Νομοθετική κατοχύρωση εξωθεσμικών παρεμβάσεων

Η νομοθετική αυτή ρύθμιση οδηγεί πολύ πιο μακριά τα πράγματα απ’ ό,τι τα πήγε ο νόμος «περί Υπουργικού Συμβουλίου» που εισήγαγε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1985. Μπορούσε να κάνει τα πάντα με μια απλή απόφασή του ο πρωθυπουργός. Και τόσο πολύ «έλυνε τα χέρια» ο νόμος του 1985, που εξακολουθεί κατά βάση να ισχύει και σήμερα.

Δεν είναι, φυσικά, ο νόμος αυτός που αποδιέλυσε τη δημόσια διοίκηση. Άλλοι ήταν οι λόγοι, με κοινό παρονομαστή την «πολιτική βούληση» –και των δύο μεγάλων εναλλασσομένων στην εξουσία κομμάτων– που έφεραν τα πράγματα στο σημερινό επίπεδο, ώστε να παρίσταται δήθεν ανάγκη περαιτέρω ενισχύσεως της… παρεμβατικής δυνατότητος του πρωθυπουργού για να μπορέσει να παραχθεί γρήγορα και σωστά κάποιο έργο. Η ουσία είναι ότι πιστοποιείται και αναγνωρίζεται η αδυναμία του Δημοσίου να «σκεφθεί» και να χαράξει στρατηγική ή και –κατά λογική συνέπεια– διαχειριστική πολιτική.

Είχαμε βεβαίως την πρώτη και μεγάλη έμπρακτη ομολογία ότι το Δημόσιο παρά το μέγεθός του –ή ακριβώς λόγω του μεγέθους του– δεν παράγει έργο με τη σύσταση και λειτουργία των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών. Ουδείς ποτέ λογικός άνθρωπος κατάλαβε, ούτε πρόκειται να καταλάβει, πώς και γιατί αυτό που κάνουν ελάχιστοι υπάλληλοι στα ΚΕΠ δεν μπορούν να το κάνουν, με την ίδια ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και συμπεριφορά, οι «καθ’ ύλην αρμόδιοι» υπάλληλοι των οικείων υπηρεσιών, στις οποίες άλλωστε καταφεύγουν και τα ΚΕΠ. Αυτό και μόνο το παράδειγμα πιστοποιεί το γεγονός που γνωρίζει και ζει ο κάθε πολίτης, ότι –με εξαίρεση τους υπαλλήλους της εφορίας– το αρμόδιο προσωπικό του Δημοσίου, αν μη τι άλλο, υποαπασχολείται.

Τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει από αυτό; Μα, αυτό ακριβώς που μετά βεβαιότητος προδιαγράφεται με τη νέα νομοθετική θωράκιση του πρωθυπουργού. Το Δημόσιο, δηλαδή το προσωπικό, με τη συγκεκριμένη υπαλληλική ιεραρχία και τη νομοθετημένη «Αρμοδιότητα» καταντά «Υπηρέτης δύο Αφεντάδων», καθώς κοντά στον πρώτο και γνωστό «Αφέντη ΚΕΠ» προστίθεται τώρα και ο «Αφέντης Σύμβουλος». Και θα μπορούσε κάποιος αφελής να ρωτήσει: Πώς είναι δυνατόν να βρεθεί «αρμόδιος καθ’ ύλην δημόσιος υπάλληλος» να ασκήσει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της αρνήσεως υπογραφής ή συνυπογραφής –για τους λόγους νομιμότητος που παρέχεται αυτό το δικαίωμα– σε επιταγές και απαιτήσεις, ειδικά του νέου «Αφέντη»;

Μια άλλη εξίσου αφελής ερώτηση είναι αν αυτός ο νέος «Αφέντης» έχει, και πώς αυτή αναζητείται, «υπηρεσιακή ευθύνη» για τις εισηγήσεις και αποφάσεις του. Οι οποίες εν πάση περιπτώσει, επειδή δεν θα έχουν το «αλάθητο του Πάπα», με κάποια διαδικασία πρέπει να ελέγχονται. Θα λεχθεί ότι υπάρχει ο τελικός έλεγχος της Δικαιοσύνης. Μα αυτή και προσφάτως μόλις προπηλακίσθηκε δημόσια από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά και παλαιότερα είχε «θεσμικώς» αποδυναμωθεί με τον προδήλως αντισυνταγματικό νόμο της τελευταίας κυβερνήσεως Σημίτη που, εν μέσω γενικής κραιπάλης και παρανομίας στο Χρηματιστήριο, είχε δώσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την αρμοδιότητα να ασκεί διώξεις για συναφή αδικήματα, αφαιρώντας την από τους Εισαγγελείς, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν… εξοικειωμένοι με τη λειτουργία και τις έννοιες της χρηματαγοράς!

