Το χάρτινο καραβάκι (του Τύπου) βυθίζεται…
Παγκόσμιο το πρόβλημα,
δραματική η ελληνική πτυχή του:
οι εφημερίδες αργοσβήνουν.
Με δεδομένη την τρομακτική οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα, ουδόλως αποκλείεται να υπάρξουν λίαν συντόμως δυσάρεστες εξελίξεις στον χώρο του Τύπου, με περικοπές μισθών, απολύσεις προσωπικού
και κλείσιμο εφημερίδων…
Η πλειονότης δεν φαίνεται να νοιάζεται για τη μοίρα των εντύπων και ειδικά των εφημερίδων, διότι εδώ και χρόνια θεωρεί τη δημοσιογραφία ανυπόληπτη, υποταγμένη στα συμφέροντα των εκδοτών, στη διαπλοκή και στα κόμματα… Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει επί της αρχής με τη δηλητηριώδη αυτή άποψη. Συνολικά, τα μίντια παρέχουν αφειδώς τέτοια δείγματα γραφής. Όμως εγείρονται εύλογες ενστάσεις, σχετικά με την ανυποληψία των ΜΜΕ και τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους δημοσιογράφους:
Πρώτον, το φαινόμενο των πτωτικών κυκλοφοριών είναι μεν παγκόσμιο αλλά στην Ελλάδα έχει προσλάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Ούτε ο ρόλος των ΜΜΕ είναι διαφορετικός στις υπόλοιπες χώρες ούτε το θέμα της τιμής των εφημερίδων εξηγεί τον εν Ελλάδι επαπειλούμενο αφανισμό τους. Υπάρχουν χώρες που επίσης χειμάζονται οικονομικά, αλλά οι κυκλοφορίες των εφημερίδων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα… Παρουσιάζει ενδιαφέρον ένα άλλο επιχείρημα για την αδιαφορία και την εχθρότητα της κοινωνίας έναντι των μίντια. Είναι αποτέλεσμα –λένε μερικοί– της ευεξήγητης αντίδρασης των Ελλήνων στο καθεστωτικό παιχνίδι εκδοτών και δημοσιογράφων με την εκάστοτε εξουσία και τους οικονομικούς μεγαλοπαράγοντες του τόπου. Θα ήταν θαυμάσιο, και λίαν ενθαρρυντικό, αν συνέβαινε αυτό. Πώς γίνεται, όμως, μια κοινωνία να εγκαλεί τους διεκπεραιωτές που προπαγανδίζουν και στηρίζουν το έργο των δύο καθεστωτικών κομμάτων, αλλά να… ψηφίζουν μονίμως –και με υψηλό ποσοστό– τα δύο αυτά κόμματα; Και ακόμη: Αν υποτεθεί ότι η αρνητική στάση της κοινωνίας έναντι των Μέσων οφείλεται στην ανυποληψία της δημοσιογραφίας, πώς γίνεται να αποθεώνεται η τηλεοπτική επικράτεια με τα γνωστά, κραυγαλέα παθογενή και να χειμάζεται ο Τύπος, ο οποίος έχει τουλάχιστον να επιδείξει πολλές καλές στιγμές και φωτεινές εξαιρέσεις σε επίπεδο εντύπων και δημοσιογράφων; Τέλος, θα είχε ενδιαφέρον να αναλογιστεί κανείς, ποιος εγκαλεί τα ΜΜΕ και τη δημοσιογραφία ως ανυπόληπτους και υποταγμένους. Η ελληνική κοινωνία με τον υψηλότερο δείκτη διαφθοράς στην Ευρώπη; Η κοινωνία του λαδώματος, της γενικευμένης λαμογιάς, του ρουσφετιού και της εξάρτησης, μια κοινωνία που συνηθίζει να βάζει μέσον ακόμη και για τη μετάθεση των κανακάρηδων στα σπίτια τους;
Σημειώσαμε εισαγωγικώς ότι ασφαλώς τελούν εν δικαίω οι βασικές αιτιάσεις εναντίον των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας. Όμως οι γενικεύσεις και οι απλουστευμένες προσεγγίσεις που διαγράφουν τα θετικά δεν βοηθούν στην κατανόηση του φαινομένου. Αντιθέτως, η παραδοχή ότι ο Τύπος αντικατοπτρίζει μια δυσάρεστη κοινωνική πραγματικότητα, και δεν αποτελεί αρνητική εξαίρεση μέσα με μια… άμωμη κοινωνία, δημιουργεί το πλαίσιο για μια ειλικρινή και δημιουργική συζήτηση επί του θέματος…
Ως δεύτερος λόγος της φθίνουσας πορείας του Τύπου προβάλλεται η παντοκρατορία της τηλεόρασης και η επέλαση της ηλεκτρονικής εποχής (διαδίκτυο, μπλογκ κ.λπ.), σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία. Γιατί κάποιος να αγοράσει εφημερίδα, όταν την έχει δωρεάν στην οθόνη του υπολογιστή του; Ο αντίλογος λέει ότι το χαρτί και η συνήθεια του συμμετέχειν (ως αναγνώστης) σε μια εφημερίδα κλασικού τύπου δεν υποκαθίστανται εύκολα από την «ψύχρα» της οθόνης και την στατικότητα του υπολογιστή. Επιχειρήματα παλιομοδίτικα θα αντιτείνει κάποιος, και θα ‘χει δίκαιο. Ωστόσο, το ρομαντικό στοιχείο –ας ορίσουμε έτσι την τάση των ανθρώπων να μην εντάσσονται πλήρως στο πνεύμα της νέας εποχής– δεν θα εκλείψει. Όπως και η χάρτινη εικόνα των εφημερίδων.
