Αμάχητο τεκμήριο πλήρους ανικανότητας
Το παράδοξο αυτό γεγονός καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις που εν μέσω οδυνηρότατων και «τυφλών» μέτρων δείχνουν και την πτώση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και το
υπέρ αυτού «άνοιγμα της ψαλίδας» σε σχέση με την επιρροή της Νέας Δημοκρατίας. Προς το παρόν, και μέχρις
ότου η λαϊκή οργή στραφεί αποκλειστικά κατά του
ΠΑΣΟΚ, ο μέσος πολίτης φαίνεται ότι λέει προς τη Νέα Δημοκρατία: Κοιτάχτε ποιους μας φέρατε.
Αυτό το ιδιότυπο μήνυμα καιρός είναι να το αξιοποιήσει θετικά και για το κόμμα του και για τη χώρα ο σημερινός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας προβαίνοντας στις δέουσες ενέργειες, οι οποίες πάντως δεν μπορούν να περιοριστούν στην πρόταση δέσμης αναπτυξιακών μέτρων. Για άλλους λόγους έφυγε όπως έφυγε η Νέα Δημοκρατία από την κυβέρνηση και σ’ αυτούς θα έπρεπε να εστιάζονται οι πρώτες και βασικές ενέργειες του κ. Αντώνη Σαμαρά. Και πρέπει με αποφασιστικότητα να στραφεί το ταχύτερο προς την κατεύθυνση αυτή, γιατί η έναντι του ΠΑΣΟΚ απόγνωση και η έναντι της Νέας Δημοκρατίας απογοήτευση που αισθάνεται ο μέσος πολίτης δημιουργούν επικίνδυνο πολιτικό κενό.
Οριακό δε σημείο σε αυτό το τέλμα αποτελεί το εξαγγελθέν φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο, αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αποδεικνύει την ανετοιμότητα και ανικανότητα του ΠΑΣΟΚ να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης. Έρχεται το νομοσχέδιο αυτό, υποτίθεται, ως αντίβαρο στα κοινωνικώς άδικα και οικονομικώς ατελέσφορα σε βάθος χρόνου μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος κατά το τρέχον έτος. Όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα εκείνα που φορτώνουν όλα τα βάρη μονομερώς στον μισθωτό και συνταξιούχο, κυβερνητικοί και κομματικοί του ΠΑΣΟΚ αξιωματούχοι, αναζητώντας επιχειρήματα οι πρώτοι και την «ψυχή» τους οι δεύτεροι, παρέπεμπαν ή «ήλπιζαν», αντιστοίχως, στο φορολογικό νομοσχέδιο.
Και το φορολογικό ήρθε, όχι βέβαια για να εξισορροπήσει τα πράγματα, αλλά για να αποδείξει ότι δεν υπάρχει σκέψη, βούληση και ικανότητα στο κυβερνών κόμμα να θίξει την παραοικονομία, να φορολογήσει μονίμως φοροδιαφεύγοντες και να βάλει τις βάσεις για την ίση κατανομή των φορολογικών βαρών, ώστε κάποτε να πάψει η παγία διάκριση των ελλήνων πολιτών σε «κορόιδα» και «έξυπνους». Και μπορεί να το υπόσχεται αυτό ο πρωθυπουργός, οι πράξεις όμως της κυβερνήσεώς του αποδεικνύουν ότι αντί να χτυπηθεί, θεριεύει η ανισοκατανομή των βαρών, τα οποία όλο και περισσότερο πέφτουν στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.
Δεν είναι μόνο οι ανεξήγητες «εξαιρέσεις» του φορολογικού νομοσχεδίου που προκαλούν τον πολίτη. Είναι η όλη λογική που το διέπει. Η οποία δεν έχει καμία σχέση με «εμπνευσμένη πολιτική παρέμβαση» για να χτυπηθεί ένα μοναδικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο φαινόμενο, όπως αυτό της μόνιμης φοροδιαφυγής τεραστίων πόρων. Η «λογική» του φορολογικού νομοσχεδίου είναι λογική «λογιστάκου» που πάει να μαζέψει «κάτι λεφτουδάκια». Και αυτή η «λογική» μένει στο απυρόβλητο του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο προφανέστατα από την ίδια ακριβώς νοοτροπία διακατέχεται. Και η ίδια η κυβέρνηση, αλλά και το κόμμα που κοινοβουλευτικά τη στηρίζει, επιδεικνύουν παντελή αδυναμία να κάνουν πράξη αυτό που έλεγαν πριν από λίγους μόλις μήνες και προεκλογικά, αλλά και μετεκλογικά, στις Προγραμματικές Δηλώσεις.