Αντί λοιπόν να γίνει μια σωστή και προγραμματισμένη σε βάθος δεκαετίας παρέμβαση στο κράτος με τον διπλό στόχο της δραστικής μείωσης και της ουσιαστικής αναβάθμισης, πηγαίνουμε σε «θεσμική παράκαμψη» και ουσιαστική περιθωριοποίηση του Δημοσίου στον πρωταρχικό ρόλο του ως επιτελικού – ρυθμιστικού οργάνου. Το βέβαιο αποτέλεσμα αυτού είναι ότι το Δημόσιο θα καταντήσει ράθυμος νομοποιητικός διεκπεραιωτής των εισηγήσεων και αποφάσεων των φυσικών και νομικών προσώπων στα οποία ο πρωθυπουργός θα αναθέτει απευθείας το συγκεκριμένο κάθε φορά έργο.

Αλλά δεν είναι μόνο το «Δημόσιο» που πλήττεται με τη νέα νομοθετική ρύθμιση. Είναι και η ίδια η Βουλή. Γιατί μεταξύ των έργων που μπορεί πια να αναθέτει ο πρωθυπουργός σε αυτούς τους ειδικούς επιστήμονες ή «εταιρείες συμβούλων» περιλαμβάνονται, γενικώς και αορίστως, και «θέματα θεσμών και νομιμότητας του δημοσίου βίου». Και ο χώρος αυτός τελικά, κατά ένα μεγάλο μέρος του, ανήκει στις συνταγματικές αρμοδιότητες της Βουλής. Η οποία, βεβαιότατα, κάθε άλλο παρά επαρκώς τις ασκεί, καθώς η εν προκειμένω δράση της φορτίζεται από την κομματική νοοτροπία, βούληση και σκοπιμότητα. Παράδειγμα, οι Εξεταστικές Επιτροπές. Ποτέ καμία Εξεταστική Επιτροπή δεν εξυπηρέτησε τελικά την ουσία της θεσπίσεως και υπάρξεώς της. Αντίθετα, με τον καιρό και ειδικότερα μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, η Εξεταστική Επιτροπή εξέπεσε σε όργανο, αντισυνταγματικής εν τελευταία αναλύσει, παρεμβάσεως στο έργο της Δικαιοσύνης.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι χρειάζεται πολλή δουλειά και χρόνος για να αναχθεί και πάλι η Βουλή στο επίπεδο που το Σύνταγμα, ο Κανονισμός Λειτουργίας της και οι νόμοι επιτάσσουν και προβλέπουν. Αλλά σε μια τέτοια προσπάθεια «ο συντομότερος δρόμος» των δήθεν θεσμικά λειτουργούντων εξωθεσμικών παραγόντων είναι ο χειρότερος τρόπος ενεργείας. Και είναι αναμφισβήτητο ότι οι απευθείας από τον πρωθυπουργό αναλαμβάνοντες –παρεμπιπτόντως, με ειδικές αμοιβές εκτός κάθε ελεγκτικής διαδικασίας– έργα και μελέτες σύμβουλοι και εταιρείες παραμένουν τελικώς εξωθεσμικοί παράγοντες, παρά την όποια διατύπωση της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης. Για την οποία ανακύπτει ένα τελικό ερώτημα, που δεν αναφέρεται μόνο στην «αναζήτηση της ψυχής» των διαφόρων στελεχών ή και ολόκληρης της παράταξης του ΠΑΣΟΚ, αλλά στο σύνολο του πολιτικού κόσμου: Ποιο ακριβώς είναι το… θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η συγκεκριμένη εισήγηση και ελήφθη η απόφαση να προωθηθεί η συγκεκριμένη διάταξη; Προφανέστατα είναι εξωπολιτικό, εξωυπηρεσιακό, εξωθεσμικό. Τις παρενέργειες της τακτικής αυτής στην όλη κυβερνητική λειτουργία, αλλά και γενικότερα, θα τις δούμε συντομότατα.


Σχολιάστε εδώ