Μόνο που αυτό δεν αρκεί για να τις διατηρεί στο παλιό τους βάθρο…
Μιλώντας για την ηλεκτρονική εποχή, αξίζει η αναφορά σε δύο φαινόμενα. Το πρώτο είναι η ανάγκη του καθενός να εκφράζεται δημόσια και να παρεμβαίνει, κάτι που εξασφαλίζεται με τα sites, τα blogs και το facebook. Αυτή η νέα μορφή επικοινωνίας, σε συνδυασμό με την ηλεκτρονική ανάγνωση των εφημερίδων, κερδίζει τόπο, απωθώντας την παραδοσιακή έντυπη μορφή. Πρόκειται (και) για μια μικρή εκδίκηση των «ανώνυμων» έναντι της «δικτατορίας των επωνύμων»… Το δεύτερο είναι η ενημέρωση από τα μπλογκ. Εδώ υπάρχει ήδη ένα σοβαρό πρόβλημα. Με ευδιάκριτες τις σοβαρές περιπτώσεις, τα περισσότερα μπλογκ μεταδίδουν ή αναπαράγουν ως είδηση αβασάνιστα, χωρίς καμία διασταύρωση, οτιδήποτε ακούγεται στην πιάτσα και κυκλοφορεί ως φήμη ή σπερμολογία. Πρόκειται για τον θρίαμβο της ανωνυμίας στην αρνητική εκδοχή του, αφού στη μπλογκόσφαιρα θριαμβεύουν η κρυπτεία και η ψευδωνυμία. Ελάχιστοι μπλόγκερ αναλαμβάνουν την ευθύνη όσων γράφουν, εν αντιθέσει προς τους δημοσιογράφους των παραδοσιακών εντύπων… Η πλήρης απαξίωση της κρυπτώνυμης ασυδοσίας είναι θέμα χρόνου. Κάτι που εξ αντικειμένου ευνοεί την παραδοσιακή δημοσιογραφία.
Είναι προφανές, όμως, ότι οι εφημερίδες για να ξανακερδίσουν τον χαμένο χρόνο, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουν τη σημερινή πορεία τους. Δεν μπορεί να υπάρχουν ως παρακολούθημα της τηλεοπτικής λογικής ούτε να αποτελούν θερμοκήπιο της παραπολιτικής, με δήθεν πολιτικά σχολιάκια για τις δραστηριότητες και τα σούπα – μούπες των πολιτικών. Ούτε, βέβαια, να απαξιώνουν τους γραφιάδες και το ενημερωτικό υλικό τους, ποντάροντας στις προσφορές και όχι στο θάρρος της γνώμης, στις έγκυρες αναλύσεις, στην αξιοπιστία και στη σοβαρότητα…
Αργοσβήνουν, λοιπόν, οι εφημερίδες, παραδομένες στα παθογενή τους, ευάλωτες στις νέες μορφές επικοινωνίας (μεταξύ αυτών και τα free press) και αντιμέτωπες με την καχυποψία και την άρνηση μιας κοινωνίας, η οποία αρέσκεται να ρίχνει τον λίθο του αναθέματος στους άλλους, χωρίς να στέκεται αυτοκριτικά απέναντι στις δικές της επιλογές και αξιολογήσεις. Το αστείο είναι ότι οι σημερινές ελληνικές εφημερίδες απέχουν παρασάγγας από εκείνες του παρελθόντος. Σε όλα τα πεδία είναι πολύ καλύτερες! Όμως αυτό είναι θέμα επομένου σημειώματος, μαζί με ενδοδημοσιογραφικά ζητήματα – τους κομματικά βολεμένους στα κρατικά και δημοτικά ΜΜΕ, τους διπλοθεσίτες του Δημοσίου, τα ντελίβερι μπόις της εκάστοτε κυβερνητικής προπαγάνδας κ.ά.
Ως κατακλείς, ας επιτραπεί μια προσωπική εκμυστήρευση: Αν είχα τη ευκαιρία να ξαναζήσω, πάλι την δημοσιογραφία θα επέλεγα. Εκτός και αν με κέρδιζε το ποδόσφαιρο, που είναι το μεγάλο
απωθημένο μου…