Στον τομέα αυτόν, στη σύλληψη της διαφεύγουσας φορολογητέας ύλης, στο χτύπημα της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, δεν υπάρχει η δικαιολογία που μετεκλογικά προβάλλει η κυβέρνηση, ότι δηλαδή δεν ήξερε, δήθεν, την πραγματική κατάσταση. Αυτό δεν ισχύει ούτε για τα άλλα μεγέθη της οικονομίας, καθώς οι ιθύνοντες του ΠΑΣΟΚ είχαν από το περασμένο καλοκαίρι σαφή εικόνα της πραγματικότητος, αλλά έλεγαν ό,τι έλεγαν και για τις αυξήσεις των μισθών, συντάξεων, επιδομάτων. Κατά μείζονα όμως λόγο δεν ισχύει για τις διαβεβαιώσεις του κ. Γ. Παπανδρέου ότι «λεφτά υπάρχουν». Τα προσδιόριζε μάλιστα στα 30 δισ. (έναντι των 6 δισ. που θα μαζέψει με την περικοπή των μισθών και συντάξεων) και διατεινόταν ότι το ΠΑΣΟΚ είχε έτοιμο, δίκαιο, φορολογικό νομοσχέδιο.
Αποδεικνύεται σήμερα με το φορολογικό νομοσχέδιο –το πραγματικό και όχι το «ονειρικό» της προεκλογικής περιόδου– ότι κανένα απολύτως σχέδιο δεν είχε το
ΠΑΣΟΚ, σε κανένα «επίπεδό» του, ούτε στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» ούτε στο «εκσυγχρονιστικό» ούτε –πολύ περισσότερο– στο «προεδρικό», που φαίνεται ότι, μέχρι στιγμής, έχει όλες τις εξουσίες και πρωτοβουλίες. Το φορολογικό νομοσχέδιο όχι μόνο δεν εξασφαλίζει καμία απολύτως ισορροπία στην κατανομή των βαρών, αλλά για όσο καιρό θα εφαρμόζεται, θα αποτελεί σταθερό παράγοντα νομιμοποιήσεως της ανισοκατανομής των φορολογικών βαρών. Και τούτο γιατί: Κύριο μέσο παρέμβασης –κατά τη λογική του «λογιστάκου»– είναι τα τεκμήρια. Δεν χρειάζεται να είναι σοφός κανείς για να αντιληφθεί ότι το σύστημα των τεκμηρίων εξασφαλίζει στον Δημόσιο Προϋπολογισμό ένα απειροελάχιστο ποσοστό του διαφεύγοντος εισοδήματος. Και το προκλητικά τεράστιο υπόλοιπο δεν το αφήνει απλώς ανέγγιχτο, αλλά και το «νομιμοποιεί», παγιώνοντας την κοινωνική αδικία και τελικά τον εμπαιγμό του βαρύτατα φορολογουμένου μισθωτού.
Ο παραλογισμός της αδικίας στην οποία μπορεί να οδηγήσει το «δίκαιο φορολογικό νομοσχέδιο» στο οποίο παρέπεμπε η κυβέρνηση, αναδεικνύεται από το προσφιλές παράδειγμα των εφημερίδων και καναλιών για τα τεκμήρια, κατά το οποίο: Φορολογούμενος που διαθέτει κύρια κατοικία, εξοχικό, ΙΧ αυτοκίνητο (1.800 κ.ε.), σκάφος (5 μ.) και παιδί σε ιδιωτικό, δηλώνει συνολικό τεκμαρτό εισόδημα 17.400 ευρώ! Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι: Άπαξ και δηλωθεί το ποσό αυτό, η Εφορία είναι απολύτως ικανοποιημένη και ο φορολογούμενος έχει να λέει ότι «φορολογείται κανονικά». Το δε Υπουργικό Συμβούλιο χάνεται σε συζητήσεις για τις… εξαιρέσεις και αποδεικνύει την τελείως διεστραμμένη αντίληψη περί «φορολογικής δικαιοσύνης» που έχει, με τη θέσπιση της φορολόγησης των αποζημιώσεων των απολυομένων «υψηλόμισθων». Και για να αποδείξει τη… στέρεη σχέση του με την πραγματικότητα καθιερώνει ειδικές φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις που «μπαίνουν μέσα», αλλά επιμένουν να διατηρούν το προσωπικό τους αμείωτο…