε γράψει ένα σπουδαίο βιβλίο